Η μη συμμετοχή της Ελλάδας, οι μηχανορραφίες, οι προκλήσεις της Άγκυρας και η απάθεια του ΝΑΤΟ
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.
Ενάμιση αιώνα μετά τη ιστορική Διάσκεψη του Βερολίνου του 1878 (Ιούνιος – Ιούλιος 1878), που ανέτρεψε τη Συμφωνία του Αγίου Στεφάνου (Ιανουάριος 1878), με την οποία η Ρωσία είχε επιβάλει, μεταξύ άλλων, στην ηττημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία τη δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας, σε βάρος κυρίως της Ελλάδας, αφού μεγάλο μέρος της ελληνικής Μακεδονίας υπαγόταν στη Βουλγαρία, το Βερολίνο επανήλθε στο διεθνές προσκήνιο με την πρόσφατη Διάσκεψη για τη Λιβύη.
Στην πρώτη και ιστορική Διάσκεψη του 1878 οικοδεσπότης ήταν ο Μπίσμαρκ, μια μεγάλη πολιτική προσωπικότητα της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας και αρχιτέκτονας της ενοποίησης της Γερμανίας, ο οποίος δήλωνε ότι στο συνέδριο ήθελε να είναι ένας απλός «έντιμος μεσάζων». Η μικρή τότε Ελλάδα είχε προσκληθεί και εκπροσωπήθηκε στη Διάσκεