Θοδώρα με λένε

Θοδώρα με λένε

Συγγραφέας 
Νίκος Καλομοίρης


«Πού πας, μωρή Θοδώρα;… Μωρή φωτιοκαμένη… Πάλι θες να ξεπορτίσεις. Μαζέψου, αναθεματισμένη! Θα σε σκίσω! Μωρή, στην τρυφερίτσα θα μου βγεις; Πουτάνα, μωρή, θα γίνεις, κακό χρόνο να ‘χεις!»
Όντως η Θοδώρα έβγαλε αληθινά τα λόγια της μάνας της. Ζωηρή, ατίθαση, ανεξάρτητη. Κάτω Παναγιά, Σμύρνη, Μυτιλήνη, Πειραιάς, Κοκκινιά οι μεγάλοι σταθμοί της ζωής της.

Ένα γλαφυρό μυθιστόρημα που αντανακλά τις κακουχίες και την αγωνία των Ελλήνων της Σμύρνης για επιβίωση από την καταστροφή της το 1922 και στις δεκαετίες που ακολούθησαν. Η συγκινητική ιστορία μιας Σμυρνιάς η οποία, μέσα από τις πάμπολλες περιπέτειές της, και παρά το επάγγελμά της, μας χαρίζει μαθήματα ήθους, θάρρους  και ανθρωπιάς.

Απόσπασμα βιβλίου 

Μέρος Πρώτο

Κάτω Παναγιά – Τσεσμέ – Σμύρνη

«Πού πας, μωρή Θοδώρα; Μωρή φωτιοκαμένη; Πάλι θες να ξεπορτίσεις; Μαζέψου αναθεματισμένη! Θα σε σκίσω! Μωρή, στην τρυφερίτσα θα μου βγεις; Πουτάνα μωρή θα γίνεις, κακό χρόνο να ’χεις; Κάτσε μωρή διαβολεμένη να με βοηθήσεις που μου κόπηκαν τα νεφρά στη σκάφη. Ακαμάτρα, ίδιος ο πατέρας σου ο μπεκρούλιακας, φτου να μου χαθείς αχαΐρευτη.»
Μπροστά στην ξεχαρβαλωμένη αυλόπορτα άφριζε η Όρσα, έβριζε και μούντζωνε την Ντορούλα, που κουνώντας και λυγώντας το όμορφο και ζουμερό κορμί της, ανηφόριζε το καλντερίμι με το κεφάλι ψηλά σαν να μην έτρεχε τίποτα. Και τι την ένοιαζε η μάνα της; Πέρα από το να βράζει νερό στην αυλή μέσα στη μαυρισμένη βαρέλα, πέρα από το να ετοιμάζει την αλισίβα, πέρα από το να είναι όλη τη μέρα σκυμμένη πάνω από τη σκάφη πλένοντας τα ρούχα της γειτονιάς και όχι μόνο, τι άλλο ήξερε να κάνει;
Η Ντορούλα ήθελε να ζήσει τη ζωή της όπως γουστάριζε. Δεν ήθελε να καταντήσει σαν τη μάνα της, ήθελε να ξεφύγει από το φτωχομαχαλά της Κάτω Παναγιάς, να πάει στο Τσεσμέ, στη Σμύρνη, να αγοράσει ρούχα παρδαλά και μεγάλα καπέλα. Να σεργιανάει σα λατέρνα στολισμένη με τον Οσμάν πλάι της, να πίνει τα κρασιά της και να γλείφει ηδονικά το κουταλάκι από το γλυκό που θα έτρωγε στους καλούς καφενέδες της πλατείας κάτω από το μεγάλο ρολόι.
Αμ τι; Τη μάνα της θα άκουγε; Να γίνει σαν κι αυτήν; Όχι, κυρά μου, δε θα σου περάσει! μονολογούσε ανεβαίνοντας προς το κάστρο. Το μισό σχολείο έβγαλε η Ντορούλα, μια που έμαθε να γράφει και να διαβάζει, κι αυτά μισά. Δε σκάμπαζε τίποτα από άλλα μαθήματα. Καθόταν ο κώλος της κάτω να διαβάσει;
«Αφού δεν τα παίρνω τα γράμματα καλέ μαμά! Τι θες να κάνω; Εγώ φταίω πάλι και γι’ αυτό; Δε με παρατάς ήσυχη!» φώναζε στη μάνα της, η οποία επέμενε να τελειώσει το σχολείο, να γίνει άνθρωπος, να ξεστραβωθεί!
Φωτιά την έκαιγε την Όρσα, τη μάνα της, φωτιά που άναψε στα δώδεκά της χρόνια όταν ο πατέρας της, χήρος με πέντε ορφανά, γεωργός και πάμπτωχος, από κάποιο χωριό έξω από την Καππαδοκία, την έστειλε, σαν μεγαλύτερη απ’ όλα τα παιδιά, δουλάκι σε κάποιο σπίτι στη Σμύρνη.
Γλυκό ψωμί από τότε δεν έφαγε η Όρσα. Αξημέρωτα τη φώναζαν και την έστρωναν στη δουλειά. Μπακίρια να τρίψει, σκάλες να καθαρίσει, πατώματα να γυαλίσει, να βάλει πλύση, να καθαρίσει τον κήπο, να πάει και στ’ αμπέλια, δύο ώρες δρόμο και δύο να γυρίσει. Το βράδυ τής έστρωναν ένα στρωματάκι αχυρένιο κάτω απ’ τη σκάλα. Εκεί προσπαθούσε να ξεκουράσει το κορμάκι της και να ονειρευτεί το χωριό της που μοσχομύριζε την άνοιξη από τις ανθισμένες λεμονιές. Θυμόταν τη μανούλα της που έσβησε ήσυχα μια νύχτα από φθίση, τα αδερφάκια της τα μικρά, τη φίλη της τη Μαρίκα και τον κακομοίρη τον πατέρα της. Αυτή ήταν κι η μόνη της χαρά. Ελπίδες δεν είχε και όνειρα για το μέλλον δεν έκανε….

Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ


ΕΚΔΟΣΕΙΣ Anubis

Κατηγορία: Ελληνική Λογοτεχνία
ISBN: 978-960-623-187-2


Σχολιάστε εδώ