Η δημογραφική γήρανση: Πρόκληση ή απειλή;
Του
ΒΥΡΩΝΑ ΚΟΤΖΑΜΑΝΗ
Καθηγητή Πανεπιστημίου Θεσσαλίας – ΤΜΧΠΠΑ
Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων (ΕΔΚΑ)
Θέμα για έντονο προβληματισμό και ανησυχία αποτελεί η δημογραφική γήρανση (η αύξηση του ποσοστού των ηλικιωμένων σε έναν πληθυσμό), η οποία αναδύεται ως ένα από τα κύρια θέματα προβληματισμού και στη χώρα μας, όπως και σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη μας. Ένα δημογραφικό φαινόμενο αναδιάρθρωσης των δομών του πληθυσμού κατά ηλικία ανάγεται προοδευτικά σε ένα από τα βασικότερα προβλήματα (ως «πρόβλημα» οικονομίας και κοινωνικής οργάνωσης) που καλούνται να επιλύσουν οι ανεπτυγμένες κοινωνίες μας τις επόμενες δεκαετίες.
Πώς όμως έχει εξελιχθεί η δημογραφική γήρανση στη χώρα μας και πώς αναμένεται να εξελιχθεί στο άμεσο μέλλον;
Ο πληθυσμός μας μεταπολεμικά αυξήθηκε κατά 3,1 εκατομμύρια (7,6 το 1951, 10,7 το 2019). Η αύξηση αυτή προήλθε από διαφοροποιημένες μεταβολές των επιμέρους ηλικιακών ομάδων: Οι 0 – 19 ετών μειώθηκαν κατά 870.000 περίπου, οι 20 – 64 ετών αυξήθηκαν κατά 2,12 εκατομμύρια (αύξηση κατά 151% σε σχέση με το 1951) και οι άνω των 65 ετών αυξήθηκαν κατά 1,84 εκατ. (από 520.000 το 1951 στα 2,36 εκατ. σήμερα, δηλαδή +454%).
Το αποτέλεσμα των αλλαγών αυτών ήταν και η γήρανση του πληθυσμού μας, που αποτυπώνεται στην αύξηση τόσο της μέσης ηλικίας του κατά 14,1 έτη (30,2 το 1951, 44,3 σήμερα) όσο και του ποσοστού των ατόμων 65 και άνω στον συνολικό πληθυσμό (από 7% το 1951 στο 22% σήμερα). Η αύξηση αυτή, όπως και σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες, οφείλεται τόσο στη μείωση της γονιμότητας (γήρανση εκ της βάσης της πυραμίδας), όσο και στην αύξηση του μέσου όρου ζωής (γήρανση εκ των άνω).
Πώς αναμένεται όμως να εξελιχθεί η γήρανση στις επόμενες δεκαετίες; Απάντηση στο ερώτημα αυτό μπορούν να δώσουν οι προβολές πληθυσμού. Με βάση αυτές και υιοθετώντας ένα ελαφρώς απαισιόδοξο σενάριο, μια μείωση του πληθυσμού μας κατά 1 εκατομμύριο το 2040 σε σχέση με το 2019 είναι πιθανή.
Η μείωση αυτή θα προκύψει ως αποτέλεσμα της αύξησης των άνω των 65 ετών κατά 450.000 και της μείωσης αφενός μεν των 0 – 19 ετών κατά 450.000, αφετέρου δε των 20 – 64 ετών κατά 1 εκατομμύριο περίπου. Επομένως, το 2040 το ποσοστό των 65+ στον συνολικό πληθυσμό θα κυμανθεί γύρω στο 29% (22% σήμερα) και των 85+ γύρω στο 4,5% (3,4% σήμερα).
Οι εξελίξεις αυτές θα οδηγήσουν προφανώς και σε μια αύξηση του δημογραφικού λόγου 65+/20 – 64 ετών, καθώς το 2040 θα αντιστοιχούν πιθανότατα 15 άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω περισσότερα απ’ ό,τι σήμερα σε 100 άτομα 20 – 64 ετών (δηλαδή 52,5 το 2040, αντί 37,5 σήμερα).
