Covid-19: Αμείλικτα ερωτήματα για την υποτιθέμενη ενωμένη Ευρώπη θέτει η κρίση…
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Λέγεται, και είναι αλήθεια, ότι η κρίση δοκιμάζει στα όριά της μια πραγματικότητα και αποκαλύπτει τη βαθιά της ουσία και τις αδυναμίες της, πέρα από το ένδυμα και τις εντυπώσεις με τις όποιες περιβάλλεται. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η κρίση του κορονοϊού απεκάλυψε με δραματικό τρόπο ότι η αυτοπαρουσιαζόμενη Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι πραγματική Ένωση και ούτε καν μια κοινή Ευρωπαϊκή αγορά.
Η σύγχυση και η ταύτιση του Ευρωπαϊκού σχεδίου με την παγκοσμιοποίηση ανέστειλε ως ανάγκη την πολιτική της ενοποίηση και κατέστησε την αγορά της μια παγκοσμιοποιημένη αγορά, στην οποία δεν διακρίνονται με σαφήνεια τα πλεονεκτήματα των χωρών-μελών, εκτός από τις χώρες που επωφελούνται από την παγκοσμιοποίηση, όπως η Γερμανία, λόγω της διεθνώς ανταγωνιστικής βιομηχανικής τους ισχύος.
Η μαζική υπογραφή συμφωνιών ελευθέρου εμπορίου και τελωνειακής ενώσεως με τρίτες χώρες έθεσε υπό αμφιβολία τα πλεονεκτήματα των χωρών-μελών που απέβλεπαν στη μεγάλη κοινή Ευρωπαϊκή αγορά ως διέξοδο στα προϊόντα τους και στην παραγωγή τους. Το αποτέλεσμα είναι φανερό, π.χ., στην Ελλάδα. Η χώρα είχε αυτάρκεια τροφίμων σε ποσοστό 79% περίπου.
Η κατάσταση σήμερα έχει αντιστραφεί πλήρως. Η χώρα εισάγει τώρα το ίδιο περίπου ποσοστό τροφίμων για να καλύψει τις ανάγκες της. Λέγονται, βεβαίως, πολλά για τις δικές μας ευθύνες και πολλά απ’ αυτά είναι βάσιμα. Το γεγονός όμως είναι ότι ο συνωστισμός φθηνών προϊόντων από τρίτες χώρες σε μια παγκοσμιοποιημένη αγορά δεν αφήνει πολλά περιθώρια για εξαγωγές από μια χώρα που έχει ακόμη ένα αρκετά υψηλό επίπεδο ζωής και αμοιβών. Γι’ αυτό με τα Μνημόνια και με άλλους τρόπους ασκούνται πιέσεις για εσωτερική υποτίμηση, μείωση του επιπέδου ζωής και υποκατάσταση των Ελλήνων εργαζομένων από ξένο, φθηνό εργατικό δυναμικό.
Μετά την ενοποίηση της Γερμανίας ετέθη κατεπειγόντως θέμα δημιουργίας κοινού Ευρωπαϊκού νομίσματος, γιατί αυτό υπολαμβανόταν ως ένα μέσο για την υποκατάσταση του ισχυρού Γερμανικού μάρκου και την αποτροπή της κυριαρχίας του στην Ευρώπη. Με ένα Ευρωπαϊκό κοινό νόμισμα η ενωμένη Γερμανία θα παρέμενε αγκυροβολημένη στην Ευρώπη και θα ταυτιζόταν με την Ευρωπαϊκή προοπτική. Για να εγκαταλείψει όμως το μάρκο η Γερμανία έθεσε τόσο αυστηρούς όρους που είχαν ως αποτέλεσμα το ευρώ να πάρει τα χαρακτηριστικά του μάρκου.
Ένα από αυτά αποτυπώθηκε και στο καταστατικό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ετέθη σ’ αυτό ως κύριος σκοπός της Τράπεζας η προστασία από τον πληθωρισμό, με δικαιολογία τον εφιάλτη στη Γερμανική μνήμη της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, που είχε οδηγήσει στη δεκαετία του ’20 σε ανεξέλεγκτο και ολέθριο πληθωρισμό.
Ο αποκλειστικός προσανατολισμός της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας προς τον στόχο αυτό δεν επιτρέπει σ’ αυτήν να διαδραματίσει άλλον ρόλο, όπως υπέρ της αναπτύξεως και της υπερασπίσεως του επιπέδου ζωής των πολιτών. Συναρμόζεται με το λεγόμενο Σύμφωνο Σταθερότητας, που παραπέμπει σε συνεχείς πολιτικές λιτότητας, για να μην τεθεί σε κίνδυνο το ευρώ από ελλείμματα, υπερβολικά χρέη και πληθωρισμό.
Το ευρώ δημιουργήθηκε, κατά πρωθύστερον τρόπο, πριν δηλαδή την πολιτική ενοποίηση, με το σκεπτικό ότι θα λειτουργούσε ως καταλύτης για την επιτάχυνσή της. Τα χρόνια όμως πέρασαν και κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Αντιθέτως, ο φόβος για μια κρίση του ευρώ και κατ’ επέκταση του χρηματοπιστωτικού συστήματος οδηγεί την οικονομικά ισχυρότερη χώρα, τη Γερμανία, και τους συμμάχους της σε μια φανατική προσήλωση προς την πολιτική της λιτότητας, που γίνεται τροχοπέδη για την άλλη Ευρώπη, ιδίως τον Ευρωπαϊκό Νότο, αλλά εξασφαλίζει σταθερότητα και βέβαια κέρδη για τη Γερμανία.
