Η νέα κρίση στη Συρία, το διπλό παιχνίδι Ερντογάν και η αναγκαία επαγρύπνηση της Ελλάδος
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Η Άγκυρα βρήκε πρόσφορη λύση τη μεταφορά από τη Συρία μερικών χιλιάδων ελεγχομένων απ’ αυτήν μισθοφόρων τζιχαντιστών στη Λιβύη, στο νέο φιλόδοξο μέτωπο που άνοιξε. Η κίνηση αυτή αποδυνάμωσε τις θέσεις των Ισλαμιστών ανταρτών στην Ιντλίμπ, που είναι η μόνη περιοχή που δεν έχει απελευθερωθεί από τον Συριακό στρατό του Άσαντ. Παραμένει επίσης η «ζώνη ασφαλείας», κατά μήκος των Τουρκικών συνόρων και μικρές άλλες περιοχές, όπως το Καμισλί και το Ντέιρ Ελ Ζόρ, που ελέγχονται από τους Αμερικανούς.
Η Δαμασκός είδε στη συγκυρία αυτή μια ευκαιρία να προωθήσει την απελευθέρωση της επαρχίας της Ιντλίμπ και να αποκαταστήσει την ενότητα της χώρας. Πολύ περισσότερο όταν η Άγκυρα, παραβιάζοντας τη συμφωνία της Αστάνα και του Σότσι, που υπέγραψε με τη Ρωσία και το Ιράν, προσπαθεί να μονιμοποιήσει την παρουσία της και να εγκαθιδρύσει στην περιοχή ένα υποχείριο ψευδοκράτος Τουρκμένων, με εποικισμό και δημογραφική αλλοίωση.
Ο Ερντογάν πίστευε ότι οι καλές σχέσεις με τη Ρωσία ήταν αρκετές για να του εξασφαλίσουν ελευθερία δράσεως και να δέσουν τα χέρια του Άσαντ. Η επικοινωνιακή όμως πολιτική της Άγκυρας, που προσπαθούσε να συγκαλύψει τις δικές της ευθύνες και να παρουσιάσει ως επιτιθέμενο τον Συριακό στρατό, αποκαλύφθηκε από τους Ρώσους συμμάχους της. Οι τελευταίοι τεκμηρίωσαν τα Τουρκικά ψεύδη και υπενθύμισαν, πρώτον, ότι τα παρουσιαζόμενα ως «θύματα» είναι Ισλαμιστές τρομοκράτες της Αλ Κάιντα και της Αλ Νούσρα και, δεύτερον, ότι ο Συριακός στρατός πολεμάει στη Συρία για την ελευθερία και την ανεξαρτησία της πατρίδας του.
Η Τουρκική πλευρά υπέστη δεινή ήττα. Ο Συριακός στρατός απελευθέρωσε περιοχή εκτάσεως 600 τ.χλμ. Η Άγκυρα συγκεντρώνει στα σύνορα μεγάλες δυνάμεις και απειλεί με επέμβαση, προσπαθώντας να αποσοβήσει περαιτέρω προέλαση του Συριακού στρατού. Γνωρίζει όμως ότι πίσω από τον Πρόεδρο Άσαντ είναι η Ρωσική άρκτος, η οποία ανέλαβε πολύ μεγάλους κινδύνους για να διασώσει το καθεστώς Άσαντ από την εκστρατεία των Ισλαμιστών και να διασφαλίσει τη δική της θέση στη Μέση Ανατολή και τη Μεσόγειο. Η Μόσχα δεν θα θυσίαζε ποτέ τη Συρία, που είναι ο σταθερός στρατηγικός της σύμμαχος, χάριν της Τουρκίας, που την έχει τόση ανάγκη όση, τουλάχιστον, και η ίδια αυτήν.
Η στροφή της Άγκυρας προς τη Μόσχα έγινε, πρώτον, προς αποτροπή του Κουρδικού κινδύνου, που ανεδύθη μετά τον πόλεμο στη Συρία, με τη μορφή της Αυτόνομης Κουρδικής Περιοχής, και, δεύτερον, για την προβολή της Τουρκίας ως αυτόνομης περιφερειακής δυνάμεως, που έχει τη δική της ανεξάρτητη πολιτική και στρατηγική. Η Άγκυρα είναι πάντα καχύποπτη απέναντι στις ΗΠΑ, σε σχέση με το Κουρδικό.
