Προγράμματα εξόδου από την κρίση με κόστος για τη μεσαία τάξη και τους εργαζομένους
Του
ΓΙΑΝΝΗ ΜΠΡΑΧΟΥ
Οικονομολόγου (Msc, PhD Econ) – πρώην Γενικού
Γραμματέα Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων
υπουργείου Εξωτερικών
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις επενδυτικών οίκων, η ανάκαμψη της αμερικανικής οικονομίας το τρίτο τρίμηνο του 2020 σε σχήμα V είναι μη ρεαλιστικό σενάριο. Το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) των ΗΠΑ θα είναι στο επίπεδο που ήταν πριν από την πανδημία (31/1/2020), σύμφωνα με τις ίδιες εκτιμήσεις, σε τέσσερα χρόνια από σήμερα.
Αν αυτό ισχύει για την αμερικανική οικονομία, μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε την κατ’ αναλογία πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας, η οποία υστερεί σε ταχύτητα προσαρμογής σε σύγκριση με την αμερικανική. Η ελληνική οικονομία, που αντιπροσωπεύει μόλις το 1,5% της ευρωπαϊκής οικονομίας, δεν μπορεί να αποτελέσει εξαίρεση της γενικής τάσης, παρά τις περί του αντιθέτου κυβερνητικές διαβεβαιώσεις.
Οι αποφάσεις των νομισματικών αρχών στις ΗΠΑ (η FED διατήρησε το σχεδόν μηδενικό επιτόκιο) και στην ΕΕ δεν επαρκούν για την αναθέρμανση της πραγματικής οικονομίας. Η διοχέτευση της ρευστότητας ενισχύει τους δείκτες των διεθνών χρηματιστηρίων, χωρίς να μεταδίδεται στην υπόλοιπη οικονομία, όπως στην κρίση του 2009.
Η δημοσιονομική πολιτική των ΗΠΑ περιορίζεται στις φορολογικές εκπτώσεις και στην τόνωση της κατανάλωσης, ενώ ανάλογη πολιτική, με σημαντικές διαφοροποιήσεις στα κονδύλια, λόγω διαφορετικού δημοσίου χρέους των χωρών, ακολουθείται από τις χώρες της ΕΕ. Η δημοσιονομική παρέμβαση της ΕΕ είναι αναιμική, υπακούοντας στο δόγμα του «ηθικού κινδύνου».
Είναι πολύ νωρίς να αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων αντιμετώπισης της κρίσης, αλλά οι πρώτες ενδείξεις συγκλίνουν σε ανεπαρκή δημοσιονομική παρέμβαση και λανθασμένη κατεύθυνση, με απρόβλεπτες συνέπειες.
Οι νομισματικές αρχές των G7 δημιουργούν με την ακολουθούμενη νομισματική πολιτική «κοινωνικοποίησης» του πιστωτικού κινδύνου ένα νέου τύπου «ηθικό κίνδυνο» του χρηματοπιστωτικού τομέα, δηλαδή φούσκα πάνω στη φούσκα. Η πορεία της ανάκαμψης της διεθνούς οικονομίας θα είναι απογοητευτική για τους παρακάτω λόγους:
Πρώτον, το τέλος της περιόδου του lockdown δεν είναι οριστικό. Οι περιορισμοί αίρονται σταδιακά, με τους ειδικούς στον τομέα της υγείας να προβλέπουν μεγάλη πιθανότητα μελλοντικών κυμάτων επιμολύνσεων.
Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες, οι χώρες ενδέχεται να υποχρεωθούν σε κυλιόμενες περιόδους lockdown έως το 2022.
Δεύτερον, η ανεργία θα παραμείνει υψηλή. Πιθανότατα, η ανεργία σε ευρωπαϊκό επίπεδο να κινηθεί σε υψηλό διψήφιο επίπεδο και στη χώρα μας να αγγίξει το 30% το 2020. Υπενθυμίζεται ότι η αμερικανική και ευρωπαϊκή οικονομία χρειάστηκαν περίπου δέκα χρόνια ώστε να επιστρέψει το ποσοστό ανεργίας στα επίπεδα πριν από την κρίση του 2009. Αυτήν τη φορά το σοκ στην αγορά εργασίας εκτιμάται ότι θα είναι τριπλάσιο. Αυτοί που θα πληγούν εντονότερα είναι οι νέοι με ωρομίσθιο καθεστώς απασχόλησης και θα υπάρξει σημαντική μείωση στην κατανάλωση των εργαζομένων και της μεσαίας τάξης στη χώρα μας.
