Διπλωματικοί τριγμοί στις ρωσοτουρκικές σχέσεις;
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.
Δύο γεγονότα που μπορεί να αποδειχθούν ιδιαίτερης σημασίας για τη διεθνή διπλωματία και τις εξελίξεις στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου και της Βόρειας Αφρικής συγκράτησαν εσχάτως την προσοχή των διπλωματικών παρατηρητών και ασφαλώς των υπουργείων Εξωτερικών –και όχι μόνο– των ενδιαφερομένων χωρών.
Αφορούν τις ρωσοτουρκικές σχέσεις, οι οποίες επί των ημερών των Βλαντιμίρ Πούτιν και Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν βρίσκονται στο καλύτερο δυνατό σημείο και δύσκολα μπορούν να εντοπισθούν σε προηγούμενες περιόδους στην ιστορία των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Εκτιμάται ότι καταλυτικό στοιχείο στη θεαματική προσέγγιση και τη συνεργασία στις διμερείς σχέσεις ήταν οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, κυρίως σε Συρία και Ιράκ.
Η Ρωσία, ως παγκόσμια δύναμη και με σοβαρά γεωπολιτικά συμφέροντα στο μεσανατολικό χώρο, στήριξε εξαρχής και εξακολουθεί να στηρίζει ενεργά το καθεστώς Άσαντ τόσο έναντι των εσωτερικών του αντιπάλων, όσο και των δυνάμεων του Ισλαμικού Κράτους (ISIS) αλλά και των δυτικών παρεμβάσεων. Την Τουρκία ενδιέφερε πρωτίστως η αποτροπή ενίσχυσης των Κούρδων, οι οποίοι διεκδικούν τοπική αυτονομία, μέχρι και δημιουργία ανεξάρτητου κουρδικού κράτους, γεγονός που ανησυχεί σφόδρα την Άγκυρα. Τα αμοιβαία συμφέροντα των δύο χωρών στην περιοχή, που είναι πολλαπλά, ώθησαν Μόσχα και Άγκυρα σε στενότερη συνεργασία, η οποία, διά στόματος των ηγετών τους, χαρακτηρίσθηκε ως στρατηγικής φύσης.
Για τη Μόσχα η συνεργασία με την Άγκυρα εξυπηρετούσε και εξυπηρετεί και ευρύτερους στόχους. Μεταξύ άλλων και την εξασθένηση των σχέσεων της Τουρκίας με το ΝΑΤΟ και κατ’ επέκταση της ίδιας της Νατοϊκής Συμμαχίας, η οποία από την επομένη κιόλας της διάλυσης του Συμφώνου της Βαρσοβίας έχει προσλάβει περισσότερο πολιτική παρά στρατιωτική μορφή. Η απόφαση του καθεστώτος Ερντογάν να προμηθευθεί το ρωσικό αντιβαλλιστικό σύστημα των S-400 θεωρήθηκε ότι λειτουργεί σε βάρος της συνοχής του ΝΑΤΟ, αφού το οπλικό αυτό σύστημα δεν είναι συμβατό με εκείνο του ΝΑΤΟ, και η Τουρκία επικρίθηκε ότι ενεργεί ως απρόβλεπτος και αναξιόπιστος συμμαχικός εταίρος.
Όμως τίποτα δεν πτόησε τον Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος προχώρησε στην υλοποίηση της συμφωνίας με τη Μόσχα, επιρρίπτοντας την ευθύνη στην άρνηση των ΗΠΑ να τους προμηθεύσει ανάλογο πολεμικό οπλισμό. Με τη στενή συνεργασία με τη Μόσχα το καθεστώς Ερντογάν ήθελε επίσης να στείλει και ένα σαφές μήνυμα προς τη Δύση, του τύπου «υπάρχουν και αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια». Οι διπλωματικοί ελιγμοί του τούρκου Προέδρου απέδωσαν καρπούς.
