Με τον νέο Τερματικό Σταθμό στην Αλεξανδρούπολη η Ελλάδα μπαίνει δυναμικά στην αγορά LNG της Νοτιοανατολικής Ευρώπης

Με τον νέο Τερματικό Σταθμό στην Αλεξανδρούπολη η Ελλάδα μπαίνει δυναμικά στην αγορά LNG της Νοτιοανατολικής Ευρώπης

Αντίστροφα μετρά ο χρόνος για την υλοποίηση του Τερματικού Σταθμού LNG στην Αλεξανδρούπολη, με την τελική επενδυτική απόφαση να έχει προγραμματιστεί μέσα στο 2020. Πρόκειται για το μεγαλύτερο ενεργειακό έργο των τελευταίων ετών στη Βόρεια Ελλάδα, ύψους 380 εκατ. ευρώ, που αναμένεται να δημιουργήσει νέα δεδομένα στην προμήθεια φυσικού αερίου, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Το Τερματικό που υλοποιείται από την Ελληνική εταιρεία Gastrade A.E. θα έχει αποθηκευτική ικανότητα 170.000 κ.μ. Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου (LNG) και δυναμικότητα αεριοποίησης 5,5 δισ. κ.μ. ετησίως, ενώ αποτελείται από μια πλωτή μονάδα αποθήκευσης και επαναεριοποίησης LNG (FSRU) και 28 χλμ. αγωγού μεταφοράς.

Ο Σταθμός θα αυξήσει σημαντικά τις δυνατότητες της Ελλάδας να υποδέχεται και να εμπορεύεται υγροποιημένο φυσικό αέριο, σε μια περίοδο που η ζήτηση του εν λόγω καυσίμου αυξάνεται διεθνώς με γοργούς ρυθμούς σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες. Συγκεκριμένα, η πα­γκόσμια ζήτηση φυσικού αερίου αναμένεται να αυξηθεί από 3.849 δισ. κ.μ. το 2018 σε 5.370 δισ. κ.μ. το 2040, με τη μισή από αυτήν την αύξηση να προέρχεται από το LNG, η ζήτηση του οποίου υπολογίζεται ότι θα διπλασιαστεί το ίδιο διάστημα, φτάνοντας τα 1.100 δισ. κ.μ. Ο μεγαλύτερος καταναλωτής LNG παραμένει σταθερά η Ευρώπη, αυξάνοντας μάλιστα στο 21% το μερίδιό της το 2019, από 13% το 2018 (105 δισ. κ.μ. έναντι 59 δισ. κ.μ. το 2018).

Την ίδια στιγμή, ωστόσο, η μείωση της εσωτερικής παραγωγής ΦΑ στην Ευρώπη αλλά και η λήξη των μακροχρόνιων συμβάσεων προμήθειας (ύψους 100 δισ. κ.μ.) θα δημιουργήσει κενό εφοδιασμού άνω των 150 bcm το 2025, που αντιστοιχεί στο 1/3 των ευρωπαϊκών αναγκών και το οποίο θα πρέπει να καλυφθεί σε μεγάλο ποσοστό με LNG, αυξάνοντας ακόμη περισσότερο τη ζήτηση για το εν λόγω καύσιμο.

Η μετεωρική αυτή άνοδος του φυσικού αερίου δεν είναι δύσκολο να εξηγηθεί: Πρόκειται για το πιο φιλικό προς το περιβάλλον, από όλα τα ορυκτά καύσιμα (με μηδενικές εκπομπές διοξειδίων του θείου και σημαντικά χαμηλότερες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα), αποθηκεύεται εύκολα, ενώ διαθέτει σημαντικά υψηλότερη ενεργειακή απόδοση και μικρότερο κόστος. Η δε τεχνική ευελιξία των μονάδων του το καθιστά απαραίτητο συμπλή­ρωμα στις ΑΠΕ, εξισορροπώντας τις διακυμάνσεις στην παραγωγή τους, ιδιαίτερα την περίοδο του χειμώνα.

Ταυτόχρονα, το LNG προσφέρει στην Ευρωπαϊκή Ένωση διαφοροποίηση και ασφάλεια εφοδιασμού, ενώ οδηγεί στην αύξηση του ανταγωνισμού και στη μείωση του κόστους στην αγορά ενέργειας. Για αυτό άλλωστε στην Ευρώπη αναπτύσσονται ήδη οκτώ νέα τερματικά επαναεριοποίη­σης, σαν και εκείνο της Αλεξανδρούπολης, που θα προσφέρουν 22 δισ. κ.μ. πρόσθετη δυναμικότητα.

