Αυτή είναι η πρόταση νόμου του ΣΥΡΙΖΑ για τον κατώτατο μισθό – Ποιες αυξήσεις προβλέπει

Αυτή είναι η πρόταση νόμου του ΣΥΡΙΖΑ για τον κατώτατο μισθό – Ποιες αυξήσεις προβλέπει

«Πυρά» στην κυβέρνηση από τον ΣΥΡΙΖΑ όπου την κατηγορεί πως «με χειρουργικά χτυπήματα επιδεινώνει διαρκώς τη θέση των εργαζομένων αφαιρώντας τους κεκτημένα δικαιώματα»

Στη δημοσιότητα δόθηκε η πρόταση νόμου που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ για την αύξηση του κατώτατου μισθού, με πρωτοβουλία του προέδρου του κόμματος Αλέξη Τσίπρα.

 


♦ Με την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για νέα αύξηση 7,5% το 2020, 800.000 εργαζόμενοι θα δουν τους μισθούς τους να ανεβαίνουν στα 698 ευρώ (48 ευρώ αύξηση), ενώ ακόμα 280.000 εργαζόμενοι θα δουν εκ νέου έμμεσες αυξήσεις λόγω της αύξησης των επιδομάτων.

♦ Αντίστοιχα, με την πρόταση νόμου για επιπλέον αύξηση 7,5% το 2021, 800.000 εργαζόμενοι θα δουν αυξήσεις 53 ευρώ με τον μηνιαίο μισθό τους να διαμορφώνεται στα 751 ευρώ, ενώ αντίστοιχες αυξήσεις θα δουν και 280.000 εργαζόμενοι λόγω της περαιτέρω αύξησης των επιδομάτων.

♦ Προβλέπει επίσης την καθολική επανίσχυση του επιδόματος γάμου.


Στόχος μας είναι η πλήρης αποκατάσταση των μισθολογικών απωλειών των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα από το συντριπτικό πλήγμα του δευτέρου μνημονίου και η ενίσχυση της βιοποριστικής λειτουργίας του μισθού, αναφέρει η τομεάρχη Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ, Έφη Αχτσιόγλου.

“Μετά την αύξηση κατά 11% το 2019 και την κατάργηση του υποκατώτατου για τους νέους από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, η δυναμική αύξηση του κατώτατου μισθού πρέπει να συνεχιστεί. Τούτο συνιστά την ελάχιστη προϋπόθεση ώστε η οικονομική ανάπτυξη που σημειώνεται στη χώρα να μην αφορά τους ελάχιστους αλλά τους πολλούς” προσθέτει η κ. Αχτσιόγλου στην ανακοινωσή της.

Και συνεχίζει: “Η στάση της ΝΔ, με την υπαναχώρηση ακόμα και από τις προεκλογικές της δεσμεύσεις για μία ανεπαρκή αύξηση του κατώτατου μισθού, αποδεικνύει πόσο κενό περιεχομένου ήταν το σύνθημά της για «πολλές και καλές δουλειές». Από την πλευρά μας καταθέτουμε μια συγκεκριμένη και ρεαλιστική πρόταση με μέριμνα την ενίσχυση του εισοδήματος των εργαζομένων και καλούμε κάθε πολιτική δύναμη να αναλάβει τις ευθύνες της” καταλήγει η ανακοίνωση.

 

Δείτε ολόκληρη την πρόταση νόμου του ΣΥΡΙΖΑ

«1.Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και μέχρι 31.12.2020 ο νόμιμος κατώτατος μισθός των υπαλλήλων ορίζεται σε 698,75 ευρώ και το νόμιμο κατώτατο ημερομίσθιο των εργατοτεχνιτών ορίζεται σε 31,22 ευρώ.

Από 1.1.2021 ο νόμιμος κατώτατος μισθός των υπαλλήλων ορίζεται σε 751,16 ευρώ και το νόμιμο κατώτατο ημερομίσθιο των εργατοτεχνιτών ορίζεται σε 33,56 ευρώ.

Επί των ως άνω ποσών καταβάλλεται επίδομα γάμου ανερχόμενο σε ποσοστό 10%. Περαιτέρω ο ως άνω κατώτατος μισθός των υπαλλήλων, προσαυξημένος με το επίδομα γάμου προσαυξάνεται περαιτέρω με ποσοστό 10% για κάθε τριετία προϋπηρεσίας και έως τρεις τριετίες και συνολικά 30% για προϋπηρεσία 9 ετών και άνω, ενώ το ως άνω κατώτατο ημερομίσθιο των εργατοτεχνιτών προσαυξημένο με το επίδομα γάμου προσαυξάνεται περαιτέρω με ποσοστό 5% για κάθε τριετία προϋπηρεσίας και έως έξι τριετίες και συνολικά 30% για προϋπηρεσία 18 ετών και άνω. Οι ως άνω προσαυξήσεις προϋπηρεσίας καταβάλλονται σε εργαζόμενο με προϋπηρεσία σε οποιονδήποτε εργοδότη και με οποιαδήποτε ειδικότητα. Ατομικές συμβάσεις εργασίας και συλλογικές συμβάσεις εργασίας κάθε είδους δεν επιτρέπεται να ορίζουν μηνιαίο μισθό ή ημερομίσθιο πλήρους απασχόλησης κατώτερο από το εδώ καθορισμένο κατώτατο μισθό και ημερομίσθιο. Όπου στην ισχύουσα νομοθεσία γίνεται αναφορά στον ελάχιστο μισθό ή στο ελάχιστο ημερομίσθιο της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) ως τέτοιος νοείται ο εδώ νόμιμος νομοθετημένος κατώτατος μισθός και κατώτατο ημερομίσθιο για όσο χρόνο θα ισχύσει το παρόν άρθρο.

