Ρωσικά προτάγματα και αρνητικές συνέπειες για τη χώρα μας
Του
ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ ΑΔΑΜΙΔΗ
Δικηγόρου, LL.M (Harvard’ 95), ΔΝ, αν. Καθηγητή Κοινοτικού Δικαίου, Προμηθειών και Διεθνών Σχέσεων στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων
Οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών στη Συρία και ειδικότερα στο πεδίο επιχειρήσεων του Ιντλίμπ δείχνουν να επιβεβαιώνουν ό,τι από καιρό έχει διαφανεί για Πούτιν και Ερντογάν. Ανοχή, δηλαδή, ουσιαστικά και κατευνασμός του τούρκου Προέδρου ακόμα και επί ζημία των κατά τα αλλά πιστών συμμάχων Σύρων του καθεστώτος Άσαντ.
Στο πλαίσιο αυτό, οι Τούρκοι ενισχύουν τις δυνάμεις τους στην επαρχία του Ιντλίμπ, σε συριακό έδαφος που θεωρητικά βρίσκεται υπό την ομπρέλα της ρωσικής αεροπορικής προστασίας. Η αρχή έγινε με τους Κούρδους τόσο στο Αφρίν όσο και στη Βορειοανατολική Συρία. Που κατέληξε ακόμα και σε ρωσοτουρκική σύμπραξη και κοινό έλεγχο της περιοχής.
Είναι προφανές πως το διακύβευμα είναι μεγάλο για τους Ρώσους. Τόσο που επέτρεψε να ξεχαστεί η κατάρριψη του ρωσικού αεροσκάφους από τους Τούρκους το 2015 και να ανοίξει ο δρόμος για επικερδή συμβόλαια.
Η απόκτηση των S-400 είναι κορυφαία απόδειξη, όπως μαρτυρά και το τίμημα των 2,5 δισ. δολαρίων που θα εισπράξει η Ρωσία. Και δεν είναι βέβαια μόνο αυτό.
Η ρωσική κρατική ουσιαστικά εταιρεία Rosatom έχει αναλάβει να κατασκευάσει το πρώτο τουρκικό πυρηνικό εργοστάσιο στο Ακούγιου. Θα περιλαμβάνει τέσσερις αντιδραστήρες και ο πρώτος προγραμματίζεται να παραδοθεί το 2023 και να συμπέσει με τους πανηγυρισμούς για τα εκατόχρονα του κοσμικού κράτους που ίδρυσε ο Μουσταφά Κεμάλ το 1923.
Θα κοστίσει το όλο έργο 20 δισ. δολάρια και θα αποπληρωθεί μέσα από το δικαίωμα πώλησης της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας για 49 χρόνια στη Rosatom, με συμφωνημένη τιμή πώλησης.
Όπως σχεδιάζεται, θα καλύψει περίπου το 7% των ηλεκτρικών αναγκών της Τουρκίας. Ούτε λόγος βέβαια για τις περιβαλλοντικές ανησυχίες και τους κινδύνους που επιφυλάσσει η σεισμογενής περιοχή. Το προηγούμενο της Φουκουσίμα είναι μακρινό και σίγουρα όχι ικανό να αποτρέψει τα φαραωνικά σχέδια Ερντογάν – Πούτιν.
Κοντά σε αυτά, μόλις πρόσφατα, τον Ιανουάριο του 2020, οι δύο χώρες, σε πανηγυρική τελετή στην Κωνσταντινούπολη, στην οποία συμμετείχαν και οι ηγέτες Σερβίας και Βουλγαρίας, εγκαινίασαν τον Turkish Stream. Τον αγωγό, δηλαδή, που διαδέχτηκε τον South Stream, που είχε κατά βάση μπλοκάρει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ένα έργο 930 χιλιομέτρων, που διακλαδίζεται σε δύο αγωγούς συνολικής χωρητικότητας 31,5 δισ. κ.μ. φυσικού αερίου, διασχίζει τη Μαύρη Θάλασσα και καταλήγει στη Βουλγαρία, όπου μετονομάζεται σε Balkan Stream. Όπως μάλιστα λέγεται, σε επόμενη φάση θα τροφοδοτεί τη Σερβία και την Ουγγαρία. Και βέβαια την ενεργειακά αδηφάγο Τουρκία, που είναι η τρίτη σημαντικότερη αγορά ενέργειας για τις ρωσικές εξαγωγές. Και για να μην ξεχνιόμαστε, ο αγωγός αυτός, όπως και ο Nord Stream 2, παρακάμπτει την Ουκρανία και απομειώνει τη σπουδαιότητα της χώρας για τη ρωσική ενεργειακή πολιτική.
Αυτό ήδη φαίνεται και από το γεγονός ότι μέσω Ουκρανίας θα διοχετεύονται 40 δισ. κ.μ. φυσικού αερίου, έναντι 65 που διοχετεύονται σήμερα. Χωρίς αυτό να περιορίζει ούτε κατ’ ελάχιστο την ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία. Τουναντίον.
Απέναντι στο τόσο αυτό σημαντικό οικονομικό υπόβαθρο των ρωσοτουρκικών σχέσεων δεν μπορούμε να έχουμε ψευδαισθήσεις. Ιδιαίτερα τώρα που οι οικονομικές ανάσες για τη ρωσική οικονομία είναι όσο ποτέ πολύτιμες.
Ιδίως στον απόηχο των διεθνών κυρώσεων για την Κριμαία και με περιορισμένα τα έσοδα λόγω της χαμηλής τιμής του πετρελαίου.
Την ίδια στιγμή μάλιστα η Ρωσία μπαίνει σε μια νέα κούρσα εξοπλισμών, αφού πρώτα ναρκοθέτησε τη διεθνή συμφωνία για την απαγόρευση των πυρηνικών πυραύλων μέσου βεληνεκούς.
Τα αντανακλαστικά μας πρέπει να είναι σε εγρήγορση.