Πιστεύει ότι οι ΗΠΑ, σε συνεργασία με το Ισραήλ, καραδοκούν να βρουν την κατάλληλη ευκαιρία για να προωθήσουν τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου Κουρδικού κράτους. Στο πνεύμα αυτό, θεωρούν το άνοιγμα προς τη Μόσχα ως αναγκαίο αντιστάθμισμα και αποτροπή του κινδύνου αυτού. Πιστεύοντας ότι ο κίνδυνος αυτός έχει ελεγχθεί, ως αποτέλεσμα της δημιουργίας ζώνης ασφαλείας στα σύνορα με τη Συρία και της Τουρκικής παρουσίας στο Αφρίν και στην επαρχία Ιντλίμπ, η Άγκυρα εκτιμά ότι έχει τώρα περιθώριο να ασκήσει πίεση προς τη Ρωσική πλευρά για να αναχαιτίσει την προέλαση του Συριακού στρατού και να δεχθεί τη μονιμοποίηση της κατοχής της στην περιοχή αυτή της Συρίας. Δεν διστάζει, ως συνήθως, να χρησιμοποιήσει για τον σκοπό αυτό ως αντίβαρο την άλλη πλευρά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση τις ΗΠΑ.
Οι τελευταίες, κατά τρόπο μάλιστα πολύ αναξιοπρεπή, σπεύδουν να ανταποκριθούν σ’ αυτό το παιχνίδι, κάνοντας δηλώσεις υποστηρίξεως και λησμονώντας ότι οι προστατευόμενοι του Ερντογάν στην Ιντλίμπ είναι Ισλαμιστές τρομοκράτες, τους οποίους υποτίθεται ότι πολεμούν στη Συρία και αλλού. Δεν εκπλήσσει η Αμερικανική πολιτική στην περιοχή, που μας έχει συνηθίσει σε συνεχείς παλινωδίες και ανατροπές. Αυτό, όμως, που ενδιαφέρει ιδιαίτερα και πρέπει να ανησυχεί την Ελλάδα είναι το ενδεχόμενο η κρίση στη Συρία και στις Ρωσοτουρκικές σχέσεις να προκαλέσει μια νέα Αμερικανο-Τουρκική προσέγγιση σκοπιμότητας.
Οι πιθανότητες για μια τέτοια προσέγγιση είναι μικρές, γιατί οι αλλαγές που έχει φέρει ο Ερντογάν στο Τουρκικό πολιτικό σύστημα και στην Τουρκική κοινωνία είναι πολύ μεγάλες. Η Άγκυρα όμως έχει καλή επίδοση και παράδοση στο παιχνίδι του επιτήδειου επαμφοτερισμού. Στο άνοιγμα προς τη Μόσχα επρυτάνευσε ο κίνδυνος του Κουρδικού.
Το νέο μεγάλο παιχνίδι της Άγκυρας είναι τώρα στη Μεσόγειο, με το τόλμημα της Λιβύης και τη στρατηγική διεκδίκηση της «Γαλάζιας Πατρίδας». Η Άγκυρα έχει ανάγκη τώρα τις ΗΠΑ για τις επιδιώξεις της στη Μεσόγειο. Η ασυγκράτητη προθυμία των ΗΠΑ να ανταποκριθούν για να επαναφέρουν την Τουρκία στο «μαντρί», όπως νομίζουν, μπορεί να δημιουργήσει πρόβλημα στην Ελλάδα και την Κύπρο. Η Άγκυρα διαπραγματεύεται για όλα «ανταλλάγματα».
