Μπορεί η Ελλάδα να ζητήσει και να περιμένει μια ενεργή παρέμβαση των ΗΠΑ κατά των τουρκικών προκλήσεων και απειλών;

Μπορεί η Ελλάδα να ζητήσει και να περιμένει μια ενεργή παρέμβαση των ΗΠΑ κατά των τουρκικών προκλήσεων και απειλών;


Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.


Στόχος της πρόσφατης επίσκεψης που πραγματοποίησε ο πρωθυπουργός κ. Κυριάκος Μητσοτάκης στις ΗΠΑ ήταν, χωρίς αμφιβολία, να συζητήσει και να αναπτύξει, μεταξύ άλλων, σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο τις διαστάσεις των μεθοδευμένων τουρκικών προκλήσεων στο Αιγαίο και στην Κύπρο και των συναφών κινδύνων που συνεπάγονται για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις –και όχι μόνο–, αφού κανείς πλέον δεν αποκλείει την πρόκληση «θερμού» επεισοδίου.

Ασφαλώς, στους συνομιλητές του θα ανέπτυξε τους λόγους και τα κίνητρα της τουρκικής συμπεριφοράς, που είναι φανερό ότι αποσκοπεί όχι απλά στη διεκδίκηση δικαιωμάτων στον αιγαιακό χώρο και ανατολικότερα, αλλά στην αλλαγή του status quo, το οποίο έχει καθιερωθεί με διεθνείς και ιστορικές συμβάσεις. Τα πιθανά ενεργειακά αποθέματα στην περιοχή απλώς άνοιξαν την όρεξη των γειτόνων, δίνοντας περαιτέρω ώθηση στις επιδιώξεις τους.

Είναι βέβαιο ότι η αμερικανική πλευρά γνωρίζει καλά την τουρκική παραβατικότητα στο Αιγαίο και τον κυπριακό χώρο. Η πρεσβεία τους στην Αθήνα σίγουρα ενημερώνει το υπουργείο τους των Εξωτερικών ανελλιπώς και λεπτομερώς για τις ελληνικές θέσεις, όπως, ασφαλώς, πράττει και η ελληνική πρεσβεία στην Ουάσινγκτον στις συχνές επαφές με αμερικανούς αξιωματούχους. Διαφορετική, όμως, βαρύτητα και περιεχόμενο έχει μια ad hoc συνάντηση σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο με τον αμερικανό Πρόεδρο, ο οποίος έχει τη φήμη ότι σε πολλές αποφάσεις του σε θέματα εξωτερικής πολιτικής ενεργεί απρόβλεπτα, ενώ είναι γνωστές και οι φιλικές σχέσεις που διατηρεί με τον τούρκο ομόλογό του Ταγίπ Ερντογάν.

Ίσως να μη μάθουμε ποτέ τι ακριβώς διημείφθη μεταξύ των κ. Μητσοτάκη – Τραμπ στις κατ’ ιδίαν συνομιλίες τους! Ή ύστερα από πολλά χρόνια, όταν το State Department αποφασίσει, όπως συνηθίζεται στις ΗΠΑ, να προβεί σε άρση του απορρήτου και επιτρέψει τη δημοσιοποίηση εγγράφων που αφορούν την εξωτερική πολιτική. Μια ανάλογη πρακτική είναι σχεδόν άγνωστη στην Ελλάδα. Η απόλυτη σιωπή που τήρησε ο αμερικανός Πρόεδρος στη δημόσια καταγγελία του έλληνα πρωθυπουργού για τις τουρκικές προκλήσεις, όπως και την παράνομη υπογραφή του τουρκολιβυκού μνημονίου κατανόησης, σχολιάσθηκε ευρύτατα και δόθηκαν διάφορες ερμηνείες.

Πλέον βάσιμη η ερμηνεία ότι με τη σιωπή του ο αμερικανός Πρόεδρος – ήκιστα διπλωματική– επιβεβαίωσε την πάγια και παραδοσιακή πολιτική των ΗΠΑ ένα­ντι Ελλάδας και Τουρκίας, εκείνη των ίσων αποστάσεων. Θα μπορούσε ο έλληνας πρωθυπουργός, και όχι μόνο ο σημερινός, να απαιτήσει μια ενεργή παρέμβαση των ΗΠΑ σε περίπτωση ορατής τουρκικής απειλής; «Ναι», απαντάνε όσοι υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα διαθέτει ένα ισχυρό, μεταξύ άλλων, όπλο, εκείνο των αμερικανικών βάσεων και ειδικότερα της Σούδας στην Κρήτη, του αβύθιστου, όπως χαρακτηρίζεται, αεροπλανοφόρου της Μεσογείου.

Προς ενίσχυση της θέσης τους επικαλούνται την πρακτική της Τουρκίας, η οποία, όταν οι διμερείς σχέσεις με τις ΗΠΑ οξύνονται, απειλεί με κλείσιμο των αμερικανικών βάσεων στο Ιντσιρλίκ. Πρόκειται, ασφαλώς, για υπεραπλουστεύσεις, γιατί το κλείσιμο μιας ξένης στρατιωτικής βάσης δεν είναι εύκολη υπόθεση. Εκτός των αναμενόμενων αντιδράσεων της άλλης πλευράς, πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις στην ίδια τη χώρα.

