Ανέβασε ψηλά τον πήχη ο Παυλόπουλος
Στις 14 Μαρτίου ο Προκόπης Παυλόπουλος παρέδωσε τη σκυτάλη της Προεδρίας στη διάδοχό του Αικατερίνη Σακελλαροπούλου. Είναι δύσκολο έργο να αποτιμήσει κανείς, με λίγα λόγια, την Προεδρία που άσκησε για πέντε χρόνια ο απελθών Πρόεδρος. Είναι επιτακτικό όμως το ερώτημα που τίθεται για τον απολογισμό της Προεδρίας του, το πρότυπο που διεμόρφωσε και την κληρονομιά που αφήνει στη διάδοχό του.
Είναι γνωστό ότι η Προεδρία Παυλόπουλου συνέπεσε με τη μεγάλη οικονομική κρίση που έπληξε τη χώρα, με τα Μνημόνια οδυνηρής λιτότητας και τις δήθεν «μεταρρυθμίσεις» που της επεβλήθησαν. Συνέπεσε επίσης με την άνοδο στην εξουσία του ΣΥΡΙΖΑ, με την οποία δεν ήταν, βεβαίως, άσχετη και η δική του εκλογή. Είναι δεδομένο επίσης από το Σύνταγμα ότι ο Πρόεδρος έχει πολύ περιορισμένες εξουσίες. Δεν παύει όμως, από τη θέση του, που έχει μεγάλη συμβολική σημασία και γόητρο, να μπορεί να προσφέρει σημαντικές υπηρεσίες στη χώρα.
Θα έλεγε κανείς ότι ο Προκόπης Παυλόπουλος, με την επιστημονική και πολιτική του κατάρτιση και τις διεθνείς του σχέσεις, όπως επίσης με την άοκνη δραστηριότητά του, κατόρθωσε όχι μόνο να το αποδείξει αλλά και να θέσει πολύ υψηλά τον πήχη για τη διάδοχό του.
Το πρώτο που θα ανέφερε κανείς σχετικά είναι η προσπάθειά του να βοηθήσει την κυβέρνηση στον προσανατολισμό της και στις διαπραγματεύσεις της με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους λεγόμενους «θεσμούς». Ένθερμος Ευρωπαϊστής, αντιμετώπισε με δέος το δημοψήφισμα του 2015 και εργάσθηκε, για να παραπεμφθεί στις ελληνικές καλένδες το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και να γίνει το «Όχι», «Ναι». Ο Ευρωπαϊκός του ζήλος ήταν αδιάπτωτος.
Εξεφράσθη, επανειλημμένα, σε υψηλούς τόνους, σε βαθμό που και επανειλημμένα προκάλεσε αντιδράσεις από μια σκεπτικιστική μερίδα της κοινής γνώμης, που βλέπει τις απογοητεύσεις που έφερε η Ευρωπαϊκή Ένωση, σε μια σειρά θέματα, με πρώτιστη την άγρια λιτότητα και τα Μνημόνια στη χώρα μας, που σκιάζουν κάθε ελπιδοφόρα προοπτική.
Ο Προκόπης Παυλόπουλος έμεινε πάντα ο πιστός «μαθητής» του Κωσταντίνου Καραμανλή, για τον οποίον η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η συμπόρευση με τους άλλους Ευρωπαϊκούς λαούς ήταν μια στρατηγική και ιστορική επιλογή, η οποία δεν αφήνει κανένα περιθώριο δισταγμού, αμφιταλαντεύσεων ή παλινδρομήσεως.
Με το πνεύμα αυτό, αντιμετωπίζοντας την Ευρωπαϊκή προοπτική ως μονόδρομο, ο Προκόπης Παυλόπουλος συνεργάσθηκε στενά με την κυβέρνηση για τα Μνημόνια και περιορίσθηκε στις βελτιώσεις που ήταν δυνατόν να γίνουν ή σε αποδεκτές από τους «θεσμούς» εναλλακτικές επιλογές. Τα αποτελέσματα, όπως απεδείχθη, δεν ήταν και δεν μπορούσαν να είναι μεγάλα, λόγω της γενικότερης Ευρωπαϊκής και ειδικότερα της Γερμανικής πολιτικής. Βοήθησε όμως ως Πρόεδρος να προωθηθούν ορισμένες αλλαγές επί τα βελτίω και να βρεθούν λύσεις σε αδιέξοδα, που προέκυψαν επανειλημμένα.
