Ο έλεγχος της υγείας των εργαζομένων από την επιχείρηση
Του
ΠΕΤΡΟΥ Κ. ΤΣΑΝΤΙΛΑ
Διδάκτορος Νομικής – Δικηγόρου
τ. Μέλους της Αρχής Προστασίας Δεδομένων
Προσωπικού Χαρακτήρα
Κατά την παρούσα φάση της σταδιακής άρσης των περιορισμών κυκλοφορίας και επαγγελματικής δραστηριότητας οι επιχειρήσεις βρίσκονται αντιμέτωπες με μια δύσκολη εξίσωση: Να επανεκκινήσουν τη δραστηριότητά τους το συντομότερο δυνατό, αλλά με ασφάλεια για τη δημόσια υγεία.
Η επιχείρηση οφείλει κατ’ αρχάς να διασφαλίσει την καλύτερη δυνατή προστασία της υγείας του προσωπικού της. Σύμφωνα με τη νομοθεσία για την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων, ο εργοδότης, στο πλαίσιο των πάγιων υποχρεώσεών του και σε συνεργασία με τον ιατρό εργασίας και τον τεχνικό ασφάλειας (όπου προβλέπεται η απασχόληση αυτών), οφείλει να εντοπίζει, να εκτιμά και να αξιολογεί τους κινδύνους στον χώρο εργασίας και να προβαίνει στη λήψη των κατάλληλων μέτρων πρόληψης και προστασίας.
Επισημαίνεται ο σημαντικός ρόλος του ιατρού εργασίας (υποχρεωτικά σε επιχειρήσεις που απασχολούν πάνω από 50 εργαζόμενους) μέσω της παροχής υποδείξεων και συμβουλών στον εργοδότη, στους εργαζομένους και στους εκπροσώπους τους σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται για τη σωματική και ψυχική υγεία των εργαζομένων.
Εν μέσω πανδημίας, που –παρά τα καλά υγειονομικά αποτελέσματα ιδίως στη χώρα μας– δεν έχει παρέλθει, η ανάγκη τήρησης μέτρων υγειονομικής προστασίας στην επιχείρηση και σχολαστικού ελέγχου της υγείας του προσωπικού είναι επιτακτική όσο ποτέ. Ειδικότερα, τα ειδικά μέτρα πρόληψης διακρίνονται σε τέσσερις κατηγορίες: α) οργανωτικά μέτρα, β) μέτρα ατομικής υγιεινής και μέσα ατομικής προστασίας, γ) περιβαλλοντικά μέτρα, δ) μέτρα παρακολούθησης της υγείας των εργαζομένων.
Προς αυτήν την κατεύθυνση το υπουργείο Εργασίας εξέδωσε πρόσφατα (4/5/2020) εγκύκλιο σε σχέση με τα μέτρα για την προστασία της υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων στους χώρους εργασίας και την πρόληψη της διάδοσης του κορονοϊού (SARS-COV-2) κατά την άρση των περιοριστικών μέτρων, προκειμένου αφενός να προστατευθεί η υγεία των εργαζομένων και του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου και αφετέρου να διασφαλισθεί η απρόσκοπτη λειτουργία των επιχειρήσεων.
Ο τόσο σημαντικός έλεγχος της υγείας των εργαζομένων, των επισκεπτών και προμηθευτών αλλά και των πελατών που επισκέπτονται τα καταστήματα μιας επιχείρησης επιφέρει μια μαζική επεξεργασία «προσωπικών δεδομένων ειδικών κατηγοριών», σύμφωνα με το Σύνταγμα και τον Ευρωπαϊκό Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων (GDPR).
Αν δεχτούμε ότι η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων ασθενών ή πιθανών ασθενών, η θερμομέτρηση, η λήψη ιατρικού ιστορικού και η παρακολούθηση της υγείας τους επί ημέρες εξυπηρετούν πράγματι έναν νόμιμο και θεμιτό σκοπό περιορισμού επέκτασης του Covid-19 στην ευρύτερη κοινότητα (λόγοι δημόσιας υγείας), οφείλουμε παράλληλα να θέσουμε και απολύτως ορισμένα όρια στην ευρύτατη αυτή επεξεργασία δεδομένων υγείας, τόσο κατ’ έκταση, όσο και κατά χρόνο.
Σε νομικό επίπεδο οφείλουμε να τονίσουμε την αυτονόητη υποχρέωση, εκ μέρους των κρατικών και ιδιωτικών οργανισμών, του σεβασμού του ιδιωτικού βίου και των προσωπικών δεδομένων του ανθρώπου ως θεμελιωδών δικαιωμάτων σε μια δημοκρατική κοινωνία. Η διεθνής πανδημία προκάλεσε και στη χώρα μας έναν πρωτοφανή, εν καιρώ ειρήνης και δημοκρατίας, περιορισμό ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, αλλά όχι την επ’ αόριστο παραίτηση από αυτά. Αντιθέτως, το θεμελιώδες δικαίωμα στον σεβασμό του ιδιωτικού βίου και των προσωπικών δεδομένων του ανθρώπου δοκιμάζεται έντονα λόγω των τεχνολογικών εφαρμογών και πρέπει να τύχει ιδιαίτερης προστασίας.
Η ισορροπία που οφείλει να τηρήσει ασφαλώς η επιχείρηση δεν είναι άλλη από τον έλεγχο της υγείας του προσωπικού και των επισκεπτών για λόγους δημόσιας υγείας, αλλά πάντοτε στο αναγκαίο μέτρο, χωρίς υπερβολές, χωρίς καταχρήσεις, χωρίς επεξεργασία προσωπικών δεδομένων υγείας για σκοπούς που δεν αφορούν την πανδημία.
Τα προσωπικά δεδομένα υγείας που συλλέγει κατ’ αρχήν νόμιμα ο εργοδότης αφορούν αποκλειστικά τον σκοπό της υγειονομικής προστασίας και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν χρησιμοποιηθούν για άλλους σκοπούς, όπως η αξιολόγηση του προσωπικού ή η διακοπή της εργασιακής σχέσης για λόγους υγείας.
Επίσης, η συλλογή και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων υγείας του προσωπικού και των επισκεπτών μιας επιχείρησης επιβάλλεται ιδίως από τον GDPR να περιορίζεται στα απολύτως απαραίτητα δεδομένα, στον απολύτως απαραίτητο χρόνο, σύμφωνα με την συνταγματική αρχή της αναλογικότητας και με σεβασμό στο ιατρικό απόρρητο και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια ως θεμελιώδεις αρχές του δικαίου της υγείας.
Συνεπώς, ο έλεγχος και η ελάχιστη καταγραφή δεδομένων υγείας πρέπει να γίνεται από κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό που γνωρίζει και σέβεται τους σχετικούς κανόνες, η δε εξέταση να διενεργείται χωρίς να εκθέτει τον εξεταζόμενο σε ευρύτερο κύκλο προσώπων. Έτσι μειώνεται ο κίνδυνος παραβίασης της νομοθεσίας περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων και του ιατρικού απορρήτου εν μέσω πανδημίας και επιτυγχάνεται τόσο η διαφύλαξη της δημόσιας υγείας, όσο και η προστασία των προσωπικών δεδομένων του ατόμου.