Γιάννα Αγγελοπούλου: «Ευκαιρία για μια νέα εθνική αυτοπεποίθηση»
Η πρόεδρος της Επιτροπής «Ελλάδα 2021» τονίζει ότι η επέτειος είναι μοναδική ευκαιρία να κοιτάξουμε κατάματα το παρελθόν και καλεί τους Ελληνες να πάρουν ενεργά μέρος στον διάλογο ώστε μέσα από αυτόν «να πετύχουμε την αυτογνωσία».
Μοναδικό ορόσημο χαρακτηρίζει η Γιάννα Αγγελοπούλου την ιστορική επέτειο των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821, όχι μόνο για τον εορτασμό και τη μνήμη, αλλά κυρίως για την ευκαιρία που μας δίνεται να σκεφτούμε πώς θέλουμε να προχωρήσουμε τα επόμενα 200 χρόνια.
Στην πρώτη συνέντευξη που παραχωρεί ως πρόεδρος της Επιτροπής «Ελλάδα 2021», στην εφημερίδα “Το Βήμα της Κυριακής”, μιλάει ανοιχτά για τα πάντα.
Αναλύει τη φιλοσοφία των δράσεων και των πρωτοβουλιών, καλεί όλους τους Ελληνες και τις Ελληνίδες, ιδίως τις νεότερες γενιές, να πάρουν ενεργά μέρος στον διάλογο, να καταθέσουν τις ενστάσεις και τις προτάσεις τους, να γίνουν εθελοντές, ώστε μέσα από αυτή τη διαδικασία «να πετύχουμε την αυτογνωσία».
Η κυρία Αγγελοπούλου απαντά στην κριτική που δέχεται η Επιτροπή αλλά και η ίδια, στο πώς θα επηρεάσει η επέτειος τη σχέση μας με την Ευρώπη και την Τουρκία, για τις νίκες, τις χρεοκοπίες και τους διχασμούς μας – παλαιότερους και πρόσφατους.
Κυρία Αγγελοπούλου, δεκαέξι χρόνια μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, αναλαμβάνετε ένα ακόμα μεγάλο εγχείρημα, τον εορτασμό των 200 ετών από την Επανάσταση του 1821. Με ποια φιλοσοφία προσεγγίζετε αυτή την ιστορική επέτειο;
«Μετά από δέκα χρόνια κρίσης, που δεν ήταν μόνο κρίση οικονομική, αλλά και εθνική κρίση θεσμών και αξιών, ταυτότητας, έρχεται μια μοναδική ευκαιρία στην Ελλάδα. Τα γενέθλια της γέννησης του ελληνικού κράτους. Σε αυτά τα 200 χρόνια η Ελλάδα παραμένει μια νέα, ανθεκτική, τολμηρή γυναίκα, που άντεξε πολλά, που δημιούργησε ακόμα περισσότερα και που τα παιδιά της, οι Ελληνες, την έβγαλαν μπροστά σε ολόκληρη την οικουμένη. Αυτά τα γενέθλια, πέρα από τον εορτασμό και τη μνήμη, ας γίνουν μια ευκαιρία να σκεφτούμε πώς θέλουμε να προχωρήσουμε από εδώ και πέρα, πού θέλουμε να πάμε τα επόμενα 200 χρόνια».
