ΔΕΞΙ ΚΙΤΡΙΝΟ ΛΟΥΣΤΡΙΝΙ
Συγγραφέας
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΤΕΚΟΥ
Κάλυμνος 1934, ιταλική κατοχή.
Η Θεμελίνα και η Χριστίνα, συμμαθήτριες και αδελφικές φίλες, μοιράζονται τα πάντα: σκέψεις, όνειρα, φοβίες, τη στοργική μητέρα της Θεμελίνας, ένα ζευγάρι κίτρινα λουστρίνια, που τα φοράνε εναλλάξ, αλλά και ένα φρικιαστικό μυστικό που τις κατατρύχει.
Όταν κάποια στιγμή γίνονται μάρτυρες ενός βιασμού που καταλήγει σε φόνο, έρχονται τα πάνω κάτω στη ζωή τους, αφού δράστης είναι ο Ιταλός διοικητής του νησιού. Λίγο καιρό αργότερα η Χριστίνα εξαφανίζεται, αφήνοντας ως μοναδικό ίχνος το ένα από τα δύο αγαπημένα της κίτρινα λουστρίνια, το δεξί, ενώ η Θεμελίνα με τη μητέρα της ακολουθούν με άλλους συμπατριώτες τους τον δρόμο της μετανάστευσης.
Δεύτερη πατρίδα τους θα είναι στο εξής το Σαλέν ντε Ζιρό, στη Νότια Γαλλία, όπου οι συνθήκες εργασίας στις αλυκές είναι παραπάνω από σκληρές, ενώ όλοι οι ξένοι έρχονται καθημερινά αντιμέτωποι με τον ρατσισμό, τα στυγνά αφεντικά και την απόλυτη φτώχεια.
Νέες φιλίες, έρωτες και μικρές ευτυχισμένες στιγμές κάνουν τον καιρό να περνά γρήγορα, ώσπου ξεσπά ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και η ζωή της Θεμελίνας αλλάζει προς το χειρότερο. Εγκλήματα, δωσίλογοι, στρατόπεδα αιχμαλωσίας, κρεματόρια, Αντίσταση και ένας έρωτας γεννημένος μέσα στις φλόγες του πολέμου ατσαλώνουν τη θέλησή της για ζωή – ωστόσο… δεν παύει να νιώθει μισή. Μέχρι που ένα κίτρινο λουστρίνι βρίσκεται έξω από την πόρτα της.
Ένα βιβλίο για την αληθινή φιλία, τον ρατσισμό και την ξενοφοβία, το παράλογο της βίας και του πολέμου, τον θάνατο και τον έρωτα. Σημείο αναφοράς στην ξέγνοιαστη νιότη και την ελπίδα: ένα ζευγάρι κίτρινα λουστρίνια.
Απόσπασμα βιβλίου
Πόθια Καλύμνου, Απρίλιος 1934
ΜΕ ΜΙΑ γκριμάτσα που φανέρωνε αηδία, η Θεμελίνα κατάπιε μονομιάς την απαίσια αμπούλα με το μουρουνόλαδο που τους υποχρέωναν να πίνουν στο Παρθεναγωγείο μετά το συσσίτιο. Ευτυχώς είχε κρατημένα στην τσέπη της μια μπουκιά σταφιδόψωμο κι ένα ξερό σύκο για να διώξει την απαίσια γεύση από το στόμα. Ακριβώς την ίδια επίδραση με το αηδιαστικό λάδι είχαν πάνω της και τα μαθήματα, αφού διδάσκονταν στην πιο μισητή γλώσσα, τα ιταλικά. Χίλιες φορές να ’μενε στο σπίτι της και να βοηθούσε τη μητέρα της στις δουλειές ή να ’παιζε έξω στους δρόμους μάνταλα σάνταλα.
Αν ήταν στο χέρι της δε θα πήγαινε σχολείο μήτε θα ξανάβλεπε τον σινιόρε Βίτο και τη χοντρή βέργα από λυγαριά που κράδαινε απειλητικά. Μα δεν της έπεφτε λόγος, καθώς στο σπίτι έκανε κουμάντο η μητέρα της, και η Νομική πίστευε πως μόνο τα γράμματα προσφέρουν πραγματική ελευθερία, αφού δεν μπορεί κανείς να σου τα αρπάξει… όπως και τα όνειρα. Δίκιο είχε, αλλά…
Η Θεμελίνα ξεκόλλησε τη ματιά της από τον μαυροπίνακα αφήνοντας το βλέμμα της να αλαφροπερπατήσει πάνω στα πρόσωπα των συμμαθητριών της. Τι λυπηρό θέαμα οι πρησμένοι από την ασιτία αδένες της Σοφούλας και της Άννας, τα μάτια της Κυριακής και της Σταυριανής, που φάνταζαν τεράστια σε σχέση με το ισχνό τους πρόσωπο, ενώ πιο δίπλα καθόταν η Ελένη, που έτριβε τα δικά της κόκκινα μάτια με μανία σαν να είχε τράχωμα. Όσο για τα ρούχα που φορούσαν όλες τους, ήταν χιλιομπαλωμένα και πολλές φορές όχι στα μέτρα τους. Ούτε συζήτηση για παπούτσια! Πού τέτοια πολυτέλεια! Ξυπόλυτες ήταν, με τις φτέρνες τους να ’χουν αποκτήσει τραχιά υφή. Αυτό όμως που φάνταζε πιο θλιβερό στα μάτια της Θεμελίνας ήταν τα κουρεμένα γουλί κεφάλια τους. Δεν υπήρχε ούτε μια μακριά τρίχα να πιστοποιεί τη θηλυκότητά τους και, πιότερο από όλα, τούτη η απουσία τριχών –απαραίτητη προϋπόθεση για να μην κολλήσουν ψείρες– καταβαράθρωνε το ηθικό τους.
