ΑΘΩΟΙ ΕΝΟΧΟΙ

ΑΘΩΟΙ ΕΝΟΧΟΙ


Συγγραφέας
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΑ


«Το αχλάδι της αγωνίας!» ψελλίζει έκπληκτη η Έλσα Γληνού, αντικρίζοντας το πτώμα της νεαρής Ζωής Κομνηνού, που πριν από λίγες ώρες δήλωνε υπεύθυνη για μια σειρά άλυτων φόνων.

Η φράση αυτή θα οδηγήσει την ίδια και τον αστυνόμο Μάνο Βαρσάμη σε μια αποτρόπαια διαπίστωση: Κάποιος δολοφονεί ανθρώπους χρησιμοποιώντας μεθόδους που ανάγονται στον Μεσαίωνα. Ποιος σπέρνει τον θάνατο με φρικτά βασανιστήρια; Ποιο είναι το κίνητρό του; Τι συνδέει τα θύματά του; Τι ρόλο παίζουν σ’ αυτή την υπόθεση ο Στάθης Κομνηνός, ο καθηγητής Μεσαιωνικής Ιστορίας Ιορδάνης Φωκάς και ο δημοσιογράφος Φώτης Μπακιρτζής; Τι σημαίνει η φράση Memento mortis που ανακάλυψε η Έλσα στο ημερολόγιο της Ζωής;

Προσπαθώντας να δώσουν απάντηση στα ερωτήματα αυτά, η Έλσα και ο Βαρσάμης θα ξετυλίξουν το κουβάρι μιας τρομακτικής ιστορίας που θα βάλει σε κίνδυνο τη ζωή δύο αθώων παιδιών. Θα προλάβουν να τα σώσουν πριν είναι αργά;

Ο χρόνος τρέχει αμείλικτα κι εκείνοι ρίχνονται στο κυνήγι του άγνωστου δολοφόνου με μοναδικό στοιχείο το συμπέρασμα του αστυνόμου Γιαβρόγλου:
«Ήταν όλοι τους αθώοι».

