Π. Νεάρχου: Συμβιβασμός στην Ευρώπη με υποσχέσεις για το αύριο
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Όπως αναμενόταν, η Ευρωπαϊκή Ένωση κατέληξε σ’ έναν συμβιβασμό, γεφυρώνοντας τις διιστάμενες απόψεις και δίνοντας υποσχέσεις για το αύριο. Στο καίριο θέμα των ευρωομολόγων, που θέτει εμμέσως το υπαρξιακό ερώτημα εάν η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι, πράγματι, μια Ένωση, η απάντηση ήταν όχι αλλά και μερική ικανοποίηση της άλλης απόψεως, με τη μορφή της συγκαταθέσεως όλων ώστε τα χρήματα που προορίζονται για την αντιμετώπιση των υγειονομικών αναγκών και προέρχονται από το Ταμείο Σταθερότητας ESM να μη συνδέονται με μνημονιακούς όρους. Εάν ζητηθούν χρήματα για άλλους σκοπούς, τα χρήματα αυτά θα συνδέονται με όρους.
Προφανώς, η λύση αυτή είναι ο ελάχιστος δυνατός συμβιβασμός για την αποφυγή ρήξεως στην Ευρωζώνη. Οι υπέρμαχοι του συμβιβασμού αυτού υπογραμμίζουν ότι, εκτός από το πακέτο των 540 δισ. ευρώ, που διασυνδέεται κυρίως με τον Μηχανισμό ESM, υπάρχουν οι παράλληλες δράσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που μαζί με τους εθνικούς προϋπολογισμούς και δράσεις αυξάνουν τη δύναμη πυρός της παρεμβάσεως της Ευρωπαϊκής Ενώσεως για την αντιμετώπιση της κρίσεως του κορονοϊού.
Σημαντικό επίσης στοιχείο για την επίτευξη του συμβιβασμού ήταν οι υποσχέσεις για το αύριο, με τη μορφή ανακοινώσεως για τη δημιουργία Αναπτυξιακού Ταμείου, το οποίο θα συμβάλει στην ανάκαμψη των οικονομιών της Ευρώπης, μετά την κρίση. Η ανακοίνωση αυτή ήταν αρκετά ασαφής, αλλά ήρθε να καλύψει το μεγάλο ερώτημα για το πώς θα καλυφθεί η χρηματοδότηση της ανακάμψεως των οικονομιών, αφού είναι σαφές ότι, εκτός από τις υγειονομικές ανάγκες, οι συνέπειες της πανδημίας είναι γενικότερες και πλήττουν ολόκληρη την οικονομική δραστηριότητα.
Το κρισιμότερο πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει η Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν το πρόβλημα της Ιταλίας. Η σάρωση της χώρας από τον κορονοϊό δεν στοίχισε μόνο χιλιάδες ζωές μέχρι τώρα. Υπολογίζεται ότι προκαλεί οικονομική ζημία ύψους 47 δισ. ευρώ κάθε μήνα στον Ιταλικό βιομηχανικό βορρά. Η Ιταλική κυβέρνηση υπολογίζει ότι θα χρειασθεί δαπάνη μεγαλύτερη των 700 δισ. ευρώ ως αναγκαία παρέμβαση για την ανάκαμψη της οικονομίας. Τα ποσά αυτά είναι δυσθεώρητα, ακόμη και αν θεωρηθούν υπερβολικά.
Το πρόβλημα όμως που τίθεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ειδικότερα στην Ευρωζώνη είναι ακριβώς η ελευθερία χειρισμών που παρέχει το εθνικό νόμισμα, σε αντίθεση με τη δυσκαμψία του ευρώ και την αναγκαία συγκατάθεση του οικονομικά ισχυρότερου εταίρου, στη συγκεκριμένη περίπτωση της Γερμανίας.
Τη φορά αυτή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, υπό τη διοίκηση της Γαλλίδος Κριστίν Λαγκάρντ, επέδειξε μεγαλύτερη ευελιξία στην παροχή ρευστότητας. Ένας από τους λόγους ήταν και το γεγονός ότι η κρίση της πανδημίας προέκυψε από το πουθενά, απροσδόκητα, και δεν μπορούσε να χρεωθεί σε κακές πολιτικές και σε ευθύνες της μιας ή της άλλης χώρας. Τα μέτρα όμως αυτά, με τα οποία έγινε εφικτός ο συμβιβασμός, δεν λύνουν το βασικό πρόβλημα που υπάρχει από την εισαγωγή του ευρώ. Το κοινό νόμισμα είναι η επιτομή και το επιστέγασμα μιας ενοποιήσεως. Δεν είναι η αφετηρία μαζί με την κοινή αγορά. Το πρωθύστερο αυτό σχήμα είναι αντιφατικό και έγινε, υποτίθεται, για να «εκβιάσει» την ενοποίηση.
Πέρασαν όμως ήδη πολλά χρόνια και αυτό δεν έγινε. Ένας από τους λόγους είναι η περιβόητη παγκοσμιοποίηση, η οποία ενόθευσε και την ίδια την υποτιθέμενη ενιαία Ευρωπαϊκή αγορά, αλλά έδωσε επίσης άλλες διεξόδους στην οικονομικά ισχυρότερη χώρα, τη Γερμανία, ώστε να μην έχει ιδιαίτερο ζήλο να θέλει την ενοποίηση, που πιστεύει ότι θα είναι γι’ αυτήν οικονομικά πολύ βαρύτερη αλλά και πολιτικά ενδεχομένως επικίνδυνη.
Το γεγονός είναι ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έφτασε σε πολύ κρίσιμο σταυροδρόμι. Οι κρίσεις επιτρέπουν σε κάθε χώρα να δει καθαρά τι τη συμφέρει και να επαναξιολογήσει την πορεία της. Ο προσδιορισμός της Ευρωπαϊκής Τράπεζας ως ενός θεσμού που έχει ως αποκλειστικό στόχο την καταπολέμηση του πληθωρισμού και όχι, μαζί τουλάχιστον, την ανάπτυξη δεν μπορεί να συνεχισθεί. Εάν όλα παραπέμπονται στο εθνικό επίπεδο, γιατί τότε η κάθε χώρα να απεμπολήσει τη νομισματική της κυριαρχία, που της επιτρέπει να χρηματοδοτεί, για μια περίοδο, με ελλείμματα και υπερβάσεις του προϋπολογισμού, την ανάπτυξή της;
Η υπέρβαση της κρίσεως είναι μόνο προσωρινή. Θα εξαρτηθούν πολλά από την έκταση και τον ρόλο που θα δοθεί στο Αναπτυξιακό Ταμείο που εξαγγέλθηκε. Θα έχει τις διαστάσεις και τον ρόλο που απαιτούν οι περιστάσεις, μέσα σ’ έναν κόσμο που θα υποστεί, μετά τη σημερινή κρίση, καταλυτικές αλλαγές ή θα περιορισθεί σε μια χειρονομία εντυπωσιασμού, χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο;
Η κρίση του κορονοϊού ανάγκασε κάθε λαό να στραφεί στην εθνική του αλληλεγγύη για να αντλήσει καρτερία και ελπίδα για το μέλλον. Το πόσο θα συνδέσει την ελπίδα αυτή και με την Ευρωπαϊκή Ένωση θα εξαρτηθεί από την απάντηση που θα δώσει αυτή συλλογικά στην πρόκληση και τις νέες προοπτικές που θα προβάλει. Σε διαφορετική περίπτωση, δεν αποκλείεται το εγχείρημα του ευρώ να συναντήσει μεγαλύτερο ακόμη σκεπτικισμό και να τεθεί υπό αμφισβήτηση.
Στο ερώτημα τι κερδίζει η Ελλάδα από τη συμφωνία που επετεύχθη στις Βρυξέλλες η απάντηση είναι διπλή. Κερδίζει, πρώτον, ένα ποσό διευκολύνσεων λίγο λιγότερο από 10 δισ. ευρώ. Εάν συγκριθεί με τις υπολογιζόμενες ανάγκες της, που θα είναι περίπου 50 δισ. ευρώ, το ποσό είναι, προφανώς, πολύ ανεπαρκές. Εάν ισχύει κάτι ανάλογο και για τις άλλες χώρες, που επλήγησαν από τον κορονοϊό, σε ό,τι αφορά τουλάχιστον τις οικονομικές συνέπειες, παίρνει κανείς ένα μέτρο για την επάρκεια της απαντήσεως της Ευρωπαϊκής Ενώσεως στην πρόκληση της επιδημίας.
Η Ελλάδα ειδικότερα, και αυτό είναι το δεύτερον, κερδίζει από τη χαλάρωση των μέτρων λιτότητας και των κανόνων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Εκτός από την αναστολή των πλεονασμάτων για φέτος, η Ελλάδα έχει περιληφθεί στη λεγόμενη «ποσοτική χαλάρωση» της Κεντρικής Τράπεζας. Έχει δεχθεί επίσης η τελευταία να δέχεται τα Ελληνικά ομόλογα. Επαναφορά δηλαδή του λεγομένου waiver. Είναι μέτρα που τονώνουν την παροχή ρευστότητας και είναι μια παρηγοριά για την Ελλάδα σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς.