Π. Νεάρχου: Η Ελληνο-Γαλλική στρατηγική σχέση

Π. Νεάρχου: Η Ελληνο-Γαλλική στρατηγική σχέση


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Η επίσκεψη του πρωθυπουργού στο Παρίσι δικαίωσε τις προσδοκίες που υπήρχαν για την εξέλιξη των Ελληνο-Γαλλικών σχέσεων. Ο Γάλλος Πρόεδρος μίλησε ανοικτά και καθαρά και υποστήριξε τις θέσεις της Ελλάδος και της Κύπρου. Η υποστήριξη αυτή περιλαμβάνει, πέρα από τη διπλωματική της διάσταση, ενίσχυση της αμυντικής συνεργασίας με μια διπλή μορφή.

Πρώτον, με τη μορφή των αμυντικών προμηθειών και, δεύτερον, με τη μορφή της στρατηγικής συνεργασίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Σύμβολα της δεύτερης αυτής μορφής συνεργασίας είναι η παρουσία στην περιοχή του Γαλλικού αεροπλανοφόρου «Στρατηγός Ντε Γκολ», συνοδευόμενου από την Ελληνική φρεγάτα «Σπέτσαι», και ενός Γαλλικού ελικοπτεροφόρου στον Βόλο.

Ο Γάλλος Πρόεδρος δήλωσε ότι θα ενισχυθεί, σε σταθερή βάση, η παρουσία Γαλλικών μέσων στην Ανατολική Μεσόγειο. Μια τρίτη μορφή συνεργασίας είναι η βιομηχανική, κατά πρώτο λόγο, στον αμυντικό τομέα, αλλά προφανώς και στον ενεργειακό και γενικότερα στον οικονομικό τομέα. Η Τρίτη αυτή μορφή είναι εκείνη που προσδίδει στην εξαγγελλόμενη στρατηγική συνεργασία τον χαρακτηρισμό εταιρική, που παραπέμπει ταυτόχρονα σε διμερές αλλά και σε Ευρωπαϊκό επίπεδο.

Στο πνεύμα αυτό εντάσσεται η εξαγγελία για τη συμμετοχή της Ελλάδος στο Ευρωπαϊκό σχέδιο κορβέτας, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής αμυντικής συνεργασίας PESCO. Στο σχέδιο συμμετέχουν μέχρι τώρα η Γαλλία και η Ιταλία και σ’ αυτές προστίθεται τώρα η Ελλάδα. Η συμμετοχή της Ελλάδος ενδείκνυται όχι μόνο για την προμήθεια κατεπειγόντως απαιτουμένων συγχρόνων και αξιόμαχων σκαφών για την ισορροπία στο Αιγαίο, αλλά για την ελπίδα αναγεννήσεως επίσης των Ελληνικών ναυπηγείων, που βρίσκονται σε πλήρες αδιέξοδο. Γιατί τα ναυπηγεία αυτά οδηγήθηκαν σ’ αυτήν την οικτρή κατάσταση, είναι μια άλλη ιστορία.

Αυτό όμως που πρέπει να γίνει συνείδηση στους κυβερνώντες, ανεξάρτητα από το σχέδιο της Ευρωπαϊκής κορβέτας ή οποιουδήποτε άλλου Ευρωπαϊκού σχεδίου, είναι ότι η Ελλάδα, που δίνει τη μάχη του Αιγαίου και της ισορροπίας δυνάμεων με τον άρπαγα γείτονά της, δεν μπορεί να ξεμείνει από ναυπηγεία και ναυπηγική ικανότητα.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, δυστυχώς, με πρόσχημα την περιφρούρηση του ελεύθερου ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής κοινής αγοράς, συμπεριφέρθηκε ε­γκληματικά απέναντι στην Ελλάδα, που, ούτως ή άλλως, μειονεκτεί δραματικά στον βιομηχανικό τομέα, σε σχέση με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Η πολιτική αυτή ευνόησε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, αλλά κυρίως τρίτες χώρες, μεταξύ αυτών και την επιθετική Τουρκία.

