Η οικονομία… εάλω
Μέχρις ότου η πανδημία λόγω κορονοϊού δεν ελέγχεται, οι οικονομίες και οι χρηματοπιστωτικές αγορές του πλανήτη θα συνεχίσουν την ελεύθερη πτώση τους. Εντός ελαχίστου χρονικού διαστήματος (30 – 40 ημερών) τα χρηματιστήρια έχουν χάσει πάνω από το 1/3 της κεφαλαιοποίησής τους, οι αγορές ομολόγων και λοιπών συναφών χρηματοπιστωτικών εργαλείων έχουν παγώσει και τα spreads των ομολόγων (κυρίως τα εταιρικά και αυτά με τις χαμηλότερες διαβαθμίσεις) βρίσκονται στο επίπεδο της κρίσης του 2008. Οι προβλέψεις για την πραγματική οικονομία είναι επίσης πολύ άσχημες, για να μην πω ότι προκαλούν φόβο.
Το 2020 είναι βέβαιο ότι η παγκόσμια οικονομία θα βιώσει ύφεση. Πιθανολογείται ότι θα υπάρξει αρνητική μεγέθυνση περίπου -1%. Η εκτίμηση αυτή βασίζεται σε δύο υποθέσεις: Πρώτον, ότι ο κορονοϊός ελέγχεται πριν από το καλοκαίρι και επιτρέπει να αρθούν οι πολιτικές lockdown και, δεύτερον, ότι δεν θα υπάρξει δεύτερο κύμα μετάδοσης του ιού, καθώς επιστρέφουν οι άνθρωποι στην κανονικότητα και αίρονται οι διασυνοριακοί περιορισμοί.
Εάν δεν συμβεί αυτό, τότε θα έχουμε μια κλασική ύφεση μακράς διάρκειας, σχήματος Ι (συνεχή πτώση). Αλλά ακόμη και στην περίπτωση που, περισσότερο ή λιγότερο, η πανδημία ελεγχθεί μέχρι τον Ιούνιο, η επανάκαμψη της μεγέθυνσης μπορεί να μη συμβεί εάν υπάρξει δεύτερο κύμα μετάδοσης και επανέλθουν, ίσως και δριμύτερα, τα περιοριστικά μέτρα το φθινόπωρο, κάτι που θα οδηγήσει και πάλι σε μεγάλη και απότομη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας.
Στο άμεσο οικονομικό περιβάλλον της Ελλάδας, την ΕΕ, ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πιθανολογεί ότι η αρνητική μεγέθυνση θα κυμανθεί γύρω στο -1%, η Κριστίν Λαγκάρντ δήλωσε στους ευρωπαίους ηγέτες, κατά τη Σύνοδο Κορυφής στις 17 Μαρτίου 2020, ότι αν τα μέτρα περιορισμού μετάδοσης του κορονοϊού διαρκέσουν τρεις μήνες η ύφεση στην Ευρώπη μπορεί να φτάσει στο -5% το 2020. Οι πρώτες ενδείξεις για την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας είναι αποθαρρυντικές και φαίνεται να συνάδουν περισσότερο με τις εκτιμήσεις της Λαγκάρντ.
Για παράδειγμα, η καταναλωτική εμπιστοσύνη στην Ευρωζώνη διαμορφώθηκε στις -11,6 μονάδες τον Μάρτιο του 2020, σημειώνοντας πτώση πέντε μονάδων σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα, σύμφωνα με την εκτίμηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η πτώση των πέντε μονάδων σε μηνιαία βάση είναι η μεγαλύτερη που έχει καταγραφεί στην ιστορία του δείκτη (από το 1985).
Φυσικά η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση. Η ελληνική οικονομία, έχοντας καταφέρει μόλις πρόσφατα να εξέλθει από μια παρατεταμένη και βαθιά περίοδο ύφεσης, βρίσκεται αντιμέτωπη με την πρόκληση της ραγδαίας εξάπλωσης της πανδημίας του κορονοϊού. Παρότι τα μέχρι στιγμής διαθέσιμα στοιχεία δεν είναι επαρκή για την αποτύπωση των πιθανών επιπτώσεων, ούτε προσφέρουν ενδείξεις για ασφαλείς εκτιμήσεις, εντούτοις είναι βέβαιο ότι η ελληνική οικονομία το 2020 θα παρουσιάσει ύφεση και μάλιστα σημαντική.
Οι προβλέψεις για την Ελλάδα την τρέχουσα χρονιά είναι σκληρές και κυμαίνονται από συρρίκνωση -3% έως και -8%. Βεβαίως υπάρχουν και προβλέψεις όπου το καλύτερο σενάριο προβλέπει ύφεση, τουλάχιστον, πάνω από -5%. Όλες οι συνιστώσες της συνολικής ζήτησης –κατανάλωση, επενδύσεις, εξαγωγές– βρίσκονται σε ταχεία πτώση.
Ο γενικός δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών σε διάστημα ενός μηνός (24 Φεβρουαρίου – 24 Μαρτίου) έχει απολέσει 266 μονάδες (από 818,35 σε 552,45 μονάδες). Η σημαντική εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από τις τουριστικές δραστηριότητες (18,2 δισ. ευρώ οι ταξιδιωτικές εισπράξεις το 2019) την καθιστά πολύ ευάλωτη στην παρούσα κρίση, όπου οι δραστηριότητες αυτές πλήττονται σχεδόν ολοκληρωτικά.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι το εξής: Τι ύψος ταξιδιωτικών εσόδων αναμένεται να εισπράξει η χώρα για το 2020; Από την απάντηση που θα δοθεί μπορεί να εκτιμηθεί, grosso modo, το ύψος της ύφεσης. Εδώ οι εκτιμήσεις είναι πολύ δυσάρεστες για την ελληνική οικονομία.
