Η πραγματικότητα του Brexit

Η πραγματικότητα του Brexit


Του
ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ ΑΔΑΜΙΔΗ
Δικηγόρου, LL.M (Harvard’ 95), ΔΝ, αν. Καθηγητή
Κοινοτικού Δικαίου, Προμηθειών και Διεθνών Σχέσεων
στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων


Η διαδρομή που ξεκίνησε τριάμισι χρόνια πριν, με το βρετανικό δημοψήφισμα για την αποχώρηση από την Ενωμένη Ευρώπη, συμβολικά ολοκληρώθηκε τα μεσάνυχτα της 21ης Ιανουαρίου. Μετά από 47 χρόνια, το Ηνωμένο Βασίλειο παύει πλέον να βρίσκεται στον θεσμικό πυρήνα του ευρωπαϊκού πρότζεκτ. Κατά τους κακεντρεχείς, ουδέποτε είχε ταυτιστεί με το όραμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Οι ίδιοι εξάλλου οι Βρετανοί το δήλωναν, βγαίνοντας μπροστά εμβληματικές πολιτικές τους φυσιογνωμίες, με πρώτη τη Μάργκαρετ Θάτσερ, ότι είχαν ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και όχι στο πρόπλασμα μιας ομοσπονδίας ή, πολύ περισσότερο, σε μια πολιτική ένωση. Η αμφισημία αυτή ως προς τους όρους συνεργασίας με την Ευρώπη και τον βαθμό ταύτισης συμφερόντων και προτεραιοτήτων συνέτεινε ή και επιβεβαίωσε μια αμοιβαία δυσπιστία.

Κύριος εκφραστής της ο στρατηγός Ντε Γκολ, που πρωτοστάτησε στην απόρριψη, αρχικά, του αιτήματος για την ένταξη του Ηνωμένου Βασιλείου στην τότε ΕΟΚ, αλλά και οι ίδιοι οι Βρετανοί, που δεν συμμετείχαν εξαρχής στο εγχείρημα δημιουργίας της και εντάχθηκαν σε αυτή το 1973, 16 δηλαδή χρόνια μετά τη σύστασή της. Και ας ήταν ο Ουίνστον Τσόρτσιλ που τον Σεπτέμβριο του 1946, με την ομιλία του στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης, είχε θέσει ως στόχο και πρόκληση τη δημιουργία των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης. Μόλις δύο χρόνια αργότερα, το 1975, το 37% του Ηνωμένου Βασιλείου εκδήλωσε την αντίθεσή του στην ένταξη και παραμονή στην ΕΟΚ. Ο σπόρος, αν όχι η επιτομή, της διαίρεσης υπήρχε εξαρχής.

Η αποκρυστάλλωση της σχέσης μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27 κρατών είναι μια δύσκολη εξίσωση που πρέπει να επιλυθεί, κατ’ αρχήν, μέσα σε 11 μήνες, έως τις 31/12/2020. Προκειμένου να υπάρξει παράταση στις σχετικές διαπραγματεύσεις, πρέπει να υποβληθεί σχετικό αίτημα μέχρι τον Ιούνιο, όταν και θα φανεί εάν υπάρχει αρχική συμφωνία ως προς το πλαίσιο και το περιεχόμενο της σχέσης.

Η συμφωνία αυτή πρέπει στη συνέχεια να ψηφισθεί από τα Κοινοβούλια των κρατών-μελών και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μέχρι τις 31/12/2020. Υπάρχει μάλιστα και η άποψη ότι εφόσον η συμφωνία δεν περιέχει θεματικές που αφορούν αποκλειστικά τη δικαιοδοσία των ευρωπαϊκών θεσμών, τότε θα υπάρξει ανάγκη επικύρωσης και από τα τοπικά Κοινοβούλια, με την ανάλογα συνεπαγόμενη χρονική καθυστέρηση.

Σε κάθε περίπτωση, έως και τις 31/12/2020 το Ηνωμένο Βασίλειο θα εξακολουθεί να δεσμεύεται από το σύνολο τω κανόνων και κανονισμών του κοινοτικού κεκτημένου και του παράγωγου Κοινοτικού Δικαίου (κυρίως οδηγίες και κανονισμοί), χωρίς όμως να έχει και δικαίωμα συμμετοχής και ψήφου στη διαδικασία υιοθέτησής τους.

