ΙΕΛΚΑ: Σαφής βελτίωση του καταναλωτικού κλίματος στο αγοραστικό κοινό των αλυσίδων σουπερμάρκετ
-Συνεχίζεται η στροφή στην ποιότητα της τελευταίας διετίας, αλλά και ουσιαστική εξοικονόμηση από τις προσφορές
Το ΙΕΛΚΑ (Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών) στην ετήσια πανελλήνια έρευνα καταναλωτών σουπερμάρκετ, με δείγμα 2.000 ατόμων η οποία πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 2019, εξετάζει ανάμεσα σε άλλα θέματα το οικονομικό καταναλωτικό κλίμα και βασικές αγοραστικές συνήθειες.
Όπως φαίνεται από τα αποτελέσματα της έρευνας ο Έλληνας καταναλωτής μετά από αρκετά χρόνια δείχνει μία μεγαλύτερη αισιοδοξία και άνεση σε σχέση με το εισόδημα του, η οποία αναμένεται να μεταφραστεί σε αύξηση των πωλήσεων στο λιανεμπόριο τροφίμων και σε στροφή σε πιο ποιοτικές επιλογές προϊόντων.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας για πρώτη φορά την τελευταία 5ετία καταγράφεται στην έρευνα του 2019, πλειοψηφία καταναλωτών αισιόδοξη σε σχέση με το εισόδημα της το 2020, σε ποσοστό 19% έναντι 15% με αρνητικές απαντήσεις.
Παράλληλα η πλειοψηφία των καταναλωτών σε ποσοστό 31% δηλώνει ότι εκτιμά ότι θα αυξήσει τη δαπάνη της σε είδη σουπερμάρκετ το 2020, έναντι 12% που δηλώνει ότι θα τη μειώσει.
Αυτή η σαφής βελτίωση στο καταναλωτικό κλίμα αναμένεται να επηρεάσει και τις καταναλωτικές συνήθειες. Ήδη συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια οπότε και καταγραφόταν σαν βασικό κριτήριο επιλογής προϊόντων τα χρήματα που δαπανούν οι καταναλωτές, στην τελευταία μέτρηση καταγράφεται με διαφορά η ποιότητα σαν βασικό κριτήριο επιλογής τροφίμων με ποσοστό 37% έναντι 31% των χρημάτων που ξοδεύει ο καταναλωτής.
Παράλληλα συνεχίζει να αυξάνεται τόσο το store loyalty όσο και το brand loyalty, με τους καταναλωτές να δηλώνουν ότι δεν αλλάζουν κατάστημα και επωνυμία προϊόντων σε ποσοστά 49% και 32% αντίστοιχα, τα οποία είναι τα υψηλότερα που έχουν καταγραφεί την τελευταία 8ετία.
Πρόκειται για μία εξέλιξη η οποία επίσης καταδεικνύει την επιστροφή του καταναλωτή σε κριτήρια ποιότητας συγκριτικά με το παρελθόν. Οι μεγάλες αλυσίδες σουπερμάρκετ άλλωστε έχουν προσαρμοστεί σε αυτή την τάση, προσπαθώντας να παρέχουν πρώτον υψηλή ποιότητα για τον καταναλωτή και δεύτερον εναλλακτικές προϊοντικές επιλογές στον καταναλωτή, μέσω αύξησης της ποικιλίας των γνωστών επωνύμων προϊόντων, αλλά και των αναβαθμισμένων προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας.
Δεν πρέπει όμως να θεωρούμε ότι οι συνέπειες της ύφεσης στην αγορά θα εξαφανιστούν αυτοστιγμή.
Πρόκειται για μία διαδικασία η οποία θα πάρει χρόνο και θα εξαρτηθεί από το κατά πόσον οι ευνοϊκές συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί θα συνεχίσουν να υφίστανται. Ενώ συνήθειες που υιοθετήθηκαν την προηγούμενη δεκαετία, όπως έντονη κινητικότητα του Έλληνα καταναλωτή, η οποία εκφράζεται μέσω των περισσότερων επισκέψεων, καθώς και η στροφή του καταναλωτικού κοινού σε πιο «έξυπνες αγορές», πιο πολύπλοκές διαδικασίες λήψης απόφασης αγοράς και μεγαλύτερες απαιτήσεις από τις επιχειρήσεις, συνεχίζουν να καταγράφονται και πλέον αποτελούν στοιχείο που έχει ενσωματωθεί στην αγοραστική συμπεριφορά των Ελλήνων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η επιλογή προσφορών και εκπτώσεων από τον καταναλωτή. Οι καταναλωτές εξακολουθούν να κυνηγούν τις προσφορές και να εξοικονομούν σημαντικά ποσά χρημάτων από τις διαφόρων τύπων εκπτώσεις, τα οποία μεσοσταθμικά αντιστοιχούν για το 2019 στο 12,3% της αξία των αγορών τους.
Πρακτικά, η μηνιαία συνολική αξία αυτών των ενεργειών αντιστοιχεί κατά μέσο όρο σε όφελος σε πάνω από 300 ευρώ ετησίως. Μέσω της διατήρησης των προσφορών και προωθητικών ενεργειών οι μεγάλες αλυσίδες σουπερμάρκετ παρέχουν στον καταναλωτή τα εργαλεία για τη διαχείριση των χρημάτων που δαπανά, με στόχο την αύξηση της σχέσης αξίας-κόστους ή value for money.
Το πλεονέκτημα του σουπερμάρκετ συγκριτικά με άλλα κανάλια πώλησης στο να προσφέρει στον καταναλωτή αυτό που ζητάει φαίνεται από το ότι το 80% των καταναλωτών θεωρούν ότι στα σουπερμάρκετ βρίσκουν περισσότερες προσφορές και εκπτώσεις σε σχέση με άλλα καταστήματα.
Η καταγραφόμενες τάσεις αποτελούν μία ευκαιρία για τον κλάδο του λιανεμπορίου, καθώς ειδικά για το λιανεμπόριο τροφίμων, η σχέση αξίας-τιμής αξιολογείται ιδιαίτερα υψηλά σε ποσοστά που το 2019 έφτασαν το 83%. Σε συνδυασμό με την προβλεπόμενη αύξηση των πωλήσεων, το 2020 αποτελεί μία πρόκληση για τις εταιρείες του κλάδου προκειμένου να επιτύχουν τους εδώ και χρόνια πολυαναμενόμενους ρυθμούς ανάπτυξης που χρειάζονται οι επιχειρήσεις και η χώρα.