Η κρίση, η Ευρωπαϊκή Ένωση, ο κ. Μητσοτάκης και η κληρονομιά του Herbert Hoover

Η κρίση, η Ευρωπαϊκή Ένωση, ο κ. Μητσοτάκης και η κληρονομιά του Herbert Hoover


Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών


Herbert Hoover: Πρόεδρος των ΗΠΑ από το 1929 έως το 1933. Οπαδός της «μικρής κυβέρνησης» και της ελεύθερης αγοράς. Οι πολιτικές του όχι μόνο απέτυχαν να αντιμετωπίσουν τη Μεγάλη Ύφεση, αλλά για πολλούς την επιδείνωσαν.

Την Τρίτη, 28/4, η εφημερίδα «Τα Νέα» βγήκε με τίτλο «Μισό ωράριο, όλος ο μισθός» και ο υπέρτιτλος έγραφε «Με κρατική επιδότηση». Δύο μέρες αργότερα (Πέμπτη 30/4) ο πρωθυπουργός επιβεβαίωσε, εμμέσως πλην σαφώς, το ρεπορτάζ στη Βουλή, στην προ ημερησίας διάταξης συζήτηση που προκάλεσε.

Πίσω από τους βαρύγδουπους τίτλους βρίσκεται το πρόγραμμα «SURE» της ΕΕ. Είναι ένα πρόγραμμα επιδότησης της μισθοδοσίας των επιχειρήσεων με σκοπό το «μοίρασμα μιας θέσης εργασίας σε περισσότερους του ενός εργαζόμενους» (work sharing). Το work sharing και η επιδότηση της μισθοδοσίας είναι η βασική πολιτική αντιμετώπισης της κρίσης σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης και την έχουν υιοθετήσει η ΝΔ αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ.

Το «SURE» είναι ένα πρόγραμμα δανείων, από την Κομισιόν προς τις χώρες-μέλη, συνολικού ύψους 100 δισ. ευρώ. Στη συνέχεια τα χρήματα θα δοθούν σε επιχειρήσεις που έχουν πληγεί από την πανδημία για να καλύψουν τη διαφορά ανάμεσα στον μισθό μερικής απασχόλησης των εργαζομένων και σε εκείνον που λάμβαναν ως πλήρους απασχόλησης. Έτσι υποτίθεται δεν θα γίνουν απολύσεις και οι εργαζόμενοι θα αμείβονται όπως πριν.

Η αναλογία της Ελλάδας σε αυτό το πρόγραμμα είναι 1,5 δισ. περίπου, αφού το ΑΕΠ της χώρας είναι περίπου το 1,5% του ΑΕΠ της Ένωσης. Όπως είναι προφανές, αυτό το ποσό δεν μπορεί να υποστηρίξει τη μισθοδοσία των επιχειρήσεων για μεγάλο διάστημα. Επιπλέον, η σύναψη από την Ελλάδα νέων δανείων, που συνοδεύονται από μνημονιακούς όρους, δεν έχει να προσφέρει και πολλά σε επίπεδο οικονομικής πολιτικής, πέρα από μια βραχυχρόνια στήριξη της κατανάλωσης.

Γεννιέται λοιπόν το ερώτημα: Ποιος είναι ο λόγος που προκρίνονται αυτές οι πολιτικές; Προφανώς ή περεταίρω ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και εντέλει ο περιορισμός του μεριδίου των μισθών στο ΑΕΠ. Είναι μια παλιά πολιτική του συστήματος, που πηγαίνει πίσω στην κρίση του 1929 και τον τότε Πρόεδρο των ΗΠΑ Herbert Hoover. Σε εκείνη την εκδοχή τα αποτελέσματα ήταν καταστροφικά, η όποια ενίσχυση της κατανάλωσης εξανεμίσθηκε, όπως συνέβη και με τις φοροαπαλλαγές, που ήταν ο δεύτερος πυλώνας της πολιτικής Hoover. Ακολούθησε, όπως ξέρουμε, η εγκατάλειψή της και η εφαρμογή του New Deal από τον Ρούσβελτ.

Όμως η ιδέα δεν εγκαταλείφθηκε, επανήλθε στην κρίση του 1970, για να υιοθετηθεί επίσημα από το γραφείο εργασίας των ΗΠΑ το 1984. Η λογική ήταν ότι σε περιόδους κρίσης ή / και χαμηλής οικονομικής ανάπτυξης αυτό το μέτρο ανακουφίζει την ανεργία. Την περίοδο του νεοφιλελευθερισμού (1981 – 2020) οι πολιτικές της μερικής και της ελαστικής απασχόλησης ήταν το βασικό όχημα της μείωσης του μεριδίου των μισθών. Με άλλα λόγια, όταν η κρίση περάσει, τα μέτρα παραμένουν για να κρατούν τους μισθούς χαμηλά. Ήδη από την πλευρά του ΣΕΒ υπάρχουν προτάσεις πλήρους ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων, που βρίσκουν «ευηκόον ους» στην κυβέρνηση.

Στις σημερινές συνθήκες, η επαναφορά της πολιτικής Hoover, όσον αφορά το σκέλος της απασχόλησης και των φοροαπαλλαγών, έχει και άλλες προεκτάσεις. Κυρίαρχοι κύκλοι, κυρίως στη Γερμανία, την προκρίνουν βασισμένοι στην εκτίμηση ότι η κρίση οφείλεται αποκλειστικά στην πανδημία. Για τον λόγο αυτό, συνεχίζουν οι ί­διοι κύκλοι, παρόλο που θα είναι έντονη, θα είναι σύντομη και θα ακολουθήσει ένα ισχυρό αναπτυξιακό ριμπάουντ. Έτσι, αυτό που προέχει είναι η επιδότηση των επιχειρήσεων ώστε να μην καταρρεύσει ο παραγωγικός ιστός μέχρι να παρέλθει η κρίση. Αυτήν τη λογική επικαλείται μερικές φορές και ο κ. Σταϊκούρας, όταν λέει ότι θα κάνουμε λογαριασμό όταν η κρίση θα έχει τελειώσει.

Όπως και το 1929, έτσι και τώρα, είναι μια καταστροφική πολιτική. Παραγνωρίζει ότι στον καπιταλισμό τα προσδοκώμενα κέρδη καθορίζουν τις επενδύσεις και στον παρόντα χρόνο τέτοιες προσδοκίες δεν υπάρχουν. Άρα η αντιμετώπιση της κρίσης θα πρέπει να οργανωθεί σε άλλη βάση και αυτή είναι οι άμεσες κρατικές επενδύσεις, που καλύπτουν κοινωνικές ανάγκες και δημιουργούν θέσεις εργασίας.

Η όποια πολιτική πριμοδότησης της κατανάλωσης το μόνο που θα κάνει είναι να βολέψει επιχειρηματίες και τραπεζίτες, δημιουργώντας νέα χρέη για την κοινωνία. Η εμπειρία της τελευταίας δεκαετίας, όπου το δημόσιο χρέος εκτοξεύτηκε για να καλύψει ιδιωτικές ζημιές, ενώ η κρίση παρέμεινε, είναι η καλύτερη απόδειξη. Από τη σκοπιά αυτή λοιπόν ο αγώνας των εργαζομένων για σταθερές εργασιακές σχέσεις είναι και αγώνας για το ξεπέρασμα της κρίσης με διαφορετικό κοινωνικό και ταξικό πρόσημο φυσικά.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