Ζητούμενο η προστασία της κύριας κατοικίας
Του
ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΠΥΡΑΚΟΥ
Διδάκτορος Νομικής – Δικηγόρου,
πρώην Γενικού Γραμματέα Καταναλωτή
Η προστασία της κύριας κατοικίας είναι θεμελιώδης προϋπόθεση για τη διαφύλαξη της κοινωνικής συνοχής. Σε εξαιρετικά δυσχερείς συνθήκες στηρίζει τους όρους διαβίωσης των νοικοκυριών, αποτρέπει την περιθωριοποίησή τους και διασφαλίζει τη συμμετοχή τους στις προσπάθειες για επανεκκίνηση της οικονομίας. Αναγκαία είναι, λοιπόν, όσο ποτέ άλλοτε, η προστασία της κύριας κατοικίας.
Η αναγγελθείσα παράταση του ν. 4605/2019 (της λειτουργίας της πλατφόρμας για τη ρύθμιση ενυπόθηκων δανείων) για ένα τρίμηνο είναι ασήμαντη συμβολή προς αυτήν την κατεύθυνση. Ένα έτος μετά την εισαγωγή του ο νόμος αυτός έχει διαψεύσει και τραγικά απογοητεύσει τις προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν με την εισαγωγή του. Παρά την επίσημη προπαγάνδισή του ως «νέου νόμου Κατσέλη» ελάχιστοι τελικά επωφελήθηκαν από αυτόν. Οι ίδιες οι τράπεζες υπονόμευσαν την εφαρμογή του, αφού σε πολλές περιπτώσεις δεν προέβαιναν καν στη διατύπωση πρότασης με τα κριτήρια του νόμου.
Είναι φανερό ότι ο ν. 4605/2019, προκειμένου να αναπτύξει, έστω την ύστατη στιγμή, μια υποτυπώδη συμβολή στην αντιμετώπιση του προβλήματος, χρειάζεται τρεις τουλάχιστον αλλαγές: Πρώτον, να αμβλυνθούν τα πολλά κριτήρια αποκλεισμού, δεύτερον, να καλυφθούν οι πρόσφατες ληξιπρόθεσμες οφειλές και όχι να μείνουμε σε αυτές της 31/12/2018 και, τρίτον, να καταστεί δεσμευτική η ρύθμιση, ήδη στην πλατφόρμα, εφόσον ο οφειλέτης εκπληρώνει τα κριτήρια. Δίχως τις αλλαγές αυτές η αναφορά περί παράτασης της προστασίας είναι μάλλον λοιδορία απέναντι στον μεγάλο αριθμό δανειοληπτών που την έχουν ανάγκη και αποκλείονται από αυτή.
Η προστασία της κύριας κατοικίας εξακολουθεί σήμερα να είναι ζητούμενο. Ήδη η σχετική συζήτηση αναζωπυρώνεται στο πλαίσιο της επικείμενης μεταρρύθμισης του πτωχευτικού δικαίου. Η δε Ένωση Δικαίου Προστασίας Καταναλωτή κατέθεσε στον δημόσιο διάλογο την «πρόταση νόμου για την αντιμετώπιση της αφερεγγυότητας των φυσικών προσώπων και την προστασία της κύριας κατοικίας». Στην αιτιολογική έκθεση που τη συνοδεύει θεμελιώνει την πρότασή της με βάση διεθνή παραδείγματα και σε σύμπνοια με την ενωσιακή νομοθεσία.
Εκείνο το οποίο όμως αξίζει να επισημανθεί εν προκειμένω είναι ότι τα φυσικά πρόσωπα, τα νοικοκυριά, σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν ως μη βιώσιμες επιχειρήσεις. Η επιλογή της βίαιης ρευστοποίησης των περιουσιακών τους στοιχείων, συμπεριλαμβανομένης και της κατοικίας τους, όπως προωθείται, μόνο θα επιτείνει τα προσωπικά, οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα. Η αποτελεσματική παροχή μιας δεύτερης ευκαιρίας στα υπερχρεωμένα νοικοκυριά προϋποθέτει τη διασφάλιση μιας αξιοπρεπούς αφετηρίας.
Η προστασία της κύριας κατοικίας μπορεί, όπως καταδεικνύει η πρόταση της ΕΔΙΠΚΑ, να οργανωθεί κατά τρόπο που δεν θίγει στο ελάχιστο τα συμφέροντα των πιστωτών. Ασφαλώς, μια πολιτική προστασίας της κύριας κατοικίας δεν εξαντλείται στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης του πτωχευτικού δικαίου. Η τελευταία είναι προϋπόθεση για να αποδώσουν άλλες πολιτικές.
Δεν μπορεί να αγνοεί κανείς την πραγματικότητα της αδυναμίας και των δυσχερειών που έχουν περιέλθει τα νοικοκυριά στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους. Πραγματικότητα την οποία επιδεινώνουν ακόμη πιο ακραία οι συνέπειες από την απειλή της δημόσιας υγείας. Σε αυτή μάλιστα τη συγκυρία δεν μπορεί να είναι κυρίαρχη πολιτική τα δάνεια, από τα οποία επιχειρήσεις και καταναλωτές έχουν εξαρτήσει τις συνθήκες ύπαρξής τους, να πωλούνται απαξιωμένα σε κερδοσκοπικά funds. Αυτό που χρειάζεται είναι πολιτικές και μηχανισμοί για τη ρεαλιστική ρύθμιση των δανείων.