Νέμο 1, Το αγόρι χωρίς όνομα
Οι εκδόσεις Μίνωας παρουσιάζουν μια νέα επιτυχημένη παιδική τριλογία που ήδη κυκλοφορεί σε 7 χώρες.
Σε αυτά τα βιβλία τα παιδιά θα γνωρίσουν τις νεανικές περιπέτειες του Νέμο, του αγοριού
που έμελλε να γίνει ο θρυλικός καπετάνιος του Ναυτίλου στα μυθιστορήματα του Ιουλίου Βερν.
Δράση, περιπέτεια, μυστήριο που θα ενθουσιάσουν τους μικρούς αναγνώστες.
Το πρώτο βιβλίο της σειράς, που μόλις κυκλοφόρησε, είναι «Το αγόρι χωρίς όνομα».
Συγγραφέας
ΝΤΑΒΙΝΤΕ ΜΟΡΟΣΙΝΟΤΟ
Μεταφραστής
ΕΛΕΝΗ ΤΟΥΛΟΥΠΗ
Ευρώπη, 1829
Ένα αγόρι αποβιβάζεται στο λιμάνι της Χάβρης. Σκοπός του να φτάσει σε ένα κολέγιο στα περίχωρα του Παρισιού. Δεν είναι ένας μαθητής σαν όλους τους άλλους. Mοναχικός, σιωπηλός, κανείς δεν γνωρίζει το πραγματικό του όνομα. Όποιος θέλει να γίνει φίλος του μπορεί να τον φωνάζει απλώς Νέμο.
Στο κολέγιο βρίσκει δύο έμπιστους φίλους, την Άσλιν και τον Ντανιέλ, στους οποίους θα αποκαλύψει το μυστικό του. Ποια είναι η αποστολή που πρέπει να φέρει σε πέρας ο Νέμο; Γιατί έχασε το όνομά του; Οι τρεις φίλοι θα ξεκινήσουν μια μεγάλη περιπέτεια, που απαιτεί εφευρετικότητα, εμπιστοσύνη και πολύ θάρρος.
Απόσπασμα βιβλίου
ΕΝΑ
Η ΑΦΙΞΗ
Το αγόρι περίμενε στο λιμάνι της Χάβρης. Ήταν 28 Αυγούστου 1829 και τα πλοία με τα λευκά πανιά, που θύμιζαν φτερά γλάρου, σχημάτιζαν σκούρες κηλίδες στην ασημένια έκταση της θάλασσας.
Ήταν ψηλό, πολύ αδύνατο και ιδρωμένο από την κορυφή ως τα νύχια. Για την ακρίβεια, ήταν ντυμένο υπερβολικά για πρωινό στα τέλη του καλοκαιριού: φορούσε ημίψηλο καπέλο και ένα σακάκι με ουρά, μάλλινο γιλέκο κι ένα πουκάμισο δεμένο στον λαιμό με ένα περίεργο πρασινοκόκκινο παπιγιόν. Το πιο αστείο, όμως, ήταν πως, αν και ντυμένο στην τρίχα, στα πόδια του φορούσε μόνο καλτσάκια, τρύπια στα μεγάλα δάχτυλα.
Στην πραγματικότητα, πριν φύγει, ο κύριος Μιράτ τού είχε δώσει ένα ζευγάρι παπούτσια, γυαλιστερά σαν καινούρια, μόνο που ήταν τουλάχιστον δύο νούμερα μικρότερα και φορώντας τα ένιωθε σαν να είχε βάλει τα πόδια του σε δόκανο. Έτσι, μόλις κατέβηκε από την άμαξα, έβγαλε αυτά τα όργανα των βασανιστηρίων και τα έκρυψε κάτω από το κάθισμα του οδηγού. Έπειτα, πήρε μια πινακίδα και την κρέμασε στο στήθος του, περιμένοντας.