Η συνεργασία με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ τον έθεσε επίσης αντιμέτωπο με τρία επιμέρους θέματα, στα οποία οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ δημιουργούσαν πολύ σοβαρό πρόβλημα στην εθνική συναίνεση, που ο ίδιος ήθελε να εκφράζει.
Το πρώτο ήταν η ακραία ριζοσπαστικοποίηση της φιλομεταναστευτικής πολιτικής, η οποία έφτασε στην ανεπιφύλακτη πολιτική των ανοικτών συνόρων και σε μια σειρά μέτρων που στόχευαν προς την κατεύθυνση μιας «πολυπολιτισμικής» κοινωνίας.
Ο Πρόεδρος είχε από το παρελθόν στο ενεργητικό του φιλομεταναστευτικές ιδέες και θέσεις, που είχαν άλλωστε υπολογισθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ για την υποστήριξη της υποψηφιότητάς του ως Προέδρου. Το άλμα όμως πολιτικής που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κυβέρνηση, με τα ανοικτά σύνορα, ήταν μια άλλου είδους πρόκληση, που έθετε τη χώρα μπροστά σε πολύ σοβαρές συνέπειες.
Οι τελευταίες επιδεινώθηκαν αργότερα με το κλείσιμο των συνόρων από τις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, γεγονός που είχε ως συνέπεια τον εγκλωβισμό στην Ελλάδα όλων των εισερχομένων. Παρερχομένου του χρόνου, γινόταν επίσης ολοένα και πιο φανερό ότι η γειτονική Τουρκία εργαλειοποιούσε απροκάλυπτα την παράνομη μετανάστευση και αξιοποιούσε τα ανοικτά σύνορα για να προαγάγει τους δικούς της οικονομικούς και διπλωματικούς σκοπούς, αλλά επίσης και στρατηγικούς και γεωπολιτικούς στόχους σε σχέση με την Ελλάδα και την Ευρώπη.
Ο Προκόπης Παυλόπουλος προσπάθησε παρασκηνιακά να βοηθήσει, επιδιώκοντας μεγαλύτερη εμπλοκή της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και σαφέστερη διατύπωση των όρων της άτυπης Ευρω-Τουρκικής Συμφωνίας (Κοινού Ανακοινωθέντος) του Απριλίου του 2016. Είναι γνωστό, όμως, πως η Ευρώπη, ενώπιον των αντιδράσεων που σημειώθηκαν σ’ όλες σχεδόν τις Ευρωπαϊκές χώρες κατά της παράνομης μεταναστεύσεως, προτίμησε να οχυρώσει τα νότιά της σύνορα, κλείνοντας τον λεγόμενο διάδρομο των Βαλκανίων, και να αφήσει στην Ελλάδα το πρόβλημα, στην οποίαν εγκλωβίσθηκαν όλοι όσοι εισήλθαν στον προθάλαμο, υποτίθεται, της Ευρώπης.
Η Ευρώπη υπεβοηθήθη, ασφαλώς, στην πολιτική αυτή από την ακατανόητη και παράλογη εμμονή της κυβερνήσεως του ΣΥΡΙΖΑ στην πολιτική των ανοικτών συνόρων, στην οποία, μέσα από το πρίσμα των ιδεοληψιών της, έβλεπε «αριστερή και προοδευτική πρωτοπορία». Οι ιδεοληψίες αυτές είναι θλιβερές, εάν δει κανείς τη γεωγραφία της χώρας αλλά και τη γειτνίασή της με μια κακόβουλη Τουρκική ηγεσία, που χρησιμοποιεί ωμά το θέμα των μεταναστών ως όπλο για τη διεξαγωγή υβριδικού, ασύμμετρου πολέμου κατά της Ελλάδος. Η σημερινή κυβέρνηση ακολούθησε, σε πρώτο στάδιο, την ίδια πολιτική των ανοικτών συνόρων. Χρειάσθηκε η πρόκληση του Ερντογάν στον Έβρο για να αναβλέψει και να δει πού οδηγεί η αφροσύνη των ανοικτών συνόρων.