Μήπως παρουσιάζετε μια ωραιοποιημένη εκδοχή της Ιστορίας μας; Πώς θα προχωρήσουμε αν δεν μιλήσουμε με ειλικρίνεια και για τις ήττες μας, τα στερεότυπα, τις πλάνες μας;
«Τίποτα δεν ωραιοποιώ. Αυτή δεν είναι η δουλειά της Επιτροπής. Δεν είμαστε ούτε ιστορικό δικαστήριο, ούτε επιδιώκουμε να περάσουμε τη μια ή την άλλη άποψη. Οταν είπα να σκεφτούμε πώς θέλουμε να προχωρήσουμε, σε αυτά αναφερόμουν. Ξεκινώντας από την Επανάσταση, ας αναλογιστούμε τι νίκες, τι θριάμβους αλλά και τι αρνητικές πλευρές διχασμών, εμφυλίων και χρεοκοπιών κατέγραψε η Ιστορία. Δεν πρέπει να αγνοήσουμε, αλλά φυσικά δεν επιτρέπεται και να κρύψουμε τίποτα. Είναι μοναδική ευκαιρία ο κάθε Ελληνας και η κάθε Ελληνίδα να κοιτάξουμε κατάματα το παρελθόν, να μάθουμε, να θυμηθούμε, να στοχαστούμε, να προβληματιστούμε για όσα έγιναν. Να συνειδητοποιήσουμε τι σήμαινε για τον κόσμο η Ελληνική Επανάσταση, πώς δημιουργήθηκε το κίνημα του φιλελληνισμού, που κάτι ανάλογο δεν υπήρξε για άλλον λαό στον κόσμο, πώς έγινε συστατικό στοιχείο εθνικών ταυτοτήτων στην Ευρώπη, πώς επηρεάσαμε και πώς επηρεαστήκαμε από άλλες επαναστάσεις. Αυτός είναι ο πρώτος άξονας. Ο δεύτερος άξονας είναι να θυμηθούμε, να συζητήσουμε και να αποτιμήσουμε τι έγινε αυτά τα 200 χρόνια που υπάρχει η Ελλάδα ως οργανωμένο κράτος. Είναι πολλά εκείνα που μας κάνουν υπερήφανους και υπάρχουν άλλα που μας πήγαν πίσω. Στοιχεία της διαδρομής μας που οφείλουμε να αναδείξουμε και κάποια που χρειάζεται, θαρρετά, να τα αφήσουμε πίσω. Εμείς στην Επιτροπή δεν ορίζουμε το αφήγημα της Ελλάδας. Προσκαλούμε τον κόσμο να ακούσει, να συμμετάσχει και να κρίνει. Ο τρίτος άξονας αφορά τους ίδιους τους Ελληνες: μέσα σε αυτά τα 200 χρόνια πόσοι εκατοντάδες Ελληνες έλαμψαν, με την επιτυχία και την προσφορά τους, σε ολόκληρο τον κόσμο. Οταν ψάχνεις να βρεις τις διαδρομές που σε έφεραν στο σήμερα, αξιολογείς τα θετικά σου και τα αρνητικά σου, αυτά που τελικά συνθέτουν την προσωπικότητά σου. Τι θέλουμε, λοιπόν, να πετύχουμε με όλη αυτή την επιχείρηση διαλόγου και συμμετοχής; Οχι θεωρητικά, αλλά μέσα στην κανονικότητα και στο βίωμα της ζωής μας. Θέλουμε να πετύχουμε την αυτογνωσία. Να αναγνωρίσουμε και να σεβαστούμε τους εαυτούς μας και να αποκτήσουμε μια νέα εθνική αυτοπεποίθηση για το μέλλον».
Ο διχασμός δεν είναι μόνο ένα ιστορικό γεγονός, αλλά και ένα πολύ πρόσφατο βίωμα. Επειδή μιλάτε για αυτογνωσία, θεωρείτε ότι έχετε βάλει και εσείς το λιθαράκι σας σε όσα συνέβησαν στη χώρα μετά το 2015, δημοσιοποιώντας την προτίμησή σας για τον Αλέξη Τσίπρα;
«Αυτό που έκανα, ως όφειλα να πράξω, ήταν να συμβάλω να κληθεί ο τότε εκλεγμένος πρωθυπουργός σε ένα ιδιαίτερα σημαντικό διεθνές φόρουμ, για να παρουσιάσει τις προτάσεις του για την Ελλάδα. Ακριβώς το ίδιο, ή κάτι ανάλογο, έπραξα για όλους τους πρωθυπουργούς. Αυτό ένιωθα ότι ήταν χρέος μου προς τη χώρα».
Σε σύγκριση με τους Ολυμπιακούς Αγώνες, πώς σας φαίνεται το νέο εγχείρημα;
«Είναι πολύ πιο ευρύ, πιο πολύπλοκο και ευαίσθητο. Μιλάμε για τις γενιές των προγόνων μας, κατ’ ουσίαν όμως για να προσδιορίσουμε το μέλλον μας. Δουλεύουμε με την ιστορία μας, με την ψυχή, το μυαλό, το βίωμα και την ελπίδα των προηγούμενων γενιών των Ελλήνων, μα περισσότερο των νέων γενιών και των γενιών που έρχονται. Μιλάμε για το μέλλον μας. Και χρειάζεται να σταθμίσουμε τα θετικά και τα αρνητικά μας, ώστε να επενδύσουμε, αποφασιστικά, στα θετικά. Γιατί στα συν της Ελλάδας, αυτά τα 200 χρόνια, δεν είναι μόνο όσα πέτυχε και όσα άντεξε, αλλά ότι είναι ένας λαός που απλώθηκε σε όλον τον κόσμο και τον έκανε να μιλάει για τη χώρα μας, σε τομείς όπως οι επιστήμες, ο πολιτισμός, ο αθλητισμός, το εμπόριο, η ναυτιλία. Είμαστε ένας λαός με εξαιρετικές δυνατότητες. Εγώ πιστεύω βαθιά στους Ελληνες και στη δύναμή μας. Κανένας άλλος λαός δεν θα μπορούσε σε τέσσερα χρόνια, αντί για επτά, να διοργανώσει τόσο εξαιρετικούς Ολυμπιακούς Αγώνες, επιτυχία που δεν ανήκει μόνο στη Γιάννα ή στις κυβερνήσεις, αλλά οφείλεται σε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία».
Στην επιστολή σας, που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα, αναφέρετε ότι η Ελλάδα είναι «αναπόσπαστο κομμάτι της Ευρώπης, την οποία πάντα φωτίζαμε και από την οποία πάντα φωτιζόμασταν». Η σημερινή Ευρώπη, μετά το Brexit και την άνοδο ακραίων δυνάμεων, μπορεί να είναι φάρος αισιοδοξίας για ένα καλύτερο μέλλον;
«Η Ευρώπη είναι πράγματι σε μια μεγάλη κρίση, στην πορεία της ενοποίησής της. Η Ελλάδα είναι φυσικό και αναπόσπαστο κομμάτι της Ευρώπης. Η καλύτερη συμβολή από τη μεριά μας στην ευρωπαϊκή κρίση είναι να μετατρέψουμε τη χώρα μας σε ένα αναπτυξιακό υπόδειγμα, σε ένα πρότυπο κράτος δικαίου και κοινωνικής δικαιοσύνης. Οσο η Ελλάδα πατάει στα πόδια της, τόσο θα μπορεί να συμβάλλει θετικά στις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Γιατί η ύπαρξη μιας ισχυρής Ευρώπης ταυτίζεται με το πιο ουσιαστικό όφελος της Ελλάδας. Επειδή η Επανάσταση του 1821 είναι και ένα λαμπρό τμήμα της ευρωπαϊκής ιστορίας, στόχος της Επιτροπής είναι να προσκαλέσει την Ευρώπη να συνταξιδεύσουμε στις κοινές αξιακές μας αφετηρίες. Είναι μια μοναδική ευκαιρία να επανατοποθετήσουμε τον τόπο μας στις καρδιές μας, στην Ευρώπη και στον κόσμο. Για να επιβληθεί η Ευρώπη ως μεγάλος παίκτης στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, χρειάζεται να πείσει ότι είναι μια κοινότητα αξιών. Και η Ελληνική Επανάσταση φλόγισε τότε όλη την Ευρώπη με αυτή τη δύναμη των κοινών αξιών. Αυτό θα κάνουμε και τώρα».
Ασκείται κριτική στην Επιτροπή ότι προσεγγίζει την επέτειο με καθεστωτική νοοτροπία, ότι δεν έχει καταφέρει να κινητοποιήσει την κοινωνία σε αυτή την προσπάθεια.