Οι ΗΠΑ απέσυραν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις από τη Συρία, εγκαταλείποντας τους πιστότερους συμμάχους τους Κούρδους, ενέργεια που χαρακτηρίσθηκε προδοτική ακόμη και από αμερικανικά κοινοβουλευτικά όργανα. Μετά μάλιστα και τη συνάντηση Πούτιν – Ερντογάν στο Σότσι, οι ΗΠΑ άναψαν το πράσινο φως προκειμένου η Άγκυρα να εισβάλει στη Συρία, καταλαμβάνοντας μια περιοχή μήκους 120 και πλάτους 30 χιλιομέτρων, με το πρόσχημα ότι ήταν αναγκαία ως ζώνη ασφαλείας προκειμένου να ελέγχει κάθε κίνηση κούρδων μαχητών που στρέφονται κατά της τουρκικής επικράτειας. Με τη σαφέστατη ανοχή των ΗΠΑ και την έμπρακτη συνεργασία με τη Μόσχα, η οποία, επίσης, είχε ανάγκη τη συνεργασία της Άγκυρας για τους ευρύτερους στόχους της στον χώρο της Μέσης Ανατολής, ο Ερντογάν ενίσχυσε την πεποίθησή του ότι η Τουρκία μπορεί και πρέπει να διεκδικήσει την αναγνώρισή της ως περιφερειακής δύναμης.
Στο πνεύμα αυτό εντάσσεται και το τουρκικό ενδιαφέρον για τον χώρο της Βόρειας Αφρικής, η συνεργασία του με τον τουρκικής καταγωγής πρωθυπουργό της Λιβύης Σάρατζ και η υπογραφή του μνημονίου κατανόησης (memorandum of understanding), με το οποίο καθορίζονται αυθαίρετα τα θαλάσσια σύνορα μεταξύ των δύο χωρών, αγνοώντας τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας, που απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο. Στη Διάσκεψη του Βερολίνου για το Λιβυκό η Τουρκία δεν έλαβε την υποστήριξη που ανέμενε από τη Ρωσία. Ο ρώσος Πρόεδρος, ηπίως μεν, αλλά σαφώς, στήριξε τον στρατάρχη Χαφτάρ, ενώ άσκησε κριτική στο τουρκολιβυκό μνημόνιο με την παρατήρηση ότι «δεν έπρεπε να γίνει».
Στην παραπάνω αρνητική για την Τουρκία στάση του ρώσου Προέδρου στη Διάσκεψη του Βερολίνου προστέθηκε και η κριτική που η Μόσχα άσκησε για τα επεισόδια στην Ιντλίμπ, μετά τον βομβαρδισμό από συριακές δυνάμεις, που προκάλεσαν τον θάνατο δέκα τούρκων στρατιωτών. Η Μόσχα επέρριψε ευθύνη στην Τουρκία για την προώθηση των στρατιωτικών της δυνάμεων πέραν της ζώνης ασφαλείας που είχε συμφωνηθεί στο Σότσι. Με τη σιωπή της η Άγκυρα ουσιαστικά διαμηνύει ότι εφεξής θα ενεργεί κατά βούληση, οσάκις κρίνει ότι το επιτάσσουν λόγοι ασφαλείας και τα εθνικά συμφέροντα. Είναι δύσκολο να εκτιμηθεί αν οι παραπάνω περιπτώσεις συνιστούν ή μπορεί να ερμηνευθούν ως πρώτοι τριγμοί στη ρωσοτουρκική συνεργασία, στην οποία παλαιότερα είχα προσδώσει τον όρο της «λυκοφιλίας», που σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει την εγγενή καχυποψία.
Μπαίνω στον πειρασμό να κάνω και μια σύγκριση με τις ελληνορωσικές σχέσεις, οι οποίες τα τελευταία χρόνια σημειώνουν στασιμότητα, αν όχι οπισθοδρόμηση. Σίγουρα δεν βρίσκονται στο επίπεδο που αρμόζει στους λαούς των δύο χωρών. Σε παλαιότερη συζήτησή μου στη Μόσχα με ανώτατο ρώσο πολιτικό, ο οποίος είχε διατελέσει και υπουργός των Εξωτερικών, ο συνομιλητής μου είχε προσδώσει στις ελληνορωσικές σχέσεις χαρακτήρα στρατηγικό. Σε ερώτησή μου για το πώς ερμήνευε τον όρο, έσπευσε να απαντήσει «από τις δυνατότητες, τις προοπτικές, τα κοινά συμφέροντα, που εκτείνονται σε βάθος χρόνου», για να προσθέσει και «λόγω των… κοινών αντιπάλων στην περιοχή μας». Άραγε, να ισχύουν και σήμερα;