Οικονομική κρίση: Μην κατηγορείτε τον «μαύρο κύκνο» (κορονοϊό)

Οικονομική κρίση: Μην κατηγορείτε τον «μαύρο κύκνο» (κορονοϊό)


Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών


Η χρηματιστηριακή πτώση συνεχίζεται. Η τάση δεν μεταβλήθηκε ούτε με την παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που έταξε 120 δισ. ευρώ αγορές ομολόγων για να περιορίσει τις ζημίες των εμπορικών τραπεζών, ούτε με εκείνη της Αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας που ανέβασε το ποσό στο 1,5 τρισ. δολάρια.

Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές οι μηνιαίες απώλειες των διεθνών χρηματιστηρίων κυμαίνονται από 15% (Hang Seng του χρηματιστηρίου του Hong Kong) μέχρι 35% (IBEX του χρηματιστηρίου της Μαδρίτης). Ο πρωταθλητής φυσικά δεν είναι άλλος από το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, όπου οι μηνιαίες απώλειες έφθασαν το 41%. Αντίστοιχη ήταν η πορεία των τιμών των εμπορευμάτων. Ο συνθετικός δείκτης εμπορευμάτων του ενημερωτικού δικτύου Bloomberg εμφανίζει μείωση της τάξης του 17%, με πρωταθλητή το πετρέλαιο, που από 63 δολάρια το βαρέλι στην αρχή της χρονιάς έχει πέσει στα 31 δολάρια.

Έπειτα από δέκα και πλέον χρόνια λιτότητας και με τρισεκατομμύρια ευρώ και δολάρια που δαπανήθηκαν για να σταθεροποιήσουν, υποτίθεται, την παγκόσμια οικονομία, εκτινάσσοντας το δημόσιο χρέος όλων των χωρών σε δυσθεώρητα ύψη, οι εξελίξεις αυτές είναι ηχηρό ράπισμα για το πολιτικό κατεστημένο σε ΗΠΑ και Ευρώπη.

Δεν έχει περάσει άλλωστε και πολύς καιρός από τότε που η γερμανίδα καγκελάριος κ. Μέρκελ μάς καλούσε να «κάνουμε τα μαθήματά μας», εννοώντας τη λιτότητα και τις περικοπές, ώστε να γευτούμε την ευημερία στο μέλλον. Αυτός είναι και ο λόγος που η νέα φάση της κρίσης επιχειρείται να αποδοθεί στον κορονοϊό. Είναι η γνωστή θεωρία του «μαύρου κύκνου», που παρουσίασε το 2008 ο πρώην αναλυτής της τράπεζας Credit Suisse Nicholas Thaleb.

Ο «μαύρος κύκνος» είναι ένα αναπάντεχο γεγονός (π.χ., η κατάρρευση της αγοράς ενυπόθηκων δανείων το 2008 ή η επιδημία του κορονοϊού), που λόγω της χαμηλής πιθανότητας εμφάνισής του δεν έχει ληφθεί υπόψη από τις αγορές στον υπολογισμό του κινδύνου. Το αποτέλεσμα είναι ο πανικός, οι μεγάλες ρευστοποιήσεις, που εντέλει λειτουργούν ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία, προκαλώντας οικονομική ύφεση.

Η θεωρία θα ίσχυε εάν οι τιμές των χρηματοπιστωτικών τίτλων βρίσκονταν σε αντιστοιχία με τα θεμελιώδη μεγέθη των επιχειρήσεων. Δυστυχώς, όμως, ούτε βρίσκονταν ούτε βρίσκονται σε αντιστοιχία, τουλάχιστον ακόμη. Ο ρυθμός μεγέθυνσης της βιομηχανικής παραγωγής στις ΗΠΑ και τη Γερμανία είναι αρνητικός από τις αρχές του 2019, ενώ από το δεύτερο εξάμηνο του περασμένου έτους η παραγωγή μειώνεται και σε απόλυτα νούμερα. Αυτό αντανακλάται στη στασιμότητα και τον περιορισμό της όποιας οικονομικής μεγέθυνσης παρατηρήθηκε μετά το 2016.

Όμως οι τιμές των μετοχών συνέχισαν να αυξάνουν. Χαρακτηριστικά, ο δείκτης S&P 500 του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης αυξήθηκε κοντά στο 28% το 2019. Ανάλογη ήταν η πορεία του γερμανικού δείκτη (DAX) αλλά και των υπόλοιπων χρηματιστηρίων. Σε αυτές τις συνθήκες η επιδημία του κορονοϊού έδρασε ως πυροδοτικός μηχανισμός διόρθωσης, αφού εξάλειψε και την τελευταία προσδοκία σύγκλισης της εταιρικής κερδοφορίας με τις τιμές των μετοχών.

Η εξελισσόμενη χρηματιστηριακή πτώση έφερε και θα φέρει στην επιφάνεια την υποβόσκουσα ύφεση, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, όπου Γερμανία και Γαλλία είχαν σχεδόν μηδενικούς ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ το 2019. Κοντολογίς, βιώνουμε την αποτυχία της πολιτικής των δέκα τελευταίων ετών.

Όμως, απ’ ό,τι φαίνεται, η αντίδραση κε­ντρικών τραπεζών, κυβερνήσεων και υπερεθνικών οργανισμών, όπως η ΕΕ, θα είναι ανάλογη με το 2008. Οι κεντρικές τράπεζες, όπως ανακοίνωσαν ήδη, θα δώσουν επιπλέον ρευστότητα, παρόλο που είναι σαφές ότι η ρευστότητα αυτή τροφοδότησε τη χρηματι­στηριακή φούσκα. Σκοπός τους είναι να χρηματοδοτήσουν τις ζημίες των τραπεζών από την πτώση των χρηματιστηρίων.

Η κ. Μέρκελ από την άλλη, όπως και το 2008, δήλωσε πρόθυμη να συζητήσει κάποια μέτρα δημοσιονομικής χαλάρωσης. Βέβαια, για να μη δημιουργούμε λάθος προσδοκίες, τα μέτρα αυτά θα στοχεύουν στη διευκόλυνση των τραπεζών και των επιχειρήσεων και όχι στην ανακούφιση έστω των εργαζομένων και των ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων.

Στη δημοσιονομική χαλάρωση (περιορισμό των πλεονασμάτων) προσβλέπει και η ελληνική κυβέρνηση, που είδε την ατζέντα της ανάπτυξης και των επενδύσεων που ευαγγελιζόταν να «καίγεται» οριστικά από το πρώτο οκτάμηνο της θητείας της. Θα προσπαθήσει έτσι να περισώσει ό,τι μπορεί από τον προϋπολογισμό του 2020, εμφανίζοντας παράλληλα την όποια δημοσιονομική ελάφρυνση ως διαπραγματευτική επιτυχία.

Το θέμα είναι μέχρι πότε ο κόσμος θα μένει εγκλωβισμένος σε αυτήν την άγονη και κοινωνικά άδικη πολιτική.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Φωτό: banks.com.gr


Σχολιάστε εδώ