Η δύσκολη απόφαση της μετάβασης από την αναστολή λειτουργίας στην επανέναρξη της σχολικής ζωής
Tου ΘΑΝΑΣΗ ΚΙΚΙΝΗ
Δασκάλου, Προέδρου της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας Ελλάδος
Είναι πολύ ζωηρή, εύλογα, τις τελευταίες μέρες, η συζήτηση σχετικά με το άνοιγμα των σχολείων έπειτα από το διάστημα, από τις 11 Μαρτίου, κατά το οποίο βρέθηκαν σε αναστολή λειτουργίας ώστε να αποφευχθεί η ραγδαία εξάπλωση του φονικού Covid-19.
Συζήτηση φορτισμένη με έντονη ανησυχία, αφού τα παιδιά είναι το απόλυτο κέντρο του ενδιαφέροντος των οικογενειών και του σχολείου, αλλά και έντονες αντιπαραθέσεις, φορτισμένες πολιτικά αρκετές φορές, στις οποίες, συχνά, εμπλέκονται αρκετοί αναρμόδιοι.
Είναι απαραίτητο, για να μη βρεθούμε για μια ακόμη φορά ως κοινωνία εκτός ελέγχου, να κάνουμε μια βασική παραδοχή. Μοιραία, το βάρος της δύσκολης εισήγησης πέφτει και πάλι στους ίδιους ανθρώπους, τους μετέχοντες στην Επιτροπή Επιστημόνων, των οποίων οι εισηγήσεις ήταν αυτές που οδήγησαν, με την τελική απόφαση βέβαια να ανήκει στην κυβέρνηση, στην αναστολή λειτουργίας, αλλά, το σημαντικότερο όλων, συνέβαλαν καθοριστικά στο να μη θρηνούμε και στην Ελλάδα χιλιάδες νεκρούς.
Οι εκπαιδευτικοί λειτουργοί της δημόσιας πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, όλο αυτό το χρονικό διάστημα της πρωτόγνωρης κατάστασης για το εκπαιδευτικό σύστημα, τους μαθητές και τις οικογένειές τους αλλά και τους ίδιους, πράττουν το αυτονόητο, με βάση το αίσθημα ευθύνης που τους διακρίνει. Κρατούν ζωντανή τη σχέση μαθητή –εκπαιδευτικού– γνώσης σε ένα νέο για την εκπαιδευτική πραγματικότητα περιβάλλον, αυτό της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης.
Σ’ αυτήν την τιτάνια προσπάθεια είχαν και έχουν να αντιπαλέψουν τις τεράστιες ελλείψεις σε ψηφιακές υποδομές, το πρόβλημα ότι πάρα πολλοί μαθητές δεν διαθέτουν τα μέσα (Η/Υ και πρόσβαση στο διαδίκτυο), αλλά, δυστυχώς πολύ συχνά, την επιδερμική – επικοινωνιακή αντιμετώπιση του ζητήματος από την πλευρά του υπουργείου Παιδείας. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που στην προσπάθεια να ξαναβρεί το σχολείο, όπως και το σύνολο της κοινωνίας, τον βηματισμό του μετά από δύο μήνες καραντίνας έχουμε, ως εκπαιδευτικοί, έντονη ανησυχία αλλά και επιφυλάξεις για τον βαθμό ανταπόκρισης της Πολιτείας στις αυξημένες ανάγκες που δημιουργεί αυτή η προσπάθεια.
Η εικόνα του σχολείου που έχουν δημιουργήσει οι πολιτικές υποβάθμισης του δημόσιου σχολείου, που εφαρμόζουν όλες οι κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια, πριν ακόμα από την οικονομική κρίση το εμφανίζει να μην έχει τους πόρους, το προσωπικό, εκπαιδευτικό και βοηθητικό καθώς και τις υποδομές που απαιτούνται ώστε αυτή η προσπάθεια να είναι, σίγουρα, επιτυχημένη.
