Η παραπομπή της ανάκαμψης στον Προϋπολογισμό, η δημιουργική λογιστική της Κομισιόν και η άνοδος του Euribor

Η παραπομπή της ανάκαμψης στον Προϋπολογισμό, η δημιουργική λογιστική της Κομισιόν και η άνοδος του Euribor


Του
ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ


Στο πρόσφατο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο η Γερμανία επεδίωξε μια συμφωνία για την ένταξη του Ταμείου Ανάκαμψης στον επόμενο Προϋπολογισμό της Ένωσης. Στόχος της είναι να εκτρέψει τη συζήτηση από την έκδοση κοινού χρέους (ευρωομόλογα) από ένα αυτόνομο εργαλείο.

Σε προηγούμενες περιόδους δεν θα υπήρχε πρόβλημα αποδοχής της γερμανικής άποψης, όπως έδειξαν τα χρόνια που ακολούθησαν την υιοθέτηση του ευρώ. Το ίδιο έγινε και την περίοδο της κρίσης και των Μνημονίων. Σήμερα, όμως, η γερμανική άποψη συναντά ισχυρές αντιστάσεις, καθώς οι υπερχρεωμένες χώρες διυλίζουν τον κώνωπα, μετά την έλλειψη διάθεσης αλληλεγγύης από τις λεγόμενες «φειδωλές» χώρες της Βόρειας Ευρώπης. Η Ιταλία, μαζί με άλλα οκτώ κράτη της Ένωσης, μαζί και η Ελλάδα, έχουν τα­χθεί υπέρ των ευρωομολόγων για την αντιμετώπιση της κρίσης.

H πρόεδρος Φον ντερ Λάιεν, αναζητώντας τρόπο να προσπεράσει τις διαφορές που χωρίζουν τα στρατόπεδα, ετοίμασε, κατά την επιθυμία της Γερμανίας, ένα ασαφές σχέδιο ύψους 2 τρισ. ευρώ. Όμως, ο οδικός χάρτης που διένειμε δεν περιλάμβανε εξηγήσεις σχετικά με το ποσό, τους στόχους, το χρονοδιάγραμμα ή τη φύση των επενδύσεων.

Χαρακτηριστικό της έντασης που επικράτησε στο Συμβούλιο ήταν ότι ο πρόεδρος Μισέλ, μη θέλοντας να ρισκάρει την έκδοση κοινού ανακοινωθέντος μετά τις αποφασιστικές δηλώσεις του Κόντε και της ισπανίδας ΥΠΕΞ Γκονζάλεζ, περιορίστηκε στις δηλώσεις της προεδρίας, που δεν είναι δεσμευτικές.
Στο Συμβούλιο συμφωνήθηκε να επεξεργασθεί καλύτερα η Κομισιόν το σχέδιο και να το παρουσιάσει στις 6 Μαΐου. Παράλληλα, το δανειακό πακέτο των 540 δισ. του Eurogroup, που περιλαμβάνει και τα δάνεια του ESM, εγκρίθηκε και παραπέμφθηκε στα Κοινοβούλια βόρειων χωρών, όπως η Φινλανδία, η Γερμανία, η Ολλανδία κ.ο.κ, για έγκριση.

Με τον τρόπο αυτό παρακάμφθηκαν προσωρινά οι μεγάλες διαφορές που χωρίζουν τη μικρή ομάδα των σφιχτοχέρηδων, υπό τη Γερμανία, από τις υπόλοιπες χώρες. Οι λεπτομέρειες του σχεδίου θα αποσαφηνιστούν μέχρι τις αρχές Μαΐου –ή τελικά μέχρι τον Ιούνιο– καθώς η γερμανική προεδρία αρχίζει τον Ιούλιο. Υπάρχει θεωρητικά χρόνος για την έγκριση του Προϋπολογισμού μέχρι το τέλος του έτους, αλλά βέβαια απαιτείται και η έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, με τη χρονοβόρα διαδικασία συναπόφασης. Μια τέτοια εξέλιξη ισοδυναμεί με παραπομπή του προβλήματος της πιστοληπτικής φερεγγυότητας των υπερχρεωμένων χωρών στις ελληνικές καλένδες.

Η στρατηγική της Γερμανίας είναι σαφώς αποκλίνουσα από τις επιδιώξεις των χωρών του Νότου, που βρίσκονται σε ανάγκη. Ένα ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο, που έχει ξεφύγει από τα φώτα της δημοσιότητας, δίνει μια ένδειξη των γερμανικών ιδιοτελών προθέσεων. Την ίδια στιγμή που οι εννιά χώρες ζητούν ευρωομόλογα για προστασία από την άνοδο των επιτοκίων, η Γερμανία προωθεί σταθερά τη δική της προ-­
τεραιότητα: Η ανάκαμψη θα πρέπει να εστιάσει στην ενίσχυση της αυτονομίας της βιομηχανίας και την αναβάθμιση της εσωτερικής αγοράς.