«Νομίζω το αντίθετο συμβαίνει. Εχουμε ήδη επικοινωνήσει με 330 δήμους, την Παρασκευή ήμουν στο Ναύπλιο, έχουν προγραμματιστεί ακόμη έξι πόλεις μέχρι τα τέλη Μαρτίου και ακολουθούν πολλές ακόμη. Επιδιώκουμε να ακούσουμε τι σκέπτεται να κάνει η κάθε τοπική κοινωνία για την ιστορική επέτειο και να αλληλεπιδράσουμε. Για εμένα, τίποτα δεν θα έχει νόημα αν ο κόσμος δεν έρθει κοντά μας να συζητήσει μαζί μας, να συμμετάσχει, να καταθέσει την πρότασή του. Από μικρή συγκινούμουν με την ομιλία του Κολοκοτρώνη στην Πνύκα. Τη διαβάζω ακόμα τακτικά και ταυτίζομαι με τον λόγο του και το συναίσθημά του. Κι έτσι ακριβώς θέλω να συνεχίσουμε. Μονιασμένοι, με μια κοινή επιθυμία ελευθερίας και απελευθέρωσης από οτιδήποτε παλιό και τετριμμένο. Να κάνουμε τη δική μας Επανάσταση, δημιουργώντας και αφήνοντας κληρονομιά και κεφάλαιο για το μέλλον. Εμείς είμαστε ανοιχτοί σε όλους, χωρίς διαχωρισμούς και διακρίσεις. Κι αυτό είμαι πεπεισμένη ότι το αισθάνονται όλοι. Αφού, να φανταστείτε, μέσα σε τέσσερις μόνο ημέρες δήλωσαν στην ιστοσελίδα μας συμμετοχή 2.500 εθελοντές και ο αριθμός διαρκώς αυξάνεται. Επίσης, τις πρώτες ημέρες λειτουργίας της ιστοσελίδας μας την επισκέφθηκαν Ελληνες από 101 χώρες. Εχουμε ήδη ένα πολύτιμο παγκόσμιο δίκτυο παρουσίας. Νιώθω τη δυναμική των 150.000 εθελοντών των Ολυμπιακών Αγώνων να ξαναγεννιέται. Ούτε ένας τους τότε δεν ζήτησε αντίδωρο, να διοριστεί ή να πληρωθεί. Και δώσαμε σάρκα και οστά στο όνειρο. Ετσι θα κάνουμε και τώρα. Και αυτή τη φορά εργάζομαι για να διασφαλιστεί πως ό,τι δημιουργηθεί θα έχει και διάρκεια στο μέλλον».
Μπορεί να το διασφαλίσει αυτό η κοινωνία χωρίς τη στήριξη του πολιτικού κόσμου;
«Υπάρχει συνεννόηση του πολιτικού κόσμου. Είμαστε μια εθνική Επιτροπή, την οποία δημιούργησε ο Πρωθυπουργός, αλλά συζητήσαμε με τους αρχηγούς και έχουμε τη συναίνεση όλων των πολιτικών κομμάτων. Ολοι αντιλαμβάνονται ότι αυτή η επέτειος αποτελεί ένα ξεχωριστό ορόσημο. Ο πολιτικός κόσμος θα συμβάλει, όχι για να στηρίξει εμάς, αλλά μια υπόθεση που πραγματικά θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στο πώς θα διαμορφωθεί η ζωή μας στις δεκαετίες που έρχονται».
Δεχθήκατε πυρά επειδή στην ενότητα «ηγέτες του ελληνικού κράτους» συμπεριλάβατε δικτάτορες και δωσίλογους…
«Εγιναν και λάθη στην ιστοσελίδα. Κάποια πράγματα παραλείφθηκαν, κάπου αλλού έγινε λάθος. Χαίρομαι που ο κόσμος τα βλέπει, τα επισημαίνει, ζητούμε συγγνώμη και τα διορθώνουμε αμέσως. Και όποτε κάνουμε λάθη, θα τα διορθώνουμε. Αλλά δεν θα ξαναγράψουμε εμείς, στην Επιτροπή «Ελλάδα 2021», την Ιστορία. Ούτε θα σβήσουμε κάποιους ανθρώπους και κάποια γεγονότα, ούτε θα προβάλουμε άλλα. Η Ιστορία μας είναι αυτή που είναι. Ενα θέλουμε να πετύχουμε. Να στοχαστούμε με ειλικρίνεια και γενναιότητα για τα θετικά που πετύχαμε και για τα αρνητικά που μας κράτησαν πίσω».
