Χρ. Μπότζιος: Ελλάδα – ΕΕ – Βαλκάνια: Η πανδημία ενώνει ή απομονώνει;

Χρ. Μπότζιος: Ελλάδα – ΕΕ – Βαλκάνια: Η πανδημία ενώνει ή απομονώνει;


Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.


Eντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι από την εμφάνιση της πανδημίας του κορονοϊού στην Ευρώπη και στη χώρα μας ελάχιστη αναφορά γίνεται στα συμβαίνοντα στις όμορες και γειτονικές βαλκανικές χώρες. Το ενδιαφέρον των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης (ΜΜΕ) όπως και των κυβερνητικών εκπροσώπων επικεντρώνεται στις χώρες της Κεντρικής και Νοτιοδυτικής Ευρώπης (Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία, Ολλανδία κ.λπ.), με συ­γκριτικές αναφορές στον αριθμό κρουσμάτων και θυμάτων από τη νόσο.

Τελευταίως ευρεία αναφορά γίνεται και στις ΗΠΑ, με ανταποκρίσεις και απαριθμήσεις των δυσμενών στοιχείων που αφορούν τη νόσο του κορονοϊού στη μεγάλη αυτή χώρα. Σε αντίθεση, ελάχιστη αναφορά ή μόνο παρε­μπιπτόντως γίνεται στις όμορες και γειτονικές χώρες, Αλβανία, Βόρεια Μακεδονία, Βουλγαρία και επέκεινα στη Σερβία και τη Ρουμανία, το Μαυροβούνιο κ.λπ.

Είναι λογικό, παρατηρούν, σε όσους ασκούν κριτική, η σύγκριση να γίνεται με τις δυτικές κοινοτικές χώρες. Η Ελλάδα, υπογραμμίζουν, έχει, σε σύγκριση με τις άλλες βαλκανικές χώρες, μεγαλύτερη κινητικότητα σε μετακινούμενους εντός της ΕΕ, είτε πρόκειται για Έλληνες που επιστρέφουν από το εξωτερικό είτε για αλλοδαπούς που ζουν και δραστηριοποιούνται στη χώρα μας και γυρίζουν πίσω στις πατρίδες τους. Άλλοι, πλέον δύσπιστοι, αποδίδουν τη σχεδόν αγνόηση των όμορων γειτονικών βαλκανικών χωρών καθαρά σε σκοπιμότητες.

Η σύγκριση, υποστηρίζουν, με τις χώρες της Κεντρικής και Νοτιοδυτικής Ευρώπης όσον αφορά των αριθμό κρουσμάτων και θανάτων ευνοεί την Ελλάδα, ενώ αν γινόταν σε σχέση με τις βαλκανικές, πιθανόν θα κατέληγε σε άλλα συμπεράσματα, που θα δημιουργούσαν άλλες εντυπώσεις. Ανεξάρτητα, πάντως, από το ποια από τις δύο ερμηνείες πλησιάζει περισσότερο προς την αλήθεια, γεγονός παραμένει ότι η χώρα μας έχει εισπράξει πολλά εύσημα τόσο για τον μικρό αριθμό κρουσμάτων και θυμάτων από την πανδημία, όσο και για τα μέτρα που ελήφθησαν για τον περιορισμό της μεταδοτικότητας της νόσου.

Υπάρχουν όμως αλήθειες που δεν μπορούν να αγνοηθούν και πρέπει να προβληματίσουν. Αφορούν το ερώτημα για το αν η πανδημία του κορονοϊού αντιμετωπίσθηκε ως όφειλε είτε σε εθνική βάση είτε συλλογικά από τους αρμόδιους διεθνείς φορείς και κυρίως από την ΕΕ, που μας ενδιαφέρει περισσότερο. Αναμφισβήτητα ναι.

Η μολυσματική νόσος του κορονοϊού εμφανίστηκε σε επαρχία της Κίνας γύρω στα τέλη του περασμένου έτους και κάθε χώρα αφέθηκε να αποφασίσει χωριστά σύμφωνα με τις ιδιαιτερότητες και τα ειδικά εθνικά της συμφέροντα. Υπήρχε χρόνος για διαβουλεύσεις, ενώ μεταδίδονταν σκηνές από έρημες πόλεις, μασκοφορεμένους πολίτες κ.λπ., ωστόσο ο υπόλοιπος κόσμος παρακολουθούσε ελπίζοντας ότι η επιδημία θα περιοριζόταν μόνο στην Κίνα.

