«ΠΕΣ ΜΟΥ, ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ, ΠΩΣ ΤΟΥΣ ΛΕΝΕ, ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΛΟΙ ΚΑΙ ΚΛΑΙΝΕ ΚΑΙ ΚΛΑΙΝΕ»

«ΠΕΣ ΜΟΥ, ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ, ΠΩΣ ΤΟΥΣ ΛΕΝΕ, ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΛΟΙ ΚΑΙ ΚΛΑΙΝΕ ΚΑΙ ΚΛΑΙΝΕ»

Μέ κοίταζε εμβρόντητος
περίμενε κουβέντα
εδώ στό καταχείμωνο,
καί σκέφτηκα πατέντα,
•••
τού έδειξα τήν φάτσα του
σ’ έναν παλιό καθρέφτη
καί έτσι τού απάντησα:
Κοίτα αυτόν τόν ψεύτη,
•••
κοίτα τόν αλλοπρόσαλλο
πού μέ ρωτάει τώρα
όνομα καί επώνυμο
στού θανατά τήν ώρα,
•••
πές μου, μωρέ λεβεντονιέ
νομίζεις ότι βλέπεις
-τόν εαυτό σου πίθηκε-
τόν Άγιο τής τσέπης,
•••
καί μέ ρωτάς, ψευτόμαγκα
ο Κόσμος γιατί κλαίει
εσύ πού μάς ξαλάφρωσες
απ’ τά δικά σου χρέη,
•••
γιά κοίταξε καλύτερα
τι σού θυμίζει η φάτσα
η φάτσα σου, ψευτόμαγκα
-καταραμένη ράτσα,
•••
κι έπειτα μέ ξαναρωτάς
κάνοντας πώς δέν ξέρεις.
Άσε τό θέατρο, φονιά
καί μήν μού «υποφέρεις»,
•••
εσύ τό κλάμα έσπειρες
πίσω απ’ τις κουρτίνες
σ’ ένα δωμάτιο βρωμιάς
μέ δεκαπέντε κλίνες,
•••
εσύ ο σφάχτηςτών πολλών
παίζεις τόν θεατρίνο
χωρίς συγκίνηση, ρέ σύ
μπροστά σέ τόσο θρήνο,
•••
τό ξέρεις ότι κυβερνάς
μέ Τράπεζες καί κόλπα
μά η σειρά σου έρχεται
μέ τιμωρίας… όπλα,
•••
μή μέ ρωτάς γιά οπλισμό
ρώτα τόν εαυτό σου,
σκουπίδι τής λυκοφωλιάς
θά πιείς τό κάτουρό σου,
•••
άσε αλλού τίς προσευχές
«τσολιά της Γερμανίας»
κανένας δέν ενίκησε
τό δίκιο τής μανίας.
•••
κηδεία δέν θά σού γενεί
στίς φλόγες θά πεθάνεις,
σού ετοιμάζω τον Ιό
πού λέγεται… «δρεπάνης»,
•••
μήν γονατίζεις, άτιμε
θά ‘ρθουν οι πεθαμένοι,
θά δείς τά έργα σου χαφιέ
σέ μία ΧΩΡΑ «ξένη».
•••
Σέ χαιρετώ, «φιλόπατρι»
τράβα τώρα κοιμήσου.
ΧΑΙΡΕ ΡΕ ΔΙΑΟΛΟΣΠΑΡΜΑ.
ΚΛΕΙΝΩ Μ’ ΕΝΑ «ΓΑΜΗΣΟΥ».
……………………………………………
Δέν νιώθω ένοχος γιά τά αισχρά λόγια
πού απήγγειλα. Ήταν ΜΙΑ ΕΞΑΨΗ ΟΡΓΗΣ
ΣΤΑ ΤΟΜΑΡΙΑ ΠΟΥ ΣΦΑΓΙΑΖΟΥΝ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ!

ΤΟ ΠΑΡΟΝ


 
Απολαύστε περισσότερο Φιοράντε  ΕΔΩ


Σχολιάστε εδώ