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας, μετά από μακρά σιωπή και περίσκεψη, συμπαρατάχθηκε τελικά με την απόφαση της κυβερνήσεως να κλείσει τα σύνορα. Μετατόπισε την κριτική του σε άλλα επιμέρους θέματα. Η δήλωσή του δεν έγινε καθόλου ευπρόσδεκτη από το σύνολο του κόμματός του. Πολλά προβεβλημένα στελέχη του και η Νεολαία του κόμματος αντιμετώπισαν τη δήλωση Τσίπρα ως «άδειασμά» τους και ως ιδεολογική υποχώρηση. Αυτό δείχνει εκ των υστέρων ότι δεν ήταν καθόλου εύκολο για τον Προκόπη Παυλόπουλο να επιδράσει σωφρονιστικά στον ΣΥΡΙΖΑ σ’ αυτό το θέμα και να μετριάσει τον ιδεοληπτικό του ζήλο. Ο ΣΥΡΙΖΑ, όσο παράλογο και αν φαίνεται, είχε καταστήσει το θέμα των ανοικτών συνόρων και την παράνομη μετανάστευση θέμα προτεραιότητας και ιδεολογική σημαία.
Ο Προκόπης Παυλόπουλος είχε να αντιμετωπίσει και δύο άλλα «ιδεολογικά» θέματα με τον ΣΥΡΙΖΑ: Τις περιβόητες μεταρρυθμίσεις Γαβρόγλου στην Παιδεία, που ήρθαν ως συνέχεια εκείνων του προκατόχου του, Φίλη, τις ιδέες του ειδικότερα για τα θρησκευτικά και τη διδασκαλία τους, την Ορθοδοξία, τις σχέσεις κράτους και Εκκλησίας, όπως επίσης την ιδέα του έθνους και της Ελληνικής εθνικής πατρίδας και την αντίληψη και διδασκαλία στην Εκπαίδευση της ιστορίας. Ο σίφουνας Γαβρόγλου έφερε επανειλημμένα τον Πρόεδρο σε μεγάλη αμηχανία, εφόσον το άρθρο 16 του Συντάγματος είναι σαφέστατο και αναφέρεται σε Ελληνική και Ορθόδοξη αγωγή των μαθητών.
Ο Προκόπης Παυλόπουλος απέφυγε τη μετωπική σύγκρουση, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε διχασμό και πολιτική αστάθεια. Δεν παρέλειψε όμως, στο πλαίσιο των περιορισμένων αρμοδιοτήτων του, να υπερασπισθεί στις ομιλίες και στις δηλώσεις του τις αρχές και τα ιδεώδη, που συνιστούν τα θεμέλια του εθνικού κράτους και του Συντάγματος.
Ένα άλλο θέμα, το οποίο θα μπορούσε να λειτουργήσει εκρηκτικά στις σχέσεις του με την κυβέρνηση, ήταν η Συμφωνία των Πρεσπών για τη Μακεδονία. Είναι γνωστή η ευαισθησία που είχε ο πολιτικός του μέντωρ Κωνσταντίνος Καραμανλής για τη Μακεδονία. Η αιφνίδια συνθηκολόγηση της κυβερνήσεως του ΣΥΡΙΖΑ στο θέμα της αναγνωρίσεως «Μακεδονικής» ταυτότητας και γλώσσας έφερε τον Πρόεδρο σε πολύ δύσκολη θέση.
Κατά την προσφιλή τακτική του, προσπάθησε να εξασφαλίσει κρίσιμες βελτιώσεις και διευκρινίσεις σε τρία καίρια θέματα: Την ταυτότητα, τη γλώσσα και την τροποποίηση του συντάγματος των Σκοπίων, ώστε να απαλειφθούν σ’ αυτό οι αλυτρωτικές αναφορές. Πέτυχε ορισμένες βελτιώσεις και στα τρία θέματα. Αυτές όμως δεν ήταν και δεν είναι αρκετές για να αλλάξουν τον δυσμενή για την Ελληνική πλευρά χαρακτήρα της Συμφωνίας.