Πήγαινε καιρός που η Θεμελίνα είχε κόψει για πρώτη φορά την πλούσια κόμη της και είχε σχεδόν ξεχάσει το ανοιχτό ρουμπινί χρώμα που αποκτούσαν οι μπούκλες της καθώς έπεφταν με χάρη στους ώμους. Αναστέναξε. Θα ’λεγε κανείς πως η ματαιοδοξία δεν μπορεί να βρίσκει χώρο στη γυναικεία ψυχή όταν υπάρχουν πείνα, αρρώστιες, φόβος και καταπίεση, όπως και ότι μια κοπέλα δεν μπορεί να λιώνει από έρωτα στα δεκατρία της για κάποιον που δε θα ενδιαφερόταν ποτέ για τις καμπύλες που είχαν ήδη αρχίσει να σχηματίζονται στο σώμα της και δε θα έμενε ποτέ ξάγρυπνος καταστρώνοντας σχέδιο για να της κλέψει ένα φιλί κάτω από την ίσκιο μιας χοντρόριζης ελιάς.
Να γιατί επιθυμούσε όσο τίποτε άλλο να ήταν πιο ψωμωμένη, ιδίως στο μπούστο και στα μάγουλα, να είχε ολοκαίνουργιο φόρεμα όπως εκείνα που φορούσαν οι σύζυγοι των Ιταλών αξιωματούχων, κλειστά δερμάτινα γοβάκια που θα κάλυπταν τις πληγές των ποδιών της, και μακριά, πολύ μακριά μαλλιά, που θα ανέμιζαν πέρα δώθε αποσπώντας τον αντρικό θαυμασμό. Ίσως τότε ο Στέφανος να διέκρινε τη φλόγα που σιγόκαιγε μέσα της έτοιμη να την κάψει ολόκληρη.
Το καμπανάκι σήμανε το τέλος του μαθήματος, και η Θεμελίνα βιάστηκε να γεμίσει την πάνινη σάκα της με τα τετράδια και το Αναγνωστικό, φροντίζοντας να μην ξεχάσει πάλι το κατσαρόλι για το γάλα του συσσιτίου. Θαρρείς στα πόδια της είχαν φυτρώσει φτερά και την απομάκρυναν από τις συμμαθήτριές της, που χαζολογούσαν και χασκογελούσαν σχεδιάζοντας πώς θα περνούσαν τις υπόλοιπες ώρες της ημέρας.
Περνώντας μπροστά από το πηγάδι του Παπαβασίλη, με το οποίο βολεύονταν γεμίζοντας τις λαήνες τους όσοι δεν είχαν στέρνες, την προσοχή της τράβηξε η ψηλή κορμοστασιά του Στέφανου. Μια τρεχάλα που ’βαλε για να τον προφτάσει –λιλλίρρισε* η καρδιά της–, όμως, όταν έπεσε κατευθείαν πάνω του εξαιτίας της φόρας που ’χε πάρει, αντιλήφθηκε πως ο δεκαεξάχρονος ομορφονιός χαριεντιζόταν με την Ευδοξία.
Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΤΕΚΟΥ γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε γαλλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και πήρε μεταπτυχιακό τίτλο από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών στη Διοίκηση Επιχειρήσεων. Εργάστηκε ως διοικητική υπάλληλος για αρκετά χρόνια σε πολυεθνικές εταιρείες, ενώ πλέον κάνει μεταφράσεις και παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα σε παιδιά.
Από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ κυκλοφορούν επίσης τα μυθιστορήμα της ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΦΩΣ και Η ΜΟΙΡΑ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ, καθώς και το βιβλίο της για εφήβους YOLO – ΖΕΙΣ ΜΟΝΑΧΑ ΜΙΑ ΦΟΡΑ.
Δείτε εδώ όλα τα βιβλία του συγγραφέα
Κατηγορία: Ελληνική Λογοτεχνία, Ιστορικό Μυθιστόρημα, Κοινωνικό
ISBN: 978-618-01-3388-2
ISBN e-book: 978-618-01-3389-9
Δείτε το video του βιβλίου