Ως αποτέλεσμα της κρίσης, η διαταραχή των εταιρικών ταμειακών ροών θα διαπεράσει και θα ανακάμψει άνισα. Θα υπάρξουν περιορισμένα θετικά αποτελέσματα στην πίστωση, καθώς οι εταιρείες ενθαρρύνονται να συσσωρεύουν περισσότερο χρέος στα ήδη υψηλά επίπεδα χρέους τους. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα ορισμένες εταιρείες να ανακάμψουν άνισα σε σχέση με άλλες, ανάλογα με την πιστωτική τους έκθεση, διακόπτοντας την πορεία ανάκαμψης της οικονομίας.
Πολλές εταιρείες είναι ευάλωτες σε ζημίες στην παρούσα φάση του οικονομικού κύκλου, καθώς αξιοποίησαν τα υψηλά επίπεδα μόχλευσης, ως αποτέλεσμα της πολιτικής χαμηλών επιτοκίων την τελευταία δεκαετία. Οι αγορές της FED και των λοιπών κεντρικών τραπεζών των G7 δεν μετατρέπουν το «κακό» χρέος σε «καλό» χρέος.
Οι κεντρικές τράπεζες των G7 δημιούργησαν ένα νέο προηγούμενο στην αγορά και δεν θα μπορέσουν ποτέ να επανέλθουν σε αυτό που θεωρήθηκε κανονικό πριν από την 9η Απριλίου. Όπως δείχνουν τα στοιχεία, ο ισολογισμός της FED έχει επεκταθεί από 4,5 τρισ. δολάρια σε 6,6 τρισ. δολάρια μέσα σε έναν μήνα και οι υπόλοιπες κεντρικές τράπεζες των G7 αγόρασαν χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία 1,4 τρισ. δολαρίων τον Μάρτιο. Οι παρεμβάσεις αυτές αντιπροσωπεύουν σχεδόν πέντε φορές τις παρεμβάσεις που έγιναν τον Απρίλιο του 2009.
Αυτή η άνευ προηγουμένου πιστωτική επέκταση θα έχει μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στη διεθνή οικονομία. Οι κεντρικές τράπεζες δημιούργησαν ουσιαστικά τον νέο ηθικό κίνδυνο «κοινωνικοποιώντας» τον πιστωτικό κίνδυνο.
Ως απότοκο της πολιτικής διεύρυνσης της ανισότητας του εισοδήματος και του πλούτου θα αναδειχθούν κοινωνικές αντιδράσεις με αίτημα την ενίσχυση της κοινωνικής προστασίας. Για την αποτελεσματική έξοδο από την κρίση οι κυβερνήσεις θα πρέπει να υιοθετήσουν ταυτόχρονα μεταρρυθμίσεις στην οικονομία για την αποκατάσταση της ανάπτυξης, με την αντιμετώπιση της ανισότητας και την ενίσχυση των κοινωνικών δαπανών.
Τα δημοσιονομικά και νομισματικά προγράμματα που τίθενται σε εφαρμογή επαναπροσδιορίζουν ριζικά τον τρόπο με τον οποίο οι κυβερνήσεις αλληλοεπιδρούν με επιχειρήσεις και εργαζομένους. Η κυβέρνηση στη χώρα μας αντιμετωπίζει την οικονομική κρίση με copy-paste πολιτικών από τη διεθνή εμπειρία, εκθέτοντας την οικονομία και την κοινωνία σε μεγαλύτερο κίνδυνο, αποφεύγοντας την αντιμετώπιση του προβλήματος ρευστότητας των επιχειρήσεων και των «κόκκινων» δανείων, προωθώντας εργασιακό Μεσαίωνα.