Η σύγχυση, π.χ., μεταξύ υπηκοότητας και εθνικότητας παραμένει. Η υποσημείωση ότι η γλώσσα των Σκοπίων είναι μέρος των Νοτιο-Σλαβικών γλωσσών είναι σημαντική. Δεν αναιρεί όμως την ουσία της αναγνωρίσεως από την Ελληνική πλευρά «Μακεδονικής» γλώσσας. Η τροποποίηση του συντάγματος απάλειψε ορισμένες προβληματικές αναφορές, αλλά άφησε ανέγγιχτες άλλες πολύ σημαντικές αναφορές σε «Μακεδονική εθνικότητα» και «Μακεδονική γλώσσα».
Στα Ελληνο-Τουρκικά ο Προκόπης Παυλόπουλος υπερασπίσθηκε με σθένος μια επιβεβλημένη εθνική γραμμή. Σ’ αυτό όμως που άφησε κυριολεκτικά το αποτύπωμά του είναι το Κυπριακό. Η συμβολή του συνοψίζεται σε δύο σημεία. Το πρώτο αφορά την άποψη που ανέπτυξε στην Κυπριακή ηγεσία, αλλά, βεβαίως και στην Ελληνική κυβέρνηση, ότι το πρωτογενές Ευρωπαϊκό δίκαιο, όπως εκφράζεται σήμερα από την ισχύουσα Συνθήκη της Λισαβόνας, είναι ασυμβίβαστο με μια «λύση» συνομοσπονδίας στην Κύπρο.
Συμβιβάζεται μόνο με πραγματική ομοσπονδία και όχι συγκεκαλυμμένη συνομοσπονδία. Είναι αυτό που ο πρώην Γάλλος Πρόεδρος Σαρκοζί είχε πει, σε δηλώσεις του, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να δεχθεί ένα «δικέφαλο κράτος» στην Κύπρο. Η αντίθεση αυτή απορρέει από το γεγονός ότι ένα συνομόσπονδο κράτος, λόγω των διπλών αποφάσεων που το χαρακτηρίζουν, δεν μπορεί να εγγυηθεί την εφαρμογή του Ευρωπαϊκού κεκτημένου.
Το δεύτερο σημείο έχει σχέση με τις εγγυήσεις τρίτων χωρών και ιδίως την παραμονή ξένων στρατευμάτων στην Κυπριακή Δημοκρατία, μετά τη λύση. Ο Προκόπης Παυλόπουλος υπενθύμισε στις ηγεσίες της Ελλάδος και της Κύπρου το προηγούμενο της Γερμανίας. Η ενωμένη Γερμανία, για να είναι συμβατή με το Ευρωπαϊκό δίκαιο και να υπογράψει τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992, έπρεπε να εξασφαλίσει προηγουμένως την πλήρη ανάκτηση της κυριαρχίας της, με την αποχώρηση από το έδαφός της και των τελευταίων Σοβιετικών – Ρωσικών στρατευμάτων.
Η συμβολή αυτή του Προκόπη Παυλόπουλου είναι πολύ σημαντική γιατί οριοθετεί το πλαίσιο μιας συζητούμενης λύσεως. Με πρόσχημα την «πολιτική ισότητα», που αντιπροσωπεύει ουσιαστικά την πιο επαίσχυντη ανισότητα, γιατί θα υποδούλωνε την πλειοψηφία στη μειοψηφία μέσω αυτής στην Άγκυρα, η Τουρκική πλευρά επιδιώκει συνομοσπονδία, υπό το ψευδώνυμο της ομοσπονδίας. Καταδέχεται να συζητά δήθεν για ομοσπονδία, για να έχει λόγο στο φυσικό αέριο της ΑΟΖ της ελεύθερης Κύπρου. Οι δύο παραπάνω θέσεις, που προέβαλε πειστικά ο Προκόπης Παυλόπουλος, μπορούν να βοηθήσουν την Ελληνική πλευρά να χαράξει μια επιβεβλημένη στρατηγική, μέσα στην καταχνιά που δημιουργεί ο Τουρκικός επεκτατισμός και η δόλια προπαγάνδα του για την Κύπρο και την Ελλάδα.
Ο Προκόπης Παυλόπουλος άσκησε την Προεδρία του κάτω από δύσκολες συνθήκες. Με δεδομένα τα όρια των αρμοδιοτήτων του, διεκπεραίωσε τη θητεία του με επάρκεια, ανεξάντλητη δραστηριότητα και αξιοπρέπεια. Αφήνει στη διάδοχό του ένα πρότυπο και ένα παράδειγμα.