Το βασικό πρόβλημα για την επαναλειτουργία της οικονομίας είναι ο έλεγχος της εξάπλωσης του ιού, κάτι που μεταφράζεται στους εξής ενδιάμεσους στόχους: Ανίχνευση, ανάσχεση και θεραπεία. Αυτά είναι ζητήματα των δημοσίων υγειονομικών αρχών και συστημάτων σε κάθε χώρα και στον απαραίτητο συντονισμό σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η επίλυση αυτού του βασικού προβλήματος, από το οποίο εξαρτάται η επανεκκίνηση της οικονομίας, απαιτεί την πλήρη αποκατάσταση των εθνικών δημοσίων συστημάτων υγείας, τα οποία έχουν τρωθεί από τις αλλεπάλληλες περικοπές πόρων και τις ιδιωτικοποιήσεις των τελευταίων τριάντα ετών. Απαιτεί την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης του πληθυσμού προς τα δημόσια συστήματα υγείας μέσω της διαφάνειας τη λειτουργίας τους. Απαιτεί τη μεταφορά δημοσίων πόρων και αυτονομία και ανεξαρτησία δράσης ανάλογη με αυτή των κεντρικών τραπεζών.
Όλα τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι οι κεντρικές τράπεζες και οι πολιτικοί ηγέτες του πλανήτη δεν πρέπει να χρησιμοποιήσουν τη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική, καθώς βρίσκονται αντιμέτωποι με μια νέα παγκόσμια οικονομική κρίση, προκειμένου να αυξήσουν τη ρευστότητα της αγοράς, να υποστηρίξουν τις επιχειρήσεις (ειδικά τις μικρές) και να ενθαρρύνουν τη δαπάνη. Όμως όλες αυτές οι σωστές πολιτικές είναι αμυντικές προσπάθειες συγκράτησης, όσο είναι δυνατόν, της μείωσης της οικονομικής δραστηριότητας.
Η κρατική παρέμβαση και βοήθεια είναι απαραίτητο να παρέχεται γενναιόδωρα για όσο καιρό διαρκέσουν τα μέτρα περιορισμού του κορονοϊού. Ήδη οι κυβερνήσεις, περιλαμβανομένης της ελληνικής, έχουν ανακοινώσει σειρές μέτρων στήριξης για εργαζόμενους και επιχειρήσεις. Να μη μείνει εργαζόμενος χωρίς εισόδημα, να μην κλείσει επιχείρηση επειδή δεν μπορεί να παράγει προϊόντα και υπηρεσίες, την ίδια στιγμή που οι υποχρεώσεις εργαζομένων και επιχειρήσεων προς τις τράπεζες, την εφορία, τα ασφαλιστικά ταμεία, άλλες επιχειρήσεις κ.λπ., αν και μειωμένες, θα συνεχίσουν να τρέχουν.
Σημαντικές παράμετροι της κρατικής παρέμβασης είναι το μέγεθος και η ταχύτητα της δημοσιονομικής προώθησης πόρων στην οικονομία. Σε μια οικονομία όπως η ελληνική, όπου οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις απασχολούν την πλειοψηφία των εργαζομένων, είναι απαραίτητο οι πόροι να διοχετευθούν άμεσα, χωρίς γραφειοκρατικές διαδικασίες, ενδεχομένως και ανεξαρτήτως κριτηρίων αναγκαιότητας και σκοπιμότητας, σε όλους τους εργαζομένους και επιχειρήσεις.
Ίσως η ταχεία ένεση ρευστότητας στην οικονομία περιορίσει κάπως τη συρρίκνωσή της, η οποία είναι ταχύτατη λόγω των έκτακτων συνθηκών της κρίσης. Η απελευθέρωση των πόρων πρέπει να γίνει παρακάμπτοντας τις δαιδαλώδεις διαδικασίες αιτήσεων, υποβολής δικαιολογητικών κ.ο.κ., διότι το χάσιμο χρόνου πιθανότατα θα καταστήσει τα μέτρα ατελέσφορά.
Αλλά συγχρόνως θα πρέπει να αναγνωρίσουν ότι αυτές οι απαντήσεις θα έχουν περιορισμένα αποτελέσματα καθώς το πρόβλημα δεν προέρχεται από την έλλειψη ρευστότητας, αλλά μάλλον από τη διάσπαση της αλυσίδας προσφοράς και τη μειούμενη κατανάλωση λόγω του φόβου της μόλυνσης και των μέτρων περιορισμού που έχουν θεσπιστεί.
Σήμερα η οικονομική σταθεροποίηση εξαρτάται σε μέγιστο βαθμό από τις δράσεις των αρχών των δημοσίων συστημάτων υγείας, στις οποίες θα πρέπει να δοθούν κατά απόλυτη προτεραιότητα οι αρμοδιότητες, η αυτονομία και οι πόροι για να επιτύχουν στο έργο τους. Ό έλεγχος της διασποράς του ιού και το χρονικό διάστημα εντός του οποίου θα επιτευχθεί υπερκαθορίζει όλα τα υπόλοιπα.