Συμφωνία με γερμανική σφραγίδα στο Eurogroup… και με την παρέμβαση της Γαλλίας
Του
ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ
Καθηγητή Οικονομίας
Τελικά, για ακόμη μια φορά, όπως συνήθως συμβαίνει την περίοδο του ευρώ, το Eurogroup αποδείχτηκε ο κατάλληλος χώρος επίλυσης των διαφορών μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης, με μια απόφαση που σαφέστατα εκφράζει τις απόψεις των Γερμανών και των συμμάχων τους.
Το αίτημα για έκδοση κοινών πιστοποιητικών χρέους, δηλαδή την έκδοση ευρωομολόγου, όπως είχε διατυπωθεί από 9 +2 χώρες της Ευρωζώνης, δεν ικανοποιήθηκε και οι τέσσερις βόρειες χώρες (Γερμανία, Ολλανδία, Αυστρία, Φιλανδία) επέβαλαν τις αρχικές τους απόψεις. Η μόνη παραχώρηση ήταν η υπόσχεση για τη δημιουργία ενός «νέου ταμείου υποστήριξης των ευρωπαϊκών οικονομιών», το οποίο θα συζητηθεί στη σύνοδο των αρχηγών των κρατών-μελών.
Επίσης, το ύψος του συνόλου των μέτρων από ESM, Κομισιόν και ΕΤΕΠ παρέμεινε στα 540 δισ. ευρώ, σε αντίθεση με όσα απαιτούσαν οι κυβερνήσεις των χωρών του Νότου (τουλάχιστον 1 τρισ. ευρώ) και η πρόεδρος της ΕΚΤ (1,5 τρισ. ευρώ). Φειδωλή λοιπόν η ΕΕ απέναντι σε μια οικονομική κρίση η οποία είναι παγκόσμια και σχεδόν όλοι οι πολυμερείς διεθνείς οργανισμοί (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, ΟΟΣΑ) θεωρούν ότι προσομοιάζει σε αυτήν του 1929.
Η δέσμη των μέτρων περιλαμβάνει:
• 240 δισ. ευρώ σε δάνεια από την προληπτική πιστωτική γραμμή ECCL του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) προς τα κράτη-μέλη που μπορούν να κάνουν χρήση, χωρίς Μνημόνιο και προαπαιτούμενα και με μοναδική προϋπόθεση τα χρήματα που θα δανεισθούν από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης να κατευθυνθούν σε δαπάνες σχετικές με την υγειονομική αντιμετώπιση της πανδημίας. Πρόκειται για μια πύρρειο νίκη πρωτίστως της Ιταλίας και των υπολοίπων χωρών του Νότου, που είχαν απαιτήσει την έκδοση ευρωομολόγου.
• 200 δισ. σε δάνεια για τις επιχειρήσεις, με έμφαση τις μικρομεσαίες, μέσω εγγυήσεων από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, ποσό πολύ μικρό για τις υπάρχουσες ανάγκες.
• 100 δισ. σε δάνεια από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο πλαίσιο του παλαιού προγράμματος SURE για την επιδότηση της εργασίας και τη δημιουργία ενός είδους ευρωπαϊκού ταμείου ανεργίας, το οποίο ενεργοποιείται τώρα, παρότι ήταν πολλά χρόνια στο τραπέζι των συζητήσεων, προφανώς λόγω της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί και στην αγορά εργασίας των βορείων χωρών.
• Παράλληλα, σχετικά με το νέο ταμείο για την ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας, συμφωνήθηκε να εξεταστούν «καινοτόμα χρηματοοικονομικά εργαλεία» υπό τον όρο της «καθοδήγησης των ηγετών» και της αναγνώρισης των χρηματοοικονομικών και πρακτικών ζητημάτων που προκύπτουν. Τα υπό συζήτηση εργαλεία, σύμφωνα το κοινό ανακοινωθέν, χαρακτηρίζονται «προσωρινά», «στοχευμένα» και «ανάλογα του τεράστιου κόστους της τρέχουσας κρίσης», το οποίο κόστος θα πρέπει «να επιμηκυνθεί χρονικά μέσω της κατάλληλης χρηματοδότησης» (αφαιρέθηκε η αναφορά σε «χρηματοδοτική δομή»).
Γίνεται αμέσως αντιληπτό, από τον τρόπο διατύπωσης, ότι πρόκειται για μηχανισμό του οποίου η λογική δεν συνάδει καθόλου με τη λογική της «κοινής έκδοσης πιστοποιητικών χρέους» ή «αμοιβαιοποίησης του χρέους», όπως συνήθως λέγεται, αλλά για έναν μηχανισμό με τη «λογική ταμείου», το οποίο θα χορηγεί δάνεια ανάλογα με τις ανάγκες κάθε κράτους, ώστε να καθίσταται σαφές ότι τίποτε δεν αμοιβαιοποιείται. Το κάθε κράτος μόνο του θα πρέπει «να καθαρίσει την αυλή του», ώστε στο τέλος η πόλη να είναι καθαρή!