Η Τουρκία, όντως, εφαρμόζει τέτοιου είδους εκβιαστικές πρακτικές οσάκις οι σχέσεις με τις ΗΠΑ δοκιμάζονται. Με την κρίση στο Συριακό και προ του κινδύνου να αναδειχθεί το κουρδικό ζήτημα, ο
Ερ­ντογάν στράφηκε εκβιαστικά προς τη Μόσχα, με την οποία συνήψε στρατηγική συνεργασία, όπως και συμφωνία για προμήθεια του ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος των S-400, γεγονός που προκάλεσε μεγάλη ανησυχία στην Ουάσινγκτον και το ΝΑΤΟ.

Έναντι της ΕΕ και των κοινοτικών χωρών το καθεστώς Ερντογάν εγείρει συχνά πυκνά την απειλή να ανοίξει τα σύνορα και να πλημμυρήσει την Ευρώπη με δύο εκατομμύρια πρόσφυγες και οικονομικούς μετανάστες που βρίσκονται εγκλωβισμένοι στην Τουρκία και τούτο παρά το πρωτόκολλο συνεργασίας ΕΕ – Τουρκίας, το οποίο προβλέπει και γενναία οικονομική ενίσχυση της Τουρκίας ύψους άνω των 2 δισ. ευρώ.

Οι εκβιασμοί της Άγκυρας προς τις ΗΠΑ, την ΕΕ και τη Δύση γενικότερα και κυρίως η απειλή ανάπτυξη στενής συνεργασίας με τη Ρωσία φαίνεται να αποδίδουν, επιβεβαιώνοντας όσα κατά καιρούς ισχυρίζεται ο τούρκος Πρόεδρος, ο οποίος τονίζει ότι «η Δύση έχει περισσότερο ανάγκη την Τουρκία και όχι η Τουρκία τη Δύση».

Υπό το φως των ανωτέρω, επανέρχομαι στο αρχικό ερώτημα, αν η Ελλάδα, δηλαδή, μπορεί να απαιτήσει από τις ΗΠΑ μια έμπρακτη συμπαράσταση έναντι της τουρκικής παραβατικότητας ή σε περίπτωση μη ανταπόκρισης της άλλης πλευράς να θέσει υπό αμφιβολία τη μελλοντική λειτουργία των αμερικανικών βάσεων στη χώρα μας.

Η δεύτερη επιλογή είναι επισφαλής και δεν ανταποκρίνεται στις πολιτικές και κοινωνικές πραγματικότητες της Ελλάδας. Αυτό όμως που ενδείκνυται και οφείλει να πράξει η ελληνική διπλωματία, χωρίς να εκλιπαρεί και να ικετεύει, είναι να καταστήσει σαφές στην Ουάσινγκτον ότι η πολιτική των ίσων αποστάσεων θέτει σε ίδια μοίρα τον θύτη με τον θύμα, γεγονός που αδικεί κατάφωρα την Ελλάδα. Ευθαρσώς να υπογραμμίσει στους συνομιλητές της ότι η Ελλάδα υπήρξε και είναι παράγων σταθερότητας και ειρήνης στην περιοχή μας, σε αντίθεση με τη Τουρκία, που ενεργεί αποσταθεροποιητικά και έχει καταστεί ο ταραχοποιός ολόκληρης της περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου. Μεγάλη ευθύνη, ασφαλώς, για αυτήν τη συμπεριφορά της Τουρκίας φέρουν ΗΠΑ και Ρωσία μαζί, που εμμέσως αναγνώρισαν στην Άγκυρα ρόλο περιφερειακής δύναμης.

Η μόνη αποφασιστική πολιτική έναντι των ΗΠΑ στην πρόσφατη ιστορία των ελληνοαμερικανικών σχέσεων ήταν εκείνη της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου, της πρώτης τετραετίας, όταν ο Παπανδρέου ως πρωθυπουργός ζήτησε και απομάκρυνε τις αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις από το αεροδρόμιο του Ελληνικού και τη Νέα Μάκρη, πλησίον του Μαραθώνα.

Επίσης επέτρεψε τον ελλιμενισμό, για επισκευαστικούς σκοπούς, του τότε Σοβιετικού Στόλου στα ναυπηγεία του Νεωρίου Σύρου. Και μια τελευταία παρατήρηση. Προς τι, αλήθεια, η υπογραφή και επικύρωση από τη Βουλή της πρόσφατης Συμφωνίας Αμυντικής Συνερ­γασίας με τις ΗΠΑ, με την οποία παρέχονται πρόσθετες και σημαντικές στρατιωτικές βάσεις σε Αλεξανδρούπολη, Βόλο και Λάρισα;

ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Φωτό: iefimerida.gr


Σχολιάστε εδώ