Εκείνο όμως που μας ενδιαφέρει ακόμη περισσότερο είναι πόσα άτομα ηλικίας 65 ετών θα αναλογούν σε 100 εργαζόμενους 20 – 64 ετών το 2040 (σήμερα αναλογούν 63 περίπου). Ας υιοθετήσουμε μια ακραία υπόθεση, ότι δηλαδή κανένας από τους 65 και άνω δεν είναι –και δεν θα είναι και στο μέλλον– ενταγμένος στην παραγωγική διαδικασία, και ας θέσουμε το ερώτημα: Είναι δυνατόν, παρ’ όλες τις δυσμενείς δημογραφικές εξελίξεις (την αύξηση, δηλαδή, της δημογραφικής γήρανσης και τη μείωση του πληθυσμού μας), η αναλογία αυτή να μείνει περίπου στα ίδια επίπεδα με σήμερα το 2040;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι σαφής: Εάν το 2040 η συμμετοχή των 20 – 64 ετών στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό φθάσει στα επίπεδα που είναι σήμερα στη Σουηδία (82%) και η ανεργία μειωθεί στο 5%, παρόλο που ο πληθυσμός εργάσιμης ηλικίας (20 – 64 ετών, δημογραφική συνιστώσα) θα έχει μειωθεί κατά 1 σχεδόν εκατομμύριο ανάμεσα στο 2019 και το 2040, οι απασχολούμενοι το 2040 θα είναι περισσότεροι από σήμερα και θα αντιστοιχούν το έτος αυτό 67 – 68 άτομα 65 ετών και άνω σε 100 εργαζομένους 20 – 64 ετών, δηλαδή μόλις πέντε περισσότερα από ό,τι σήμερα.
Οι δυσμενείς επομένως δημογραφικές εξελίξεις μπορούν να αντισταθμισθούν σε μεγάλο βαθμό από αναπτυξιακές πολιτικές που θα συρρικνώσουν την ανεργία και θα επιτρέψουν προοδευτικά την ένταξη στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό μας ενός όλου και μεγαλύτερου ποσοστού ατόμων ηλικίας 20 – 64 ετών (ιδίως γυναικών).
Ο παραγόμενος πλούτος όμως σε μια χώρα δεν είναι συνάρτηση μόνο του πλήθους αυτών που εργάζονται. Υπενθυμίζουμε ότι η συνεισφορά των 20 – 64 ετών προσδιορίζεται, εκτός από τα ποσοστά συμμετοχής τους ανά φύλο και ηλικία στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό, και από τα ποσοστά ανεργίας, από την παραγωγικότητα της εργασίας, την προστιθέμενη αξία των προϊόντων και υπηρεσιών, τον επιμερισμό των απασχολούμενων σε πλήρους / μερικής απασχόλησης, τη σχέση δηλωμένης / αδήλωτης εργασίας…
Όλα τα προαναφερθέντα έχουν άμεση σχέση με το μοντέλο κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης που θα υιοθετήσουμε (ένα μοντέλο που ταυτόχρονα δεν πρέπει αντιμετωπίζει τους ηλικιωμένους ως απλούς αποδέκτες υπηρεσιών, περιχαρακώνοντάς τους σε εξειδικευμένα δίκτυα κατανάλωσης, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζονται ως ομάδα που επωφελείται μονομερώς από τη μεταφορά κοινωνικών πόρων).
Κατ’ επέκταση, δεν υπάρχει μια απλή σχέση αιτίου – αιτιατού, όπως πολλοί διατείνονται, όπου οι δαπάνες για τους ηλικιωμένους και μη ενεργούς αποτελούν την εξαρτημένη μεταβλητή, η δε δημογραφική γήρανση τον καθοριστικό παράγοντα εκτόξευσής τους στα ύψη…