Αποκατάσταση της προστασίας της κύριας κατοικίας
Του
ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΠΥΡΑΚΟΥ
Διδάκτορος Νομικής – Δικηγόρου,
πρώην Γενικού Γραμματέα Καταναλωτή
Σήμερα εκατοντάδες χιλιάδες ελληνικά νοικοκυριά απειλούνται, όσο ποτέ άλλοτε, από την απώλεια της κύριας κατοικίας τους. Τέλη Απριλίου λήγει άλλωστε και η λειτουργία της πλατφόρμας του ν. 4605/2019, που δίνει τη δυνατότητα σε ορισμένους τουλάχιστον δανειολήπτες να ρυθμίσουν ενυπόθηκα δάνεια και να προστατεύσουν από τον πλειστηριασμό την κατοικία τους.
Ωστόσο και τα αποτελέσματα της εφαρμογής αυτής αποδεικνύονται τελικά περιορισμένα. Από την πρώτη στιγμή άλλωστε είχε επισημανθεί ότι ο νόμος αυτός, με το πλήθος των προϋποθέσεων υπαγωγής που θέτει, απέκλειε από την προστασία της κατοικίας τη συντριπτική πλειοψηφία των υπερχρεωμένων.
Είχε προηγηθεί εξάλλου, πριν από έναν σχεδόν χρόνο, η κατάργηση των διατάξεων του «νόμου Κατσέλη» για την προστασία της κύριας κατοικίας. Τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά έχασαν το πιο αξιόπιστο θεσμικό εργαλείο που είχαν, προκειμένου να επιτυγχάνουν τη ρύθμιση των χρεών τους με βάση τις πραγματικές δυνατότητές τους, διασώζοντας την κατοικία τους. Τούτο μάλιστα παρά το γεγονός ότι η εν λόγω προστασία κατοχυρωνόταν με έναν τρόπο που κάθε άλλο παρά ζημίωνε τα συμφέροντα των πιστωτών, αφού οι οφειλέτες καλούνταν να πληρώσουν την αξία της ρευστοποίησης της κατοικίας σε μια έντοκη μακρόχρονη ρύθμιση.
Οι τράπεζες, αντί να διευκολύνουν με ρεαλιστικές και βιώσιμες προτάσεις τη ρύθμιση των χρεών, εκμεταλλευόμενες πλέον την απουσία πλαισίου προστασίας, προχωρούν οι ίδιες ταχύτατα σε πλειστηριασμούς. Συγχρόνως όμως προχωρούν, με την ενθάρρυνση του «Ηρακλή», στην απομάκρυνση των «κόκκινων» δανείων από τους ισολογισμούς τους, με την πώληση ή την τιτλοποίησή τους. Τη θέση των τραπεζών παίρνουν εταιρείες που για λογαριασμό των fundς ή των επενδυτών, χωρίς καμία κοινωνική ευθύνη και ευαισθησία, οργανώνουν την κερδοσκοπία μέσα από τους μαζικούς πλειστηριασμούς κατοικιών.
Αν δεν ληφθούν άμεσα και ουσιαστικά μέτρα, οι πλειστηριασμοί κατοικιών, και των μικρών ακόμη, θα προσλάβουν εκρηκτικές διαστάσεις. Χιλιάδες νοικοκυριά θα οδηγηθούν στην απόγνωση, περιθωριοποίηση και εξαθλίωση και η κοινωνική συνοχή θα διαρραγεί, με ανυπολόγιστες για την οικονομική και κοινωνική ζωή συνέπειες.
Ας μην ξεχνάμε ότι η υπερχρέωση των νοικοκυριών είναι αποτέλεσμα μιας επιθετικής πολιτικής επέκτασης, η οποία περιφρονούσε τους κανόνες του υπεύθυνου δανεισμού. Ακόμη περισσότερο ότι τα νοικοκυριά ρευστοποίησαν προσδοκώμενα, με τα δεδομένα της εποχής, μελλοντικά εισοδήματα προκειμένου να αποκτήσουν την κατοικία τους. Σήμερα, ωστόσο, καλούνται να αποπληρώσουν τα χρέη τους σε συνθήκες αδυναμίας, τις οποίες δεν προκάλεσαν τα ίδια.
Οι τελευταίοι που ευθύνονται για τα σημερινά αδιέξοδα είναι λοιπόν οι υπερχρεωμένοι. Οι κυβερνήσεις δεν έχουν το δικαίωμα να τους γυρίσουν την πλάτη. Δεν έχουν το δικαίωμα να σχεδιάζουν την «πτώχευση» ως εξαθλίωση, αποστερώντας την προστασία της κύριας κατοικίας και στέλνοντας τους υπερχρεωμένους σε δήθεν διαπραγματεύσεις με τα funds ή και με τις ίδιες τις τράπεζες, χωρίς καμία απολύτως διαπραγματευτική δύναμη και προστασία.
Εκείνο που σήμερα χρειάζεται είναι να αποκατασταθεί η διαταραγμένη ισορροπία. Να δώσουμε στον οφειλέτη, στον άνθρωπο, την προσοχή που του αξίζει και τη θέση που του αρμόζει σε ένα τραπεζικό σύστημα που εξυπηρετεί την πραγματική οικονομία. Να διαχειριστούμε τα «κόκκινα» δάνεια με βάση τους κανόνες του υπεύθυνου δανεισμού, προάγοντας όχι πολιτικές πλειστηριασμών, αλλά, όπου έχουν ανατραπεί οι συνθήκες εξυπηρέτησής τους, πολιτικές προσαρμογής και ρύθμισης των χρεών.