2. Από 1.1.2022 ο ελάχιστος μισθός, όπως και το ελάχιστο ημερομίσθιο καθορίζονται κάθε φορά με Εθνικές Γενικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 1876/1990.

3. Το άρθρο πρώτο παρ. ΙΑ, υποπαρ. ΙΑ.11 του Ν. 4093/2012 και το άρθρο 103 του Ν. 4172/2013, περί καθορισμού νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου καταργούνται»

Η αιτιολογική έκθεση

Οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα υπέστησαν συντριπτικές μειώσεις στα εισοδήματά τους, ως αποτέλεσμα κυρίως της αναστολής λειτουργίας των συλλογικών διαπραγματεύσεων και της μείωσης του κατώτατου μισθού το 2012. Η τότε κυβέρνηση ΝΔ ΠΑΣΟΚ πιστή στο δόγμα της εσωτερικής υποτίμησης προέκρινε ως το κύριο μέσο για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας και της ανάπτυξης τη μείωση των μισθών. Προχώρησε έτσι στη δια νόμου μείωση του κατώτατου μισθού κατά 22 % και κατά 32 % για τους νέους. Ως αποτέλεσμα, οι πραγματικοί ετήσιοι μισθοί μειώθηκαν κατά 18% και η μερική απασχόληση αυξήθηκε κατά 28%. Οι εν λόγω πολιτικές όχι μόνο δεν κατόρθωσαν να περιορίσουν τη συνεχώς αυξανόμενη ανεργία, η οποία προσέγγισε το 28% συνολικά και ξεπέρασε το 60% στους νέους αλλά επιδείνωσαν ραγδαία την ποιότητα των θέσεων εργασίας με την Ελλάδα να καταλαμβάνει το 2015 μία από τις χαμηλότερες θέσεις μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ. Ως επιπλέον συνέπεια μεγάλο τμήμα του εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού μετανάστευσε στο εξωτερικό, θέτοντας σε κίνδυνο τις οικονομικές προοπτικές της χώρας. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θέτοντας στο επίκεντρο της πολίτικής της την αντιστροφή αυτής της κατάστασης έλαβε συγκεκριμένα μέτρα για την ενίσχυση του εισοδήματος και της διαπραγματευτικής θέσης των εργαζομένων αλλά και για την άμβλυνση της εισοδηματικής ανισότητας ώστε να αντιστραφεί ο αντίκτυπος της οικονομικής κρίσης και να ενισχυθεί το δίχτυ κοινωνικής προστασίας, τόσο για τους εργαζόμενους όσο και για τους ανέργους. Στο πλαίσιο αυτό, προχώρησε μεταξύ άλλων στην αύξηση του κατώτατου μισθού το 2019 κατά 11% και στην κατάργηση του υποκατώτατου μισθού για του νέους, οδηγώντας τους σε σημαντική αύξηση 27%.

Αντίθετα η σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ με χειρουργικά χτυπήματα στο θεσμικό πλαίσιο επιδεινώνει διαρκώς τη θέση των εργαζομένων αφαιρώντας τους κεκτημένα δικαιώματα. Η πολιτική αυτή εξάλλου δεν είναι μόνο επιζήμια για τους εργαζόμενους αλλά αποδεικνύεται στην πράξη και αντιαναπτυξιακή καθώς μειώνει την εγχώρια ζήτηση ενώ ταυτόχρονα λειτουργεί ως αντικίνητρο για την στροφή του παραγωγικού μοντέλου στην καινοτομία και την ποιότητα καθώς επιδιώκει να στηρίξει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας στο χαμηλό εργατικό κόστος και τη γενικευμένη απορύθμιση της αγοράς εργασίας. Η πορεία αυτή δεν μπορεί να συνεχιστεί.

Ιδίως μάλιστα όταν η σημερινή κυβέρνηση φαίνεται να υπαναχωρεί ακόμη και από τις προεκλογικές της δεσμεύσεις για ανεπαρκή μεν αλλά αύξηση του κατώτατου μισθού. Ωστόσο μετά την έξοδο από τα μνημόνια και την αυστηρή δημοσιονομική προσαρμογή είναι ελάχιστη υποχρέωση του κράτους να αποκαταστήσει τις απώλειες που το ίδιο προκάλεσε με αποφάσεις της εκτελεστικής εξουσίας στους μισθούς των εργαζομένων, πριν παραδώσει την αρμοδιότητα καθορισμού του ελάχιστου μισθού σε αυτούς που πραγματικά ανήκει, δηλ τους κοινωνικούς ανταγωνιστές. Θα δημιουργούσε εξάλλου ισχυρό ανταγωνιστικό μειονέκτημα στην εργατική πλευρά η επιστροφή της αρμοδιότητας καθορισμού του κατώτατου μισθού στη διαπραγμάτευση των κοινωνικών ανταγωνιστών προτού αποκατασταθεί στο επίπεδο που οι ίδιοι είχαν διαμορφώσει το 2011, λίγο πριν δηλ παρέμβει η κρατική λειτουργία και τον μειώσει.

Το παρόν άρθρο ορίζει ένα σαφή οδικό χάρτη ισόποσης αύξησης του κατώτατου μισθού για μια διετία και εν συνέχεια προβλέπει την επαναφορά του καθορισμού του μέσω εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας. Συγκεκριμένα η πρόταση προβλέπει αύξηση κατά 7,5% το 2020 και 7,5% το 2021 και επιστροφή της αρμοδιότητας καθορισμού του κατώτατου μισθού στους εθνικούς κοινωνικούς εταίρους μέσω εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας από 1.1.2022. Προβλέπει επίσης την καθολική επανίσχυση του επιδόματος γάμου.

Paron με πληροφορίες και από το newpost


Σχολιάστε εδώ