Μια τέτοια στρατηγική είναι χρήσιμη, αλλά μακροχρόνια και αυτήν τη στιγμή παρακάμπτει το άμεσο πρόβλημα των υπερχρεωμένων χωρών, δηλαδή την εξασφάλιση φθηνού δανεισμού. Δημιουργούνται έτσι εύλογες ανησυχίες σχετικά με την πιθανότητα άμεσης λειτουργίας του Ταμείου Ανάκαμψης.

Ο υπουργός του Λουξεμβούργου Γκραμένια δήλωσε χαρακτηριστικά πως αν συνδέσουμε το Ταμείο Ανάκαμψης με τον Προϋπολογισμό που συζητάμε 18 μήνες, είναι ο καλύτερος τρόπος να θάψουμε το Ταμείο Ανάκαμψης, το οποίο θα πρέπει να αποφασισθεί πριν από το καλοκαίρι.

Σημειώνεται πως η έκτακτη σύνοδος για τον νέο Προϋπολογισμό, που έλαβε χώρα στα τέλη Φεβρουαρίου 2020, έληξε χωρίς συμφωνία, καθώς υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές προτεραιοτήτων. Γερμανία και Ολλανδία προσπαθούν να μεταφέρουν πόρους από τομείς όπως οι αγροτικές επιδοτήσεις, τα προγράμματα συνοχής και περιφερειακής ανάπτυξης προς τομείς όπως η καινοτομία, η ασφάλεια, η άμυνα και οι επενδύσεις για κλιματική αλλαγή και ψηφιοποίηση.

Ωστόσο, μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων της πανδημίας, οι χώρες που διαθέτουν περιορισμένο δημοσιονομικό χώρο θα αρχίσουν να πιέζονται.

Για τον λόγο αυτό αρκετά κράτη-μέλη συνεχίζουν να διαφωνούν με την πρόταση της Κομισιόν να αντλήσει χρέος με ενέχυρο τον επόμενο Προϋπολογισμό. Κάτι τέτοιο απαιτεί πρόσθετες εθνικές συνεισφορές, που στη σημερινή συγκυρία οι χώρες δεν είναι διατεθειμένες να καταβάλουν.

Επιπλέον, αν αποκλειστούν τα ευρωομόλογα, όπως είναι πιθανόν, παραμένουν μεγάλες διαφορές για το εάν η βοήθεια ανάκαμψης θα δοθεί με τη μορφή δανείων ή επιδοτήσεων. Η Ισπανία πρότεινε χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης με ομόλογα εις το διηνεκές (perpetual debts) και παροχή επιχορηγήσεων, α­ντί δανείων που θα μεγαλώσουν την υπερχρέωση.

Το σχέδιο Φον ντερ Λάιεν, που διέρρευσε, προβλέπει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα ενσωματώσει ένα Ταμείο Ανάκαμψης ύψους 300 δισ. ευρώ στον νέο Προϋπολογισμό, χωρίς να αναφέρει πώς προκύπτει το ποσό των 2 τρισ. ευρώ, ούτε ποια αύξηση των εθνικών συνεισφορών απαιτεί. Σκοπός είναι να δανεισθεί 320 δισ. ευρώ από τις κεφαλαιαγορές και να τα μοχλεύσει με τον ιδιαίτερα φιλόδοξο συντελεστή 10!

Στους κύκλους των Βρυξελλών η πρόταση θυμίζει το πάθημα της Κομισιόν με την πρωτοβουλία Γιούνκερ. Αυτή είχε στόχο την ενεργοποίηση επενδύσεων 315 δισ. ευρώ, με βάση 5 δισ. ευρώ από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και 16 δισ. ευρώ εγγυήσεις από τον Προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ενώ όμως η Κομισιόν δήλωσε ότι μέχρι τα τέλη του 2019 διατέθηκαν σε 1.100.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις επενδύσεις 458 δισ. ευρώ, το Ευρωπαϊκό Ελε­γκτικό Συνέδριο την εξέθεσε. Σε έκθεσή του απεφάνθη ότι πολλά από τα έργα θα είχαν χρηματοδοτηθεί ούτως ή άλλως και χωρίς παρέμβαση της Κομισιόν. Προσέθεσε μάλιστα πως σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν διογκωμένοι οι υπολογισμοί της Κομισιόν για το πόσες ήταν οι επιπλέον επενδύσεις τις οποίες προκάλεσε.

Μετά τις εξελίξεις αυτές το επιτόκιο της διατραπεζικής αγοράς Euribor σημείωσε άνοδο στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων τεσσάρων ετών. Αυτό σημαίνει ότι η Ιταλία και η Ισπανία ανα­γκάζονται ήδη να πληρώνουν περισσότερα για να δανειστούν από τους ευρωπαίους εταίρους τους.

Σημαίνει επίσης πως οι αγορές θα εξωθήσουν ανοδικά το κόστος δανεισμού των υπερχρεωμένων χωρών, εκτός αν η ΕΚΤ διευρύνει και πάλι τον αριθμό ομολόγων που αγοράζει.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