ΣΤΗΝ ΚΛΕΙΣΤΗ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΦΥΤΡΩΝΟΥΝ ΑΓΡΙΑ ΧΟΡΤΑ

ΣΤΗΝ ΚΛΕΙΣΤΗ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΦΥΤΡΩΝΟΥΝ ΑΓΡΙΑ ΧΟΡΤΑ

Τό σπίτι ήτανε κλειστό
μά καί παρατημένο
μόνο στήν πόρτα τήν κλειστή
σκουπίδια φορτωμένο.
•••
Όποιος περνούσε από κεί
έκανε τόν σταυρό του
γιατί η βρώμα κάλπαζε
στό αναπνευστικό του.
•••
Αποτελεί μυστήριο
τό γεγονός ετούτο,
ποιός άφησε τό οίκημα
έρμο, καί σκορβούτο.
•••
Γείτονες δέν υπήρχανε,
τί διάολο συμβαίνει
-στ’ αρχοντικό τό άλλοτε
κανείς δέν μπαινοβγαίνει.
•••
Καί έτσι τό ονόμασαν
«Τών σκουπιδιών ο κάδος».
Τό παλατάκι τών καιρών
καί σήμερα ο σκλάβος.
•••
Μία Κυρία άγνωστη
στά ξαφνικά μιά μέρα
-νομίζω ήταν Κυριακή
καί ίσως καί Δευτέρα,
•••
ανέβαινε τών σκουπιδιών
τήν γέφυρα τήν σάπια
λές κι ήτανε κοτόπουλο
έστω καί κάποια πάπια.
•••
Όλοι τήν επερνούσανε
γιά άρρωστη, τρελάρα
ακόμη καί τού Δήμαρχου
τά θορυβώδη κάρα.
•••
Είδαν στά χέρια της κλειδιά
-μυστήριο καί τούτο-
πού λές πώς ήτανε θνητέ,
συγκάτοικος τού Βρούτο.
•••
Κρατούσε μιά βελούδινη
τσάντα Αρχοντοπούλας
ενώ τήν ονομάσανε
«Πατρόνα κάποιας τσούλας».
•••
Γιατί, τί γύρευε εκεί
-καί τά κλειδιά, κλειδάκια.
Ποιός τά ενεχυρίασε
κι ανοίγει παλατάκια
•••
Αυτή όμως περήφανα
μπήκε στό παλατάκι
τήν πόρτα κλείνοντας βαριά
λές κι ήτανε καπάκι.
•••
Η απορία του παντός!
Κάτι γυφτοαλήτες
πολύ κοντά ώς ήτανε
ακούσαν καί τούς σύρτες,
•••
νά κράζουν από μέσαθε
όπως κάποια κοράκια.
Και κάθισαν σ’ ένα σκαλί
«πίνοντας» τσιγαράκια.
•••
Η βρώμα τόσων σκουπιδιών
ουδόλως ενοχλούσε
τό πλήθος τό περίεργο
πού καιροφυλακτούσε.
•••
Γιατί στήν βρώμα έζησαν
ολόκληρον τόν βίον
σέ τούτον τόν παλιόκοσμο
μυριάδων μικροβίων.
•••
Περίμεναν, καί η Κυρά
σέ λίγο κατεβαίνει
λέγοντας υπερήφανα:
«Στόν οίκον τούτον μπαίνει
•••
καθώς είναι ακατοίκητος,
καί άλλοτε τού Πατρός Σας».
Καί χάθηκε μέ τά κλειδιά
στόν δρόμο τόν παλιό σας.

Εάν εσείς δέν μάθατε
πώς ήταν η Πατρίδα
είναι ερείπιο εκεί…
ΜΠΗΚΑ ΚΑΙ ΕΙΠΑ: ΕΙΔΑ…
………………………………………
«Πατρός σας και μητρός σας
και των άλλων προγόνων…»

ΤΟ ΠΑΡΟΝ


 
Απολαύστε περισσότερο Φιοράντε  ΕΔΩ


Σχολιάστε εδώ