Αυτός είναι ένας βασικός παράγοντας που, ως εκπαιδευτικοί της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, απαιτούμε από την Επιτροπή Επιστημόνων και φυσικά την ηγεσία του ΥΠΑΙΘ να λάβουν σοβαρά υπόψη, πριν προχωρήσουν στην απόφαση για το άνοιγμα ή μη νηπιαγωγείων και δημοτικών σχολείων, αφού εμπεριέχει:
♦ Την απόλυτη έλλειψη βασικού βοηθητικού προσωπικού που θα αναλάβει το σημαντικό έργο της τακτικής απολύμανσης των αιθουσών και των κοινόχρηστων χώρων κατά τη διάρκεια λειτουργίας του σχολείου αλλά και μετά τη λήξη του ημερήσιου προγράμματος. Εδώ αποδεικνύεται πόσο σοβαρές ήταν οι εκκλήσεις μας να στελεχωθεί το δημόσιο σχολείο με αυτό το προσωπικό (ειδικό βοηθητικό προσωπικό, σχολικοί νοσηλευτές, ικανός αριθμός προσωπικού καθαρισμού…).
♦ Την ανεπαρκή χρηματοδότηση των σχολικών μονάδων, που επιβάλλεται να μπορέσουν να εφοδιαστούν με όλα τα υλικά απολύμανσης και καθαριότητας, που είναι πολλαπλάσια αναγκαία αυτήν την πολύ κρίσιμη περίοδο.
♦ Την τραγική εικόνα στις μεταφορές των μαθητών των σχολείων της επαρχίας, όπου μεγάλος αριθμός θα βρεθεί να συνωστίζεται στα λεωφορεία που εκτελούν τα ανεπαρκέστατα (ακόμα και σε ομαλές συνθήκες) δρομολόγια μεταξύ των χωριών, μέχρι να φτάσουν στο σχολείο.
♦ Τις μικρές ή / και ακατάλληλες σχολικές αίθουσες που φιλοξενούν συνήθως, με απαράδεκτες συνθήκες, πάνω από 20 μαθητές και τώρα, με βάση την απόφαση, θα πρέπει να φιλοξενήσουν 15, κάτι το οποίο φαντάζει εξαιρετικά δύσκολο με την παράλληλη τήρηση όλων των απαραίτητων κανόνων υγιεινής και ασφάλειας.
♦ Τους ανεπαρκείς χώρους των προαυλίων όπου θα πρέπει οι μαθητές να μην έρχονται σε σωματική επαφή στα διαλείμματα και τους κοινόχρηστους χώρους υγιεινής που δεν καλύπτουν τις ανάγκες του μαθητικού πληθυσμού, ούτε υπό φυσιολογικές συνθήκες.
Πέρα από τα παραπάνω πάγια προβλήματα, στην παρούσα φάση θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη κάποιοι, επιπλέον, παράγοντες.
♦ Η δυσκολία τήρησης των εντολών να μη συνωστίζονται και να μην έρχονται σε επαφή οι μαθητές, λόγω της ηλικίας τους. Τα νήπια και τα παιδιά έχουν ανάγκη το ομαδικό παιχνίδι και την επαφή.
♦ Η πολύ πιθανή, αναγκαστικά λόγω και των νέων συνθηκών λειτουργίας, εμπλοκή των πολύτιμων για όλους μας γιαγιάδων και παππούδων κατά την προσέλευση, αποχώρηση στο σχολείο και παραμονή των μικρών μαθητών στο σπίτι.
♦ Η ένταξη πολλών εξ υμών, των εκπαιδευτικών, στις ευπαθείς ομάδες εξαιτίας του υψηλού μέσου όρου ηλικίας των εκπαιδευτικών (κάτι που προκαλούν οι μηδενικοί διορισμοί και τα υψηλά όρια συνταξιοδότησης).
♦ Η λάθος αντίληψη ότι η απόσταση μεταξύ εκπαιδευτικού – μαθητή μπορεί να είναι επαρκής. Στην ουσία δεν υπάρχει απόσταση μεταξύ τους. Τόσο στο νηπιαγωγείο, όσο και στο δημοτικό σχολείο οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να βρίσκονται κοντά στους μαθητές τους στο μεγαλύτερο μέρος του ημερήσιου προγράμματος.
Είναι, επομένως, πολλοί οι λόγοι που κάνουν αναγκαία την προσεκτικότερη εξέταση του ζητήματος από την Επιτροπή Επιστημόνων και την κυβέρνηση.
Αυτό που όλοι θα πρέπει να έχουν στο κέντρο της προσοχής τους είναι η υγεία των μαθητών μας, των εκπαιδευτικών και των οικογενειών.