Κύριο ζητούμενο για τους Βρετανούς είναι να διαφυλάξουν ότι θα εξακολουθήσουν να συναλλάσσονται με την Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς δασμούς και περιορισμούς. Με άλλα λόγια, μέγιστο όφελος με μηδενική επιβάρυνση. Από την ευρωπαϊκή ωστόσο πλευρά έχει ξεκάθαρα επισημανθεί ότι τέτοιου είδους ιδεατή προνομιακή μεταχείριση δεν πρόκειται να υπάρξει. Τουναντίον, ως όρος για την όποια προσπάθεια διατήρησης προνομιακών συναλλαγών με τους Βρετανούς τίθεται η υποχρέωση συμμόρφωσής τους με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, που διέπει το περιβάλλον, την εργασία και τον ανταγωνισμό.

Ειδάλλως, κατά την εύλογη εκτίμηση των ευρωπαίων παραγόντων, ανατρέπονται οι όροι ισοτιμίας και δίκαιου ανταγωνισμού με τις βρετανικές επιχειρήσεις και δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία μιας «νέας Σιγκαπούρης», όπως το έθεσε και ο Μάνφρεντ Βέμπερ, υπό την έννοια του φορολογικού και επενδυτικού παραδείσου στα δυτικά σύνορα της Ευρώπης.

Μια τέτοια εξέλιξη θα ενίσχυε τις φυγόκεντρες δυνάμεις στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Αλλά και από πλευράς θεσμικής συνέχειας, μια βέλτιστη συμφωνία για τους Βρετανούς θα οδηγούσε σε αναθεώρηση των συνθηκών με τον Καναδά, την Ιαπωνία και το Βιετνάμ, που περιλαμβάνουν τη ρήτρα του πλέον ευνοημένου κράτους. Θα έπρεπε να προσαρμοστούν στα πρόσθετα ωφελήματα που θα απολάμβανε το Ηνωμένο Βασίλειο.

Η αποχώρηση των Βρετανών τραυματίζει το ευρωπαϊκό εγχείρημα σε επίπεδο συμβολισμών αλλά και ασφάλειας. Αποχωρεί η χώρα στην οποία γεννήθηκε το θεμέλιο του κράτους δικαίου, η Magna Carta Libertatum, το 1215, αλλά και η οποία είναι μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, έχει πυρηνικό οπλοστάσιο και τον ισχυρότερο στρατό και υπηρεσίες πληροφοριών της Δυτικής Ευρώπης.

Η εξέλιξη αυτή από την άλλη κάνει επιτακτικότερη την ανάγκη για ανάληψη συγκεκριμένων πρωτοβουλιών στην κατεύθυνση της δημιουργίας ευρωπαϊκής αμυντικής ταυτότητας. Είναι μια θεματική που η χώρα μας πρέπει να αξιοποιήσει. Τόσο γιατί μπορεί να δώσει νέο περιεχόμενο στην ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, όσο και γιατί μπορεί να δώσει τα εργαλεία για να χρηματοδοτηθεί με κοινοτικούς πόρους η φύλαξη των ευρωπαϊκών συνόρων, που εν πολλοίς μόνοι μας επωμιζόμαστε.

Η βρετανική αποχώρηση, κατά τους σκεπτικιστές επικριτές της, βασίζεται σε μια βαθιά ιδεολογική αντίφαση. Διακηρύσσει ότι αποκαθιστά τον εθνικό έλεγχο των Βρετανών για τις τύχες του κράτους τους, όταν την ίδια στιγμή το ίδιο εδράζεται σε τέσσερις διαφορετικές εθνότητες (Άγγλοι, Σκωτζέζοι, Ιρλανδοί της Βόρειας Ιρλανδίας και Ουαλοί), που στην πλειοψηφία τους, οι δύο τουλάχιστον εξ αυτών (Σκωτσέζοι και Ιρλανδοί), ήθελαν την παραμονή στην Ενωμένη Ευρώπη.

Ο καταλυτικός κριτής για το εγχείρημα θα είναι η οικονομική του κατάληξη. Όπως και οι συνέπειές του για τη συνοχή του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Μια αποτυχία θα αποθαρρύνει κάθε επίδοξο μιμητή και ανέξοδο δημοκόπο. Υπάρχουν εκτιμήσεις ότι μέχρι το 2100 το Ηνωμένο Βασίλειο θα ανέλθει στην έκτη θέση της παγκόσμιας οικονομίας από την έβδομη που βρίσκεται σήμερα. Ο καιρός μέχρι τότε βέβαια είναι πολύς. Όπως και οι ενδιάμεσοι σταθμοί. Και το τίμημα παραμένει αδιευκρίνιστο. Όσο αβέβαιη είναι και η πορεία των Βρετανών στα νέα, αχαρτογράφητα νερά.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