Η εξωτερική πολιτική χρειάζεται συνεννόηση υπουργών και στρατηγική

Η εξωτερική πολιτική χρειάζεται συνεννόηση υπουργών και στρατηγική


Του ΧΡΗΣΤΟΥ Η. ΧΑΛΑΖΙΑ


Το τουρκικό κράτος έδωσε τα πρώτα βάρβαρα σημάδια κατά των γειτόνων του από την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, όταν και ιδρύθηκε. Τι κι αν υπέγραψε τις Συνθήκες της Λωζάννης, του Μοντρέ, της Ρώμης, του Παρισιού κ.ά., την επόμενη στιγμή άρχισε να τις παραβιάζει και να ανακινεί διάφορα θέματα διεκδικήσεων σε βάρος της χώρας μας, μέχρι πρόκληση πολέμου. Κάτι που διαχρονικά δεν πίστευε το πολιτικό σύστημα, όπως κι οι «σύμμαχοι» μας, ότι θα υλοποιούσε η Τουρκία.

Τα μηνύματά της όμως προς αυτήν την κατεύθυνση ήταν πολλά και ποικίλα: Διωγμοί και σφαγές των Ελλήνων του Πόντου και της Σμύρνης, Σεπτεμβριανά στην Κωνσταντινούπολη το 1955, εισβολή στην Κύπρο τον Ιούλιο του 1974 και το 1996 στα Ίμια, «γκριζάρο­ντας» μέρος του Αιγαίου, με αποτέλεσμα να μην μπορεί κανένας Έλληνας να τα επισκεφθεί. Μέχρι να εφαρμοστούν οι δηλώσεις των τούρκων πολιτικών, για τις ελληνικές κυβερνήσεις ήταν μια προπαγάνδα για εσωτερική κατανάλωση, που αποσκοπούσε στη συσπείρωση των εθνικιστών της.

Το περίεργο και αποθαρρυντικό ταυτόχρονα είναι ότι ενώ η χώρα μας έχει πολλαπλές δυνατότητες να αντιδράσει εποικοδομητικά σ’ όλες αυτές τις προκλήσεις, υποχωρεί συνεχώς σε κάθε ευκαιρία, με τη δικαιολογία ότι πίσω από την Τουρκία είναι οι ΗΠΑ. Αυτή η δικαιολογία και η τακτική δεν είναι αξιοπρεπής και θαρραλέα για ένα ανεξάρτητο κράτος.

Ασφαλώς η Τουρκία έχει προστάτες τις ΗΠΑ και τα ισχυρά κράτη της Ευρώπης, όπως τη Γερμανία και την Αγγλία, αλλά έχει και αντιπάλους, ιδιαίτερα δε τους φίλους της Ελλάδας, τους οποίους όμως την τελευταία 30ετία έχει απαξιώσει η εξωτερική πολιτική της χώρας μας, με την ενδοτικότητά της και την ηττοπαθή στάση της.

Δεν λέμε βέβαια ότι η χώρα μας πρέπει να γίνει εμφανής εχθρός της Τουρκίας και να κάνει πόλεμο, μπορεί όμως με στοιχεία να ενημερώνει την εσωτερική και διεθνή κοινή γνώμη για τις τουρκικές απειλές και να πείσει τους διεθνείς οργανισμούς να εφαρμοστούν οι συνθήκες.

Αλλά πρέπει να γνωρίζει ο ελληνικός λαός ότι η Τουρκία, εκτός από τις γνωστές διαφορές (Κυπριακό, Αιγαίο, υφαλοκρηπίδα, Πατριαρχείο κ.ά.) και τις εκδηλώσεις εχθρότητας, έχει επαναφέρει την απηνή και ύπουλη δυσφήμιση σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο, ενώ υπονομεύει κάθε προσπάθεια της χώρας μας, διαβάλλοντας και ελαχιστοποιώντας τη γεωπολιτική, γεωστρατηγική και γεωοικονομική συμβολή της στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση σ’ όλα τα επίπεδα και σ’ όλα τα μέτωπα.

Ο Καταστατικός Χάρτης του ΟΗΕ στο άρθρο 5 προβλέπει ότι εάν ένα κράτος-μέλος παραβιάσει επανειλημμένα τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας ή της Γενικής Συνέλευσης μπορεί να αποβληθεί από τον οργανισμό, δηλαδή να στερηθεί την ιδιότητα του μέλους. Ο καθένας αντιλαμβάνεται τη σοβαρότητα της συνέπειας αυτής, διότι το κράτος που αποβάλλεται απομονώνεται διεθνώς και στους άλλους οργανισμούς (ΝΑΤΟ, Συμβούλιο της Ευρώπης, ΔΑΣΕ κ.ά.).

Ιδιαίτερη σημασία δίνεται από τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ωστόσο η Τουρκία συνέχεια παραβιάζει την εν λόγω διακήρυξη του ΟΗΕ του 1948.

Τι μπορεί να περιμένει η Ελλάδα ύστερα από όλα αυτά; Γιατί δεν διασφαλίζει τα δικαιώματά της, που απορρέουν από διεθνείς συμβάσεις, τις οποίες έχει αποδεχθεί και υπογράψει και η Τουρκία; Δυστυχώς, δεν μπορεί να περιμένει κανείς πολλά από πολιτικούς που προσπαθούν να δικαιολογήσουν με γελοιότητες όλα αυτά που συμβαίνουν στα σύνορά μας (π.χ., ο αέρας πήρε τη σημαία στα Ίμια ή τα καιρικά φαινόμενα ευθύνονται για την παραβίαση του «Oruc Reis») και διαμαρτύρονται με ευχολόγια! Κάτι που κάνουν και οι δήθεν σύμμαχοι μας, επιδεικνύοντας παρόμοια περιφρόνηση έναντι της χώρας μας.

Οι κυβερνώντες έπρεπε να γνωρίζουν προ πολλού ότι το μόνο που είναι υπολογίσιμο στις διεθνείς σχέσεις είναι η δύναμη, είτε οικονομική, είτε στρατιωτική, είτε διπλωματική, αλλά και η δυναμική διπλωματική στρατηγική. Κάθε άλλη κίνηση, πόσω μάλλον μια τακτική κατευνασμού, δείχνει αδυναμία και ηττοπάθεια. Η Τουρκία, από την εποχή που ιδρύθηκε μέχρι σήμερα, στηρίζεται στη δυναμική πολιτική και μόνο σε αυτή. Εάν εμείς συνεχίσουμε να ακολουθούμε την ίδια πολιτική –του κατευνασμού–, η κατάσταση όλο και θα επιδεινώνεται.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