Η (σκόπιμη) ασάφεια των επίμαχων σημείων των κοινών συμπερασμάτων, προκειμένου να υπάρξει κάποια συμφωνία και να δοθεί αυτή η εντύπωση τόσο στους πολίτες των ευρωπαϊκών χωρών, όσο και στις χρηματοπιστωτικές αγορές, δημιουργεί την αίσθηση ότι μπορούν να υπάρξουν περαιτέρω διαπραγματεύσεις στο μέλλον.
Όμως όποιες διαπραγματεύσεις και αν υπάρξουν, το πλαίσιο εντός του οποίου αυτές θα εξελιχθούν είναι δεδομένο και συνάδει με τη λογική των Βορείων (δημιουργία ταμείου που θα χορηγεί δάνεια σε κάθε κράτος έτσι ώστε να μην υπάρχει ίχνος αμοιβαιοποίησης του κόστους). Οι Γερμανοί γνωρίζουν πολύ καλά, και το χρησιμοποιούν συνεχώς σε περιόδους κρίσης, ότι είναι αδύνατον να υπάρξει Ευρωζώνη χωρίς αυτούς. Τα υπόλοιπα κράτη, παρά τα όσα υποστηρίζουν κατά καιρούς, έχουν κατά βάθος αναγνωρίσει ως ισχύουσα την παραπάνω αντίληψη.
Κυρίως φαίνεται ότι η Γαλλία, παρά τα όσα κατά καιρούς υποστηρίζει, είναι αυτή που υιοθετεί συνειδητά και υποσυνείδητα αυτήν την αντίληψη, η οποία εδράζεται ιστορικά στις σχέσεις της με τη Γερμανία, από την εποχή του Μπίσμαρκ. Αυτό είναι φανερό και στην παρούσα φάση, δεδομένου ότι η συμβιβαστική λύση που απέτρεψε ένα δεύτερο ναυάγιο σε διάστημα δύο ημερών επετεύχθη χάρη στη δική της παρέμβαση.
Συμφώνησε κατ’ αρχάς με τη Γερμανία (το Παρίσι και το Βερολίνο έδρασαν συνδυαστικά ήδη από την Τετάρτη, σε συντονισμό με τον πρόεδρο του Eurogroup, για να προετοιμάσουν το έδαφος της συνάντησης) για το είδος και το ύψος των μέτρων και μετά έπεισε την Ισπανία να δεχθεί τον συμβιβασμό, αφήνοντας την Ιταλία ουσιαστικά μόνη της.
Οι υπόλοιπες χώρες που είχαν υπογράψει το αίτημα για την έκδοση ευρωομολόγου, όπως πάντοτε συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, σιώπησαν μεγαλοπρεπώς, αντιλαμβανόμενες ότι όταν τσακώνονται οι ελέφαντες την πληρώνουν τα ποντίκια.
Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του υπουργού Οικονομικών Χρήστου Σταϊκούρα, ο οποίος μίλησε για «μια ικανοποιητική συμφωνία που προσφέρει νέα χρηματοδοτικά εργαλεία για να αντιμετωπισθούν οι πρωτόγνωρες κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις της εξάπλωσης του κορονοϊού».
«Θα πρέπει», τόνισε, «να αποτελέσει το εφαλτήριο για ακόμη πιο φιλόδοξες –μελλοντικά– ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες» για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας και για την επιστροφή της οικονομίας στην κανονικότητα. Με το μέτρο του 2% του ΑΕΠ ανά χώρα, το ευρωπαϊκό πακέτο καλύπτει για την Ελλάδα περίπου 3,5 δισ. ευρώ από τον ESM ή και ένεση 9 με 15 δισ. ευρώ συνολικά.
Είναι βέβαιο ότι η ΕΕ περνάει μια βαθιά οικονομική κρίση λόγω του κορονοϊού. Όμως περνά και μια βαθιά υπαρξιακή κρίση, που όλοι την αντιλαμβάνονται. Μια ένωση με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που έχει η ΕΕ, με τις αλλαγές που γίνονται στον πλανήτη και όλες όσες θα γίνουν λόγω του κορονοϊού, είναι αδύνατον να συνεχίσει να υφίσταται μόνο λόγω του φόβου που διακατέχει όλους (κράτη και πολίτες) για το τι θα συμβεί σε μια πιθανή κατάρρευσή της.