Πιστεύετε ότι η κριτική που περιβάλλει την Επιτροπή θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ανασταλτικό παράγοντα για το έργο της;
«Η κριτική είναι γόνιμη και απαραίτητη. Και τη θέλω κι εγώ προσωπικά. Αλλωστε, δεν επιδιώκουμε να επιβάλουμε κάτι συγκεκριμένο ως απόλυτη αλήθεια. Θα υπάρχουν ερωτήματα στα οποία θα απαντάμε και διαφορετικές απόψεις οι οποίες είναι απολύτως σεβαστές. Θεωρώ την κριτική κομμάτι της διαδικασίας αυτογνωσίας μας. Αρα είναι ευπρόσδεκτη. Ο ρόλος της Επιτροπής, άλλωστε, δεν είναι να φτιάξει ένα σούπερ πρόγραμμα και να το παρουσιάσει στον κόσμο. Υπάρχουν σύλλογοι, ιδρύματα, μουσεία που έχουν σχεδιάσει εξαιρετικά προγράμματα, τα οποία και θα συμπεριλάβουμε σε ένα εθνικό ημερολόγιο, στην ιστοσελίδα μας, για να ξέρουν όλοι τι γίνεται και πού. Ως Επιτροπή θέλουμε να ενθαρρύνουμε και δράσεις που θα αλλάξουν νοοτροπίες. Να δημιουργηθούν νέες πηγές εισοδήματος, εργαστήρια, εκθέσεις, καινοτόμες επιχειρήσεις. Να αναδείξουμε την ιστορία μας, αλλά και το ακόμα καλύτερο μέλλον που μπορούμε να χτίσουμε. Είμαι περήφανη που είμαι Ελληνίδα και πιστεύω στη δύναμή μας, τη δύναμη των Ελλήνων».
Πώς αποφασίσατε να αναλάβετε ξανά έναν τέτοιο ρόλο γνωρίζοντας ότι θα εκτεθείτε σε προσωπικές επιθέσεις;
«Είμαι πάντα και πάνω απ’ όλα ενεργός πολίτης. Εχω συμφιλιωθεί με το γεγονός ότι στα μεγάλα εγχειρήματα υπάρχει, πάντα, προσωπικό κόστος. Στην προηγούμενη προσπάθεια, το 2004, το τίμημα ήταν η υγεία μου. Αλλά δεν μετάνιωσα ούτε στιγμή. Τώρα προσπαθώ να είμαι πιο προσεκτική, αλλά λόγω του πάθους, της εργασιομανίας και του πείσματος, η οικογένεια μου ανησυχεί ότι μπορεί πάλι να υπάρξουν επιπτώσεις. Η Ελλάδα, όμως, ζητεί σε κρίσιμες στιγμές από τους Ελληνες να δώσουν ό,τι έχουν. Δεν θα μπορούσα, λοιπόν, να σκεφτώ τον εαυτό μου πάνω από μια προσπάθεια που αποτελεί μια μοναδική ευκαιρία να σχεδιάσουμε το μέλλον της χώρας. Ξέρετε, ο καθένας κουβαλάει την αλήθεια του, αυτό που τον καθορίζει ως άνθρωπο. Ο,τι έκανα το έκανα για τη χώρα μου και δεν ζήτησα τίποτα σε αντάλλαγμα. Δεν μπορεί να σε αποτρέπει ο φόβος του κινδύνου, της κριτικής ή της αποτυχίας από κάτι θετικό στο οποίο πιστεύεις. Ετσι, δεν πας πουθενά. Οταν ολοκληρωθεί αυτός ο κύκλος, θέλω το έργο της Επιτροπής να έχει συμβάλει στην εθνική αυτογνωσία. Κι αυτή η αυτογνωσία να γίνει η πηγή μια νέας εθνικής αυτοπεποίθησης, μιας νέας εθνικής περηφάνιας. Για όσα μεγάλα πετύχαμε και για όσα μεγαλύτερα μπορούμε να πετύχουμε στο μέλλον. Είμαι σίγουρη ότι θα τα καταφέρουμε».