Η Ελληνο-Γαλλική στρατηγική σχέση βασίζεται σε μια ουσιαστική σύγκλιση συμφερόντων στην Ανατολική Μεσόγειο και ανταποκρίνεται στις Ελληνικές αμυντικές ανάγκες, που απαιτούν σύγχρονα μέσα και αποδέσμευση όπλων τελευταίας τεχνολογίας. Σε ό,τι αφορά τη σύγκλιση συμφερό­ντων, πρέπει κανείς να επισημάνει ότι η Ανατολική Μεσόγειος θεωρείται από τη Γαλλία ζωτικός χώρος, παρά το γεγονός ότι στο παρελθόν έθετε την έμφαση των συμφερόντων της στη Δυτική Μεσόγειο.

Οι εξελίξεις οι οποίες έχουν μεσολαβήσει, όπως η επάνοδος της Γαλλίας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, η ανάδυση των Τουρκικών φιλοδοξιών για ηγεμονία στην Ανατολική Μεσόγειο, η νέα σημασία της Ανατολικής Μεσογείου ως πολύ σημαντικού ενεργειακού παράγοντα, ο πρωταγωνιστικός ρόλος της Γαλλίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής αμυντικής διαστάσεως, η Τουρκική παρέμβαση στη Λιβύη, η οποία υπολαμβάνεται από τη Γαλλία και ως εν δυνάμει Ισλαμιστική απειλή στον χώρο της Γαλλόφωνης Μαύρης Αφρικής, καθιστούν για τη Γαλλία επιτακτική την ενεργή παρουσία της στην Ανατολική Μεσόγειο και την υπεράσπιση των ζωτικών συμφερόντων της και της επιρροής της. Στο πνεύμα αυτό, βλέπει ως συμμάχους την Ελλάδα και την Κύπρο, που είναι χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, και χώρες όπως το Ισραήλ και η Αίγυπτος, που είναι περιφερειακές δυνάμεις στην περιοχή.

Πάνω στη βάση της λογικής αυτής, ζήτησε να συμμετέχει, ως τακτικό μέλος, στις Τριμερείς Συναντήσεις Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ και Ελλάδας, Κύπρου, Αιγύπτου, όπως επίσης στο Φόρουμ Φυσικού Αερίου στο Κάιρο.

Σε ό,τι αφορά τις Ελληνικές αμυντικές ανάγκες, δεν είναι τυχαίο που η Ελληνική πλευρά, ανεξαρτήτως καθεστώτων και κυβερνήσεων, ανεζήτησε λύσεις προς τη Γαλλική πλευρά, ήδη από το 1971, επί Χούντας και αργότερα επί Κωνσταντίνου Καραμανλή και επί Ανδρέα Παπανδρέου. Η Αμερικανική πλευρά, που ήταν ο κύριος προμηθευτής οπλικών συστημάτων, περιλαμβανομένης της δωρεάν βοήθειας για παλαιότερα συστήματα, συνέδεε τις πωλήσεις όπλων με την πολιτική δυσμενούς για την Ελληνική πλευρά ισορροπίας με την Άγκυρα. Στο πνεύμα αυτό, δεν αποδέσμευε κρίσιμα συστήματα και όπλα που, κατά την κρίση της, θα διετάρασσαν τις Ελληνο-Τουρκικές στρατιωτικές ισορροπίες ή θα οδηγούσαν σε επικίνδυνη κλιμάκωση εξοπλισμών. Ταυτοχρόνως, θεωρούσε, βεβαίως, ως αδιανόητη την αγορά Σοβιετικού και αργότερα Ρωσικού εξοπλισμού από μια χώρα του ΝΑΤΟ.

Η λύση των Γαλλικών όπλων έδινε στην Ελληνική πλευρά ένα τεχνολογικό πλεονέκτημα, χωρίς πολιτικές εξαρτήσεις και παιχνίδια για τα Ελληνο-Τουρκικά. Τα Μιράζ, οι πυραυλάκατοι, οι πύραυλοι Exocet και αργότερα οι Mica και οι στρατηγικοί Scalp έδωσαν σοβαρά πλεονεκτήματα στην Ελληνική πλευρά και κάλυψαν το κενό που άφηνε η άρνηση των ΗΠΑ να αποδεσμεύσουν για την Ελλάδα πυραύλους μακρού βεληνεκούς, όπως, π.χ., οι πύραυλοι JASSM.