Τα ανταλλάγματα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, θα ήταν σε βάρος της Ελλάδος και της Κύπρου. Η προηγούμενη Αμερικανική Προεδρία Ομπάμα, με την αλήστου μνήμης υφυπουργό Εξωτερικών για θέματα Ευρώπης και Ευρασίας Νούλαντ, υπεστήριζε απροκάλυπτα τη «συμμετοχή» της Τουρκίας στον ενεργειακό πλούτο της Μεσογείου. Κανείς δεν εμποδίζει την Τουρκία να «συμμετάσχει» στο πλαίσιο του διεθνούς θαλάσσιου δικαίου. Η Τουρκία όμως δεν εννοεί τη «συμμετοχή» της πάνω στη βάση αυτή. Την εννοεί πάνω στη βάση της δικής της θεωρίας, ότι τα νησιά δεν έχουν δήθεν υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, αλλά μόνο χωρικά ύδατα. Ένα παράδειγμα της θεωρίας αυτής είναι το μνημόνιο που υπέγραψε με την «κυβέρνηση» Αλ Σάρατζ της Λιβύης για την οριοθέτηση δήθεν θαλασσίων ζωνών μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης.
Η αλλαγή Προεδρίας και η κρίση που μεσολάβησε στις Αμερικανο-Τουρκικές σχέσεις, όπως επίσης η αναστάτωση στη Μέση Ανατολή, άλλαξαν τα δεδομένα και πάγωσαν τις συζητήσεις προς μια τέτοια κατεύθυνση. Υπάρχει όμως πάντα ο κίνδυνος επιστροφής της Αμερικανικής πολιτικής προς μια τέτοια κατεύθυνση, υπό τη μορφή ανταλλαγμάτων προς την Άγκυρα για την «επιστροφή» της στη Δυτική Συμμαχία και στην εξομάλυνση των Αμερικανο-Τουρκικών σχέσεων. Δύο παράγοντες στην Ελληνική πολιτική θα μπορούσαν να ευνοήσουν εκ των πραγμάτων μια τέτοια εξέλιξη.
Ο πρώτος είναι η γνωστή κατευναστική και ενδοτική πολιτική που φορά το παραπλανητικό ένδυμα της προσφυγής στη Χάγη, ως να ήταν δυνατό να αναμένει κανείς από την Τουρκία να δεχθεί μια τέτοια προσφυγή υπό όρους διεθνούς δικαίου. Η Άγκυρα το μόνο που δέχεται σχετικά με τη Χάγη είναι η διεξαγωγή ενός διμερούς παζαρέματος, εκτός του πλαισίου του διεθνούς δικαίου, με αφορμή τη διαμόρφωση του αναγκαίου συνυποσχετικού και το αποτέλεσμα του παζαρέματος αυτού να υποβληθεί στη Χάγη, ώστε να πάρει τη βούλα μιας δήθεν αποφάσεως του Διεθνούς Δικαστηρίου. Παραλλαγή της ίδιας ενδοτικής πολιτικής είναι οι «ιδέες» για «συνεκμετάλλευση», που υποβάλλονται μάλιστα, υπό αμφίσημους όρους, από τον ίδιο τον Αναπληρωτή Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας του πρωθυπουργού κ. Ντόκο.
Ο δεύτερος παράγων είναι το κυριολεκτικό πάγωμα των σχέσεων της Ελλάδος με τη Μόσχα, που δεν είναι προς όφελος της χώρας. Η πλήρης και μονομερής εξάρτηση της χώρας μπορεί, υπό ορισμένες περιστάσεις, να λειτουργήσει πολύ βλαπτικά και εκβιαστικά. Δεν τίθεται θέμα αμφισβητήσεως της σκοπιμότητας των καλών, συμμαχικών σχέσεων με τις ΗΠΑ.
Θα πρέπει όμως, στο σύνολό της, η Ελληνική εξωτερική πολιτική να είναι πιο ισορροπημένη. Στο πλαίσιο αυτό, έχουν μεγάλη στρατηγική σημασία οι σχέσεις με τη φιλική Γαλλία αλλά και το ξεπάγωμα των σχέσεων με τη Ρωσία, το βάρος της οποίας είναι πολύ σημαντικό και δεδομένο στην Ελληνο-Τουρκική αμυντική εξίσωση.