«Μην εμπλέξουμε την ιστορική γνώση με την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής»
Πιστεύετε ότι ο αναστοχασμός πάνω στην Ιστορία μας θα επηρεάσει και την εξωτερική πολιτική, το πώς βλέπουμε τη σχέση μας με τους Τούρκους, σε αυτή τη γεμάτη ένταση περίοδο ανάμεσα στις δύο χώρες;
«Η Επανάσταση των Ελλήνων έγινε απέναντι στον οθωμανικό ζυγό. Ο Ρήγας Φεραίος στον «Θούριό» του, εξηγούσε ότι αυτός ο τυραννικός ζυγός είναι εξίσου άδικος «για Τούρκους και Ρωμιούς». Μια φωτισμένη ανάγνωση της Επανάστασης δεν αναζωπυρώνει κάποιο μίσος μεταξύ των δύο λαών, αλλά εμπεδώνει αρχές, όπως η ελευθερία, η αξιοπρέπεια, η ανεξαρτησία, το δίκαιο. Αξίες κοινές και πανανθρώπινες. Αρα, μην εμπλέξουμε την ιστορική γνώση με την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής, που ασκείται, πάντα, μόνο από την υπεύθυνη κυβέρνηση. Η Ιστορία δεν αλλάζει. Οι άνθρωποι, όμως, μπορούμε να διδαχθούμε από αυτήν και να αλλάξουμε ό,τι μας κρατάει πίσω. Τις προάλλες, με επισκέφθηκε ο τούρκος πρέσβης και μου είπε ότι υπάρχουν άνθρωποι στη χώρα του που μελετούν την κοινή πορεία των δύο λαών και αναζητούν αυτά που μας ενώνουν. Εμείς, ας δείξουμε την αλήθεια των γεγονότων, τη δική μας θέση, τη δική μας στάση. Και ας ελπίσουμε ότι και η άλλη πλευρά θα θέλει να επωφεληθεί από μια αντίστοιχη πορεία γνώσης και αυτογνωσίας. Δεν βλέπω κανέναν λόγο, από τη δική μας πλευρά, αυτή η συζήτηση να μην έχει παρά μόνο θετικά αποτελέσματα στη σχέση των δύο λαών».
Απάντηση στην κριτική
Μεγάλη κριτική δέχθηκε το σήμα της επετείου που παρουσιάσατε την περασμένη εβδομάδα. Τι απαντάτε;
«Η Ιστορία μας είναι κυματιστή, όπως το σήμα μας. Είναι πολυκύμαντη, με σημεία καμπής που επέβαλαν την επανεκκίνηση και την επαναθεμελίωση του Εθνους. Το σήμα έχει έναν χρωματικό κώδικα που αποτυπώνει τα χρώματα της Επανάστασης. Είναι μια προσφορά της Ενωσης Διαφημιστών. Μία από τις καλύτερες εταιρείες προσπάθησε επί δύο μήνες να βρει τον τρόπο για να ωθήσει τον κόσμο να σκεφτεί το παρελθόν και να ονειρευτεί το μέλλον, χωρίς να αποκλείει πτυχές και εκδοχές της πολυτάραχης αυτής διαδρομής. Αυτός ήταν ο στόχος. Σε κανέναν από εμάς δεν υπήρξε καν η σκέψη να υποκατασταθεί η σημαία ή ο σταυρός. Η συμβολή της Εκκλησίας ήταν και παραμένει μεγάλη. Και θα την αναδείξουμε. Είναι υποχρέωσή μας».
Πηγή/σκίτσο: ΤΟ ΒΗΜΑ / Ε. Ξένου