Η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, στη δεκαετία του ’80, ακύρωσε προηγούμενη διευθέτηση που υπήρχε για την αγορά 120 F-16, με πολύ σημαντικά βιομηχανικά ανταλλάγματα, και μοίρασε τη λεγόμενη «αγορά του αιώνα» σε 60 F-16 και 40 Γαλλικά Μιράζ. Το έπραξε για λόγους μικρότερης εξαρτήσεως από τις ΗΠΑ και μεγαλύτερης ελευθερίας στην άσκηση της αμυντικής πολιτικής έναντι της Τουρκίας και στην υπεράσπιση των εθνικών θεμάτων. Γνώριζε πικρά, από την περίοδο του 1974, ότι η μεροληπτική υπέρ της Άγκυρας στάση των ΗΠΑ μπορούσε να φαλκιδεύσει και τη χρήση οποιου­δήποτε Αμερικανικού οπλικού συστήματος, για να αποφευχθεί Ελληνο-Τουρκική σύγκρουση και διάλυση της ΝΑ πτέρυγας του ΝΑΤΟ.

Για μεγαλύτερη ακόμη διαφοροποίηση των αμυντικών προμηθειών, στο πλαίσιο της ακολουθούμενης πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, ο Ανδρέας Παπανδρέου έδωσε ώθηση στις αγορές μη στρατηγικού οπλισμού από τη Σοβιετική Ένωση. Η πρακτική αυτή βοήθησε σημαντικά την Ελληνική άμυνα και την Ελληνική διπλωματία, χωρίς να προκαλέσει ρήξεις με τις ΗΠΑ. Το προηγούμενο αυτό, που έγινε σιωπηρά αποδεκτό επί δεκαετίες από τις ΗΠΑ, είναι παρακαταθήκη και παράδειγμα για τις ακολουθητέες πολιτικές και σήμερα, όσο και αν έχουν αλλάξει εν τω μεταξύ οι συνθήκες.

Υπό τις συγκεκριμένες σημερινές περιστάσεις, η Γαλλική συνδρομή και στρατηγική συνεργασία έχει κορυφαία σημασία για τη χώρα μας. Αυτό δεν πρέπει να υπολαμβάνεται από ορισμένους ότι θα έρθουν άλλοι να πολεμήσουν για την Ελλάδα. Η άμυνα κάθε χώρας στηρίζεται πρωτίστως στις δικές της δυνάμεις. Οι συμμαχίες όμως συνιστούν καθοριστικό παράγοντα στην άμυνα κάθε χώρας. Η Ελλάδα δεν είναι μόνη απέναντι στην Τουρκική επεκτατική και ηγεμονική μεγαλομανία. Έχει περιφερειακούς συμμάχους τη Γαλλία, το Ισραήλ, την Αίγυπτο.

Θα πρέπει να αξιοποιήσει συγκεκριμένα και αποφασιστικά τις συμμαχίες αυτές για να ενισχύσει την άμυνά της και την αποτροπή. Μετά την εισβολή στο οικόπεδο 8 της Κυπριακής ΑΟΖ και το μνημόνιο με τη Λιβύη του Σάρατζ, η Άγκυρα στέλνει το «Oruc Reis» στην Ελληνική ΑΟΖ, στο Καστελλόριζο για να συμπληρώσει την ντε φάκτο αμφισβήτηση της ΑΟΖ από την Κύπρο και την Κρήτη ως το Καστελλόριζο. Το πράττει μάλιστα στην επέτειο των Ιμίων. Είναι η ώρα η κυβέρνηση να δώσει τη δέουσα απάντηση και αυτή δεν μπορεί να είναι εκείνη του μοιραίου πρωθυπουργού και αρχιερέα του ενδοτισμού Κώστα Σημίτη.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