Η τελευταία, εφόσον έχει ανοικτές τις διεθνείς αγορές με την παγκοσμιοποίηση και διοχετεύει εκεί ένα σημαντικό μέρος της παραγωγής της, δεν αισθάνεται την ανάγκη να ταυτίσει το πεπρωμένο της με την Ευρώπη και να δεχθεί πολιτικές που θα ενίσχυαν την πολιτική ενοποίηση αλλά και την αμοιβαιοποίηση υποχρεώσεων, που θα συνεπαγόταν σημαντική μεταφορά πόρων σε άλλες χώρες, στο πνεύμα της επιβεβλημένης αλληλεγγύης.
Η κρίση του κορονοϊού έθεσε τα θέματα αυτά, μέσα από ένα διαφορετικό πρίσμα, σε σύγκριση με εκείνο της οικονομικής κρίσεως του 2008. Η Ελλάδα, π.χ., αντιμετωπίσθηκε τότε μ’ ένα απαράδεκτο και στερεότυπο κατηγορητήριο ότι ήταν η ίδια υπαίτια των προβλημάτων της και ότι εξαιτίας αυτών δημιουργούσε επιπλέον πρόβλημα στο ευρώ και στους εταίρους της. Προετοιμάσθηκε με τον τρόπο αυτό το σκηνικό για να της επιβληθούν τα γνωστά εξοντωτικά Μνημόνια, με άλλοθι την υποτιθέμενη εξυγίανση και σωτηρία της.
Η επιδρομή του κορονοϊού και η πανδημία είναι δύσκολο να αποδοθούν σε ευθύνες των χωρών που επλήγησαν σε υπερβολικό βαθμό απ’ αυτήν, όπως η Ιταλία και η Ισπανία, αλλά σε μικρότερο βαθμό και η Γαλλία. Οι οικονομικές συνέπειες της πανδημίας, ιδίως εάν συνεχισθεί πέρα από τα προβλεπόμενα χρονικά όρια, θα προσεγγίσουν τις καταστροφές πολέμων.
Είναι αδιανόητο μπροστά σε μια τέτοια κατάσταση, που αγγίζει, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, όλη την ήπειρο αλλά και ολόκληρο τον πλανήτη, η Ευρωπαϊκή Ένωση να περιχαρακώνεται στις πολιτικές λιτότητας και «σταθερότητας» του παρελθόντος και να παραπέμπει τους έχοντας ανάγκη στις δανειακές διευκολύνσεις του Οργανισμού ESM, έναντι Μνημονίων!
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προέβη σε δύο κινήσεις, που στοχεύουν προς τη σωστή κατεύθυνση, για αυξημένη παροχή ρευστότητας: ποσοτική χαλάρωση, αυξημένη δηλαδή αγορά ομολόγων από τις χώρες-μέλη, και χαλάρωση στο αυστηρό πλαίσιο του επιτρεπόμενου ελλείμματος στον προϋπολογισμό (3%). Τα μέτρα όμως αυτά δεν αρκούν για την αντιμετώπιση της σημερινής καταστάσεως, που θα χρειασθεί μια πραγματική κοσμογονία για την ανασύνταξη και την ανασυγκρότησή της. Δεν είναι παράδοξο ότι, μπροστά σ’ αυτήν την κατάσταση, όλες οι χώρες στρέφονται προς το εθνικό τους κράτος, αναζητώντας δύναμη, καρτερία και ελπίδα στην αλληλεγγύη και στο εθνικό αίσθημα του λαού τους.
Η Ευρώπη, όταν τρίτες χώρες προστρέχουν σε βοήθεια, είναι απούσα. Πολύ χειρότερα όμως είναι απούσα στη συλλογική προοπτική. Η Γερμανία, για άλλη μια φορά, αρνείται κάθε μέτρο που παραπέμπει σε πραγματική συλλογική αλληλεγγύη και σε κοινό πεπρωμένο για το μέλλον. Γιατί η γκρίζα αυτή πραγματικότητα της Ευρώπης να συναρπάζει τους Ευρωπαϊκούς λαούς; Γιατί, πολύ περισσότερο, να εμπιστευθούν σ’ αυτήν το μέλλον τους και να μην επιζητήσουν μεγαλύτερο ακόμη μέτρο εθνικής ευθύνης στις αποφάσεις τους;
Εννέα χώρες, μεταξύ αυτών η Ελλάδα, με επικεφαλής τη Γαλλία, έστειλαν κοινή επιστολή στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, με την οποία ζητούν τη δημιουργία ευρωομολόγου για την αντιμετώπιση της κρίσεως του κορονοϊού. Μετά τη Γερμανική αρνητική αντίδραση, ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Λεμέρ έκανε μια νέα συμβιβαστική πρόταση για τη δημιουργία ειδικού Ταμείου. Οι συζητήσεις και οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται, με τον γνωστό Ευρωπαϊκό μακρόσυρτο τρόπο. Είναι πρόωρο ακόμη να εκτιμήσει κανείς εάν οι διαπραγματεύσεις αυτές θα αποδώσουν κάτι νέο, ουσιαστικό και ελπιδοφόρο, που θα ανοίγει μια νέα προοπτική.
Οι κρίσεις μετατρέπονται, ορισμένες φορές, σε ευκαιρίες, όταν αντιμετωπίζονται με οξυδέρκεια, στρατηγικό πνεύμα και κατανόηση των αισθημάτων και των προσδοκιών των ανθρώπων. Θα δούμε τελικά πώς θα αποκρυσταλλωθεί η απάντηση της Ευρώπης στην κρίση του κορονοϊού και πόσο αυτή θα μετρήσει στην πλάστιγγα του μέλλοντός της.
Φωτό: efsyn.gr