Διστακτική ΕΕ και αποφασιστική Βρετανία – Χρηματοδοτικό εργαλείο χωρίς… σώρευση δημοσίου χρέους

Διστακτική ΕΕ και αποφασιστική Βρετανία – Χρηματοδοτικό εργαλείο χωρίς… σώρευση δημοσίου χρέους

Η ιδιότυπη εθνικοποίηση της αντιμετώπισης της κρίσης θα έχει αποτέλεσμα τη διεύρυνση της οικονομικής απόκλισης μεταξύ των κρατών-μελών, ευνοώντας τα ισχυρότερα οικονομικά κράτη της Ευρωζώνης



Του
ΓΙΑΝΝΗ ΜΠΡΑΧΟΥ
Οικονομολόγου (Msc, PhD Econ) –
πρώην Γενικού Γραμματέα Διεθνών Οικονομικών
Σχέσεων υπουργείου Εξωτερικών


Η ΕΕ με τις πρόσφατες αποφάσεις της έχει επιλέξει στην πρώτη φάση αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης να μεταφέρει το βάρος της αναγκαίας επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής στα κράτη-μέλη της, απογοητεύοντας σημαντική μερίδα ευρωπαίων πολιτών, που ήλπιζαν ότι η κρίση θα αποτελούσε καταλύτη περαιτέρω ενοποίησης και ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Η ΕΕ παραμένει γραφειοκρατικός μηχανισμός επίτευξης συμβιβασμού στον χα­μηλότερο κοινό παρονομαστή.

Η Βρετανία, σε αντιδιαστολή με την ΕΕ, έδρα­σε άμεσα με την Τράπεζα της Αγγλίας δημιουργώντας προσωρινό χρηματοδοτικό εργαλείο («Ways and Means») για τις δαπάνες της κυβέρνησης, παρακάμπτοντας τις αγορές ομολόγων. Με αυτό το εργαλείο η βρετανική κυβέρνηση μπορεί να καλύψει τις έκτακτες δαπάνες χωρίς σώρευση δημοσίου χρέους. Προσομοιάζει με νομισματική παρέμβαση, αποτελώντας στή­ριξη στη δημοσιονομική παρέμβαση της κυβέρ­νησης.

Το βρετανικό υπουργείο Οικονομικών διαθέτει αυτήν τη μακροπρόθεσμη διευκόλυνση υπεραναλήψεων στην Τράπεζα της Αγγλίας μέσω του «Ways and Means». Σήμερα το ποσό ανέρχεται σε 400 εκατομμύρια λίρες, αλλά σε περιόδους κρίσης ο βρετανός υπουργός Οικονομικών μπορεί να αντλήσει κονδύλια χωρίς περιορισμό. Υπενθυμίζεται ότι κατά την ύφεση του 2008 το αντίστοιχο ποσό αυξήθηκε σε 19,8 δισ. λίρες. Με υπολογισμούς διεθνών χρηματοπιστωτικών οίκων, δεν μπορεί να απο­κλεισθεί η νομισματική χρηματοδότηση έως και 200 δισ. λιρών.

Η ΕΕ, σε αντίθεση με τη Βρετανία, επέλεξε ως μέσο για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης τη σώρευση του δημοσίου χρέους των κρατών-μελών, ανάλογα με τις δυνατότητές τους. Η ιδιότυπη εθνικοποίηση της αντιμετώπισης της κρίσης θα έχει αποτέλεσμα τη διεύρυνση της οικονομικής απόκλισης μεταξύ των κρατών-μελών, ευνοώντας τα ισχυρότερα οικονομικά κράτη της Ευρωζώνης. Στην προσπάθεια της Γερμανίας συμβιβασμού με Γαλλία, Ισπανία και Ιταλία, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε το πρόγραμμα «SURE», με στόχευση κυρίως σε περιοχές των συγκεκριμένων χωρών, ενώ ταυτόχρονα η ΕΚΤ στήριξε το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα.

Με τις αποφάσεις των θεσμών της ΕΕ, όλα τα κράτη θα διαθέτουν την απαιτούμενη ρευστότητα για την καταπολέμηση της τρέχουσας πανδημίας, καλύπτοντας προσωρινά τα κενά των προηγούμενων δημοσιονομικών βαρών. Καθώς όμως τα κράτη θα απευθύνονται στις αγορές για να βρουν τα αναγκαία κονδύλια για τη δημοσιονομική παρέμβαση, θα αντιμετωπίζουν τη μεγάλη αύξηση των επιπέδων χρέους τους. Για όσο χρονικό διάστημα η ΕΚΤ θα αγοράζει τα ομόλογα, η πρόσβαση σε ρευστότητα θα διασφαλίζεται και θα είναι φθηνή.

Αλλά οι οικονομίες της ΕΕ δεν θα είναι ε­κτός κινδύνου. Ορισμένες χώρες, ενδεχομένως οι μικρές, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, πιθα­νότατα θα αποτύχουν στην πορεία και θα υποχρεωθούν σε προσφυγή στο ΔΝΤ και στον ESM. Αυτές οι χώρες δεν θα έχουν άλλη επιλογή παρά να στραφούν στον ESM και στην εποπτεία τους από την «τρόικα». Κατ’ αναλογία, η Ευρωζώνη δεν θα έχει άλλη επιλογή παρά να αυξήσει σημαντικά τις αντίστοιχες διευκολύνσεις του ESM, εάν αυτές οι χώρες είναι «πολύ μεγάλες για να αποτύχουν». Αυτές οι χώρες της Ευρωζώνης, υπό την πίεση των αγορών, θα λάβουν τα μέτρα που δεν μπορούν να λάβουν σήμερα.

Αυτή η πολιτική παραπέμπει σε διπλή ταχύτητα των κρατών της Ευρωζώνης, με περαιτέρω από­κλιση των οικονομιών εντός της. Ενώ αυτή η πολιτική βραχυχρόνια μπορεί να επιβληθεί με τους σημερινούς συσχετισμούς, σε σύντομο χρο­νικό διάστημα θα έχει αποτέλεσμα τον μηδενισμό των επιτοκίων και την απενεργοποίηση της νομισματικής πολιτικής ως μέσου τόνωσης των επενδύσεων.

Καθώς οι Συνθήκες της ΕΕ «απαγορεύουν» τη νομισματική χρηματοδότηση, ενδεχόμενη λύση θα ήταν η διατήρηση του δημοσίου χρέ­ους των χωρών της Ευρωζώνης επ’ αόριστον (ad infinitum) στον ισολογισμό της ΕΚΤ. Η επιλογή αυτή είναι θεωρητική, καθώς έχει απορριφθεί από τις ισχυρές χώρες της Ευρω­ζώνης. Δεύτερη επιλογή είναι η έκδοση κορονοϊο-ομολόγου, που συνεπάγεται την αμοιβαιοποίηση χρεών. Επιλογή που απορρίφθηκε ρητά από το Eurogroup.

Η τελευταία επιλογή είναι η δημιουργία α­ντίστοιχου λογαριασμού με αυτόν της Βρετανίας στην ΕΚΤ ή στον ESM, κατά παρέκβαση των Συνθηκών, ώστε να αντληθεί φθηνή χρηματοδότηση για ενίσχυση των επενδύσεων από τα κράτη και στήριξη του ιδιωτικού τομέα.

Προς το παρόν, η ΕΕ δεν είναι σε αυτό το σημείο και όσο καθυστερεί στη λήψη αποφάσεων τόσο η κρίση στις αδύναμες οικονομίες θα επιτείνεται. Θα υποχρεούνται σε μέτρα δημοσιονομικού περιορισμού ώστε να έχουν πρόσβαση στις αγορές, ενώ η απαιτούμενη δημοσιονομική επέκταση για την ανάπτυξη της οικονομίας θα παραπέ­μπεται στο μέλλον. Αυτή η κατάσταση θα εμβαθύνει την κρίση και την απόκλιση εντός της Ευρωζώνης, αλλά δεν θα οδηγήσει σε κατάρρευση του ευρώ ή σε διάλυση της ΕΕ αλλά σε «ιαπωνοποίηση» της ευρωπαϊκής οικονομίας και ιδιαίτερα των αδύναμων κρίκων της.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