Υπάρχουν βέβαια και εκείνοι που υποστηρίζουν ότι πίσω από την καθυστέρηση στη λήψη έγκαιρων μέτρων κρύβονταν και πολιτικές σκοπιμότητες, που συνοδεύο­νταν και από υπαινιγμούς ή και κατηγορίες ότι ο ιός ήταν δημιούργημα κινεζικών μικροβιολογικών εργαστηρίων, που ξέφυγε από τον έλεγχο των κινέζων επιστημόνων.

Στόχος, ασφαλώς, η ενοχοποίηση του Πεκίνου, που πρέπει να απολογηθεί ενώπιον της παγκόσμιας κοινότητας. Μέχρι στιγμής οι κατηγορίες δεν έχουν επιβεβαιωθεί από επιστημονικούς φορείς, ούτε συγκεκριμενοποιηθεί ή εγερθεί επισήμως ενώπιον διεθνών οργανισμών.

Το ανησυχητικό και επιλήψιμο στοιχείο στην αντιμετώπιση της πανδημίας της νόσου του κορονοϊού είναι η παρατηρούμενη έλλειψη συντονισμένης και συλλογικής αντιμετώπισής της με τη λήψη κοινών μέτρων πρόληψης και καταπολέμησης. Και αυτό ισχύει και για την ΕΕ, η οποία διαθέτει τα κατάλληλα θεσμικά όργανα και μηχανισμούς για ουσιαστική παρέμβαση και παροχή συγκεκριμένων οδηγιών προς τα κράτη-μέλη.

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (ΕΣ), που αποτελεί το ύψιστο κοινοτικό όργανο για την λήψη αποφάσεων, ασχολήθηκε, βέβαια, επανειλημμένα με την αντιμετώπιση της πανδημίας, αλλά περισσότερο με τις οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις, με πρόνοιες ενίσχυσης των κρατών-μελών από τα αρμόδια κοινοτικά ταμεία. Προστέθηκαν και πρόνοιες για οικονομικές ενισχύσεις για υγειονομικούς σκοπούς, την έρευνα, την παραγωγή εμβολίων και συναφείς ανάγκες.

Όμως τα μέτρα πρόληψης και ελέγχου μετάδοσης και αντιμετώπισης της νόσου αφέθηκαν στις πρωτοβουλίες και την αποκλειστικότητα των κρατών-μελών. Έτσι ο ευρωπαίος πολίτης διερωτάται γιατί, π.χ., η Σουηδία δεν κλείνει τα σχολεία, δεν περιορίζει τη διακίνηση προσώπων και πραγμάτων, επιτρέπει τη λειτουργία κέντρων αναψυχής κ.ά., ενώ σε άλλες χώρες-μέλη μπορεί να συμβαίνουν τα αντίθετα; Βέβαια κάθε χώρα έχει τις ιδιαιτερότητές της, στις οποίες μεγάλως επιδρά και η γεωγραφία αλλά και η νοοτροπία των πολιτών της.

Ποιο όμως είναι το όφελος όταν μία χώρα-μέλος λαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα κατά της μεταδοτικότητας του ιού και άλλες όχι; Τα ερωτηματικά για την έλλειψη μιας κοινής και συλλογικής α­ντιμετώπισης της πανδημίας γίνονται πιο εύλογα αν συγκριθούν με άλλες καταστάσεις, λιγότερο επώδυνες, όπως η αντιμετώπιση του Προσφυγικού – Μεταναστευτικού, που η ΕΕ επέβαλε μέτρα γενικού χαρακτήρα αλλά και πλέον επιβαρυντικά για τις χώρες εισόδου.

Ουδείς, ασφαλώς, αγνοεί ότι η ΕΕ είναι μία ατελής ένωση, που απέχει ακόμα πολύ από το όραμα των ιδρυτών της για μια πραγματική ένωση, με σύγκλιση των οικονομιών, αλληλεγγύη μεταξύ των χωρών-μελών, κοινωνική συνοχή κ.λπ. Η πανδημία του κορονοϊού και η έλλειψη κοινών βασικών μέτρων αντιμετώπισής της καταδεικνύει τις αδυναμίες της ΕΕ, ενώ δίνεται η εντύπωση ότι αντί να ενώνει τις χώρες-μέλη και τους πολίτες της, τους διαφοροποιεί και τους ωθεί σε απομόνωση.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