Στην πινακίδα ήταν γραμμένα με κεφαλαία γράμματα:
ΚΟΛΕΓΙΟ ΑΜΕΛΙ ΠΕΜΠΕΦ
ΓΙΑ ΕΥΓΕΝΕΙΣ ΔΕΣΠΟΙΝΙΔΕΣ
ΚΑΙ ΝΕΑΡΟΥΣ ΤΖΕΝΤΛΕΜΑΝ
Ο Ντανιέλ Λακρός, όπως ήταν το όνομα του αγοριού, είχε βρει πρόσφατα δουλειά ως βαλές στο κολέγιο και τον είχαν στείλει στη Χάβρη για να υποδεχτεί δύο νέους μαθητές: μια δεσποινίδα και έναν νεαρό ευγενή.
Το αγόρι ξεφύσησε κι έβγαλε από την τσέπη του γιλέκου του ένα ρολόι. Του το είχε δώσει κι αυτό ο κύριος Μιράτ, ζητώντας του να το προσέχει.
«Μια γρατζουνιά» του είχε πει «και απολύεστε».
Ο Ντανιέλ είχε υποσχεθεί να το προσέχει, γιατί στο Κολέγιο Πεμπέφ του άρεσε πολύ και δεν ήθελε να ψάχνει πάλι για δουλειά. Μόνο που το ρολόι έδειχνε οκτώ και μισή και η πρώτη φιλοξενούμενή του έπρεπε να έχει ήδη φτάσει. Μήπως είχε χαθεί;
«Γκαρσόν! Γκαρσόν!» ακούστηκε τότε μια φωνή. Γκαρσόν σημαίνει αγόρι στα γαλλικά, αλλά η προφορά της ήταν τόσο έντονη, που για μια στιγμή ο Ντανιέλ δεν το κατάλαβε. Έπειτα πρόσεξε ένα κορίτσι και μια κυρία που περπατούσαν γρήγορα προς το μέρος του, σηκώνοντας ελαφρά τα φουστάνια τους.
Το κορίτσι έμοιαζε λίγο πιο μικρό από τον Ντανιέλ. Είχε ανοιχτόχρωμα μάτια, μακριά ξανθά μαλλιά με άψογες μπούκλες που έπεφταν στους ώμους της και ένα αστείο άνοιγμα ανάμεσα στα μπροστινά δόντια. Η γυναίκα, αντίθετα, είχε ένα κιτρινωπό πρόσωπο που θύμιζε αποξηραμένο κρεμμύδι.
«Γκαρσόν!» φώναξε η Κρεμμυδόφατσα. «Εσείς είστε ο βαλές του κολεγίου Παμπέιφ;»
Αντί να το προφέρει σωστά, Πεμπέφ, η γυναίκα είχε πει κάτι ακατανόητο, σαν Παϊνμπόιφ. Ο Ντανιέλ, ωστόσο, έβηξε και σήκωσε ψηλά την πινακίδα που έλεγε «Κολέγιο, και λοιπά, και λοιπά». Η γυναίκα ξεφύσησε ενοχλημένη.
«Επιτέλους» σχολίασε. «Περιμένουμε τόση ώρα στο πλοίο. Και μια και δεν καταδεχόσασταν να έρθετε, αναγκαστήκαμε να έρθουμε εμείς ως εδώ, αφήνοντας αφύλαχτες τις αποσκευές μας, λες και η δεσποινίς Γούντσγουορθ δεν ήταν ήδη κατάκοπη από το ταξίδι».
Ο Ντανιέλ κοίταξε το κορίτσι πλάι στην Κρεμμυδόφατσα.
Περισσότερο από κουρασμένο, έδειχνε να βαριέται απίστευτα.
«Η δεσποινίς Γούντσγουορθ είστε εσείς;»
«Προφανώς!» φώναξε η γυναίκα. «Άσλιν Τέιλορ Γούντσγουορθ, κόρη του κυρίου Χένρι Χέπμπορν Τέιλορ Γούντσγουορθ. Κι εγώ είμαι η δεσποινίς Γουόλς, η παιδαγωγός της»…
Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ
Ηλικία: 7 – 11
Κατηγορία: Παιδικό, Πεζογραφία Μεταφρασμένη
ΙSBN: 978-618-02-1473-4