Απόσπασμα βιβλίου 

Κεφάλαιο 1

«Δηλαδή, αυτό το κορίτσι πάσχει από… πώς το είπες το σύνδρομο;»
Ο αστυνόμος Βαρσάμης κοιτούσε την Έλσα με βλέμμα σαστισμένο.
«Pseudologia fantastica» του απάντησε η γυναίκα.
«Που σημαίνει σε απλά ελληνικά;» τη ρώτησε πίνοντας μια γουλιά από τον ελληνικό βαρύ γλυκό και όχι καφέ του, φτιαγμένο όπως πάντα από τα χέρια του μπαρμπα-Χαράλαμπου, που είχε το καφενείο κοντά στο αστυνομικό τμήμα.
«Είναι μυθομανής».
«Δηλαδή, όλα αυτά που σου είπε τα έβγαλε από το μυαλό της;»
«Ακριβώς… ή τουλάχιστον αυτό ισχυρίζεται ο ψυχολόγος που την παρακολουθεί από τα έντεκά της χρόνια».
«Αμφιβάλλεις;»
Η Έλσα σηκώθηκε από την καρέκλα της κι άρχισε να βηματίζει μέσα στο γραφείο του αστυνόμου. Εκείνος προτίμησε να παραμείνει σιωπηλός, περιμένοντας την απάντησή της. Την εκτιμούσε πολύ αυτή τη γυναίκα και έδινε μεγάλη σημασία στα λόγια της. Άλλωστε, ήταν γνωστό ότι είχε βοηθήσει την αστυνομία ουκ ολίγες φορές και χάρη στη δική της συνδρομή είχαν διαλευκανθεί εγκλήματα που ίσως θα έμεναν άλυτα αν δεν υπήρχε εκείνη. Από τότε που πρωτοσυναντήθηκαν, πριν από έναν χρόνο, όταν η γνωστή ψυχολόγος κλήθηκε να συνθέσει το ψυχολογικό προφίλ του Απόλλωνα Ροδόπουλου, ενός επικίνδυνου εγκληματία, έγιναν όχι μόνο συνεργάτες αλλά και φίλοι.
«Ήταν ο τρόπος που μου μίλησε, Μάνο, όχι μόνον αυτά που μου είπε» του απάντησε μετά από μια σύντομη σιωπή. «Τα μάτια της… το χαμόγελό της… η ειρωνεία στη φωνή της…»
«Αποκλείεται, δηλαδή, ο ψυχολόγος της να έχει δίκιο; Εννοώ, δεν μπορεί να είναι όλα βγαλμένα από τη φαντασία της;»
Η Έλσα ξανακάθισε στην καρέκλα αναστενάζοντας.
«Όχι… δηλαδή, δεν ξέρω. Ειλικρινά, δεν ξέρω» είπε κουνώντας με έμφαση το κεφάλι της.
Ο Βαρσάμης άναψε τσιγάρο και παρακολούθησε για λίγο τον καπνό να ανεβαίνει στο ταβάνι σχηματίζοντας γκρίζες τολύπες. Δεν πρόσφερε τσιγάρο στην Έλσα. Ήξερε ότι το είχε κόψει εδώ και καιρό. Το είχε υποσχεθεί στη θετή της κόρη και κρατούσε την υπόσχεσή της. Δεν θα την έβαζε εκείνος σε πειρασμό να την καταπατήσει. Βέβαια, και από τον ίδιο ο γιατρός είχε ζητήσει επανειλημμένως να κόψει τη βλαβερή για την υγεία του συνήθεια, ειδικά μετά το έμφραγμα που είχε υποστεί. Όμως, ο Βαρσάμης είχε τη δική του φιλοσοφία για τη ζωή και το τσιγάρο αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι της.
«Θέλεις να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή;» τη ρώτησε ήρεμα.
Εκείνη έγνεψε καταφατικά και άρχισε να του εξιστορεί όλα όσα είχαν συμβεί προτού μεταφέρουν τη Ζωή Κομνηνού στην Ασφάλεια.
«Όπως σου είπα, πήγαμε τη μικρή στο γραφείο του διευθυντή του κολεγίου, του Απόστολου Βραχνού. Ζήτησα να έρθουν οι γονείς της, και όντως εκείνοι έφθασαν μετά από λίγη ώρα. Περίμενα να δω δυο ανθρώπους καταθορυβημένους, ανάστατους. Ομολογώ, όμως, ότι με εξέπληξαν. Ήταν ήρεμοι και μάλλον… πώς να σ’ το πω… προετοιμασμένοι. Σαν να είχαν βιώσει κατ’ επανάληψη την ίδια κατάσταση. Μας εξήγησαν ότι η Ζωή πάσχει από μυθομανία, ότι πολύ συχνά, από τότε που ήταν μικρή, επινοούσε ιστορίες που τους έχουν δημιουργήσει πολλά προβλήματα. Μάλιστα, λίγη ώρα αργότερα κατέφθασε και ο ψυχολόγος που την παρακολουθεί εδώ και χρόνια και επιβεβαίωσε τον ισχυρισμό τους. Ο άνθρωπος θεωρούσε ότι εδώ και μία διετία περίπου, μετά από πολύ κόπο, μακροχρόνια θεραπεία και άπειρες συνεδρίες, η κατάστασή της είχε βελτιωθεί σημαντικά. Για λόγους που αδυνατεί και ο ίδιος να κατανοήσει, φαίνεται ότι η κοπέλα βρίσκεται σε παροξυσμό και ότι άρχισε ξανά να πλάθει ιστορίες με το μυαλό της. Η μόνη εξήγηση που πρότεινε ήταν πως ίσως η διάλεξή μου να της ενέπνευσε μια καινούργια. Βέβαια, δεν θα μπορούσα να αρκεστώ στα λόγια του. Καλέσαμε την αστυνομία και η Ζωή μεταφέρθηκε στο τμήμα…

Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ


Λίγα λόγια για τη συγγραφέα

Η Ελευθερία Μεταξά γεννήθηκε στο Αιγάλεω το 1970. Είναι πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, της Δραματικής Σχολής Διομήδη Φωτιάδη και του τμήματος Δημοσιογραφίας του Εργαστηρίου Ελευθέρων Σπουδών ΑΝΤ1.
Εργάστηκε ως ηθοποιός, λαμβάνοντας μέρος σε θεατρικές παραστάσεις και τηλεοπτικές σειρές, ως ασκούμενη δημοσιογράφος στο δελτίο ειδήσεων του ΑΝΤ1 και ως φιλόλογος σε φροντιστήρια Μέσης Εκπαίδευσης.
Σήμερα ασχολείται με τη συγγραφή αστυνομικών μυθιστορημάτων, με τη μετάφραση και την επιμέλεια βιβλίων και με μεταγλωττίσεις ξένων τηλεοπτικών σειρών.
Το διήγημά της με τίτλο «Το τελευταίο ταξίδι» απέσπασε έπαινο στον 34ο Δια­γωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών, της οποίας είναι μέλος.
Έχει γράψει τα μυθιστορήματα Όταν μιλούν τα φεγγάρια (2012), Μαύρα σαν τον έβενο μαλλιά (2013), Μην κοιτάξεις πίσω (2014), Σπασμένος καθρέφτης (2016), και Ποιος σκότωσε την Ιφιγένεια; (2017).


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΙΝΩΑΣ

Κατηγορία: Ελληνική Πεζογραφία, Ψυχολογικό θρίλερ
ISBN: 978-618-02-1447-5


Σχολιάστε εδώ