Ακόμη πιο μεγάλη υπολογίζεται ότι θα είναι η αύξηση της ζήτησης για LNG στη ΝΑ Ευρώπη –την αγορά στην οποία απευθύνεται η νέα μονάδα της Αλεξανδρούπολης–, σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες για ολόκληρη την περιοχή. Στην Ελλάδα μάλιστα η συνολική ζήτηση αναμένεται σχεδόν να διπλασιαστεί το 2030, σε σχέση με το 2018 (8,2 δισ. κ.μ. έναντι 4,6 δισ. κ.μ.), κυρίως λόγω της αύξησης της ζήτησης στην ηλεκτροπαραγωγή, συνέπεια της απολιγνιτοποίησης, αλλά και της διείσδυσης του φυσικού αερίου σε περισσότερες περιοχές της χώρας (η ΔΕΔΑ έχει προγραμματίσει επέκταση σε 18 πόλεις), καθώς και της επέκτασης του καυσίμου σε νέες χρήσεις, όπως οι μεταφορές (αυτοκίνητα, φορτηγά, πλοία) και σε καταναλωτές εκτός δικτύου.

Στους ίδιους ρυθμούς κινείται και η Σερβία, που θα δει τις ανάγκες σε φυσικό αέριο να διπλασιάζονται το 2030 έναντι του 2018 (από 2,5 δισ. κ.μ. σε 5 δισ. κ.μ.), κυρίως λόγω απόσυρσης λιγνιτικών μονάδων. Στη δε Βουλγαρία η ζήτηση αναμένεται να αυξηθεί από 3 δισ. κ.μ. το 2018 σε 4,7 δισ. κ.μ. το 2030, ενώ στη Βόρεια Μακεδονία η ανάπτυξη του εσωτερικού δικτύου και η διασύνδεση με την Ελλάδα υπολογίζεται ότι θα ενισχύσουν τη ζήτηση στα 1,5 – 2 δισ. κ.μ. μέχρι το 2040. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι καμία από τις παραπάνω χώρες δεν διαθέτει μονάδες επαναεριοποήσης LNG.

Την επέκταση της χρήσης του LNG άλλωστε ευνοούν ιδιαίτερα και τα οικονομικά δεδομένα. Από την αρχή του 2019 οι τιμές στα βραχυχρόνια συμβόλαια LNG είναι εξαιρετικά ανταγωνιστικές σε σχέση με το αέριο αγωγού. Στη δε ΝΑ Ευρώπη η διαφορά στις spot τιμές LNG σε σχέση με το αέριο αγωγού ξεπέρασε το 50%. Αυτός είναι ο λόγος που τα φορτία LNG στην εγκατάσταση της Ρεβυθούσας ανήλθαν σε 52 το 2019 και αναμένεται να αυξηθούν σε 63 το 2020, σύμφωνα με τον προγραμματισμό του ΔΕΣΦΑ.

Αλλά και το κόστος της προμήθειας LNG βαίνει δραστικά μειούμενο. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το κόστος παραγωγής φυσικού αερίου στις ΗΠΑ κυμαίνεται μεταξύ 1 – 1,5 δολάρια/MMBtu, ενώ το κόστος παραγωγής LNG στις νέες εγκαταστάσεις υγροποίησης κυμαίνεται από 500 έως 700 δολάρια/τόνο, δηλαδή πέντε έως έξι φορές χαμηλότερο σε σχέση με το κόστος παραγωγής το 2000, συμπαρασύροντας ανάλογα και την τιμή πώλησης.

Με αυτά τα δεδομένα, είναι εγγυημένη όχι μόνο η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του νέου Τερματικού Σταθμού LNG στην Αλεξανδρούπολη αλλά και οι υψηλές αποδόσεις για τους μετόχους της Gastrade. Για αυτό άλλωστε στρατηγικοί παίκτες από τον χώρο της ενέργειας στην ΝΑ Ευρώπη σπεύδουν να συμμετάσχουν στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας η οποία έχει ήδη εξασφαλίσει και τη χρηματοδότηση της ΕΕ για την υλοποίηση του έργου.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Φωτό: offshore-technology.com


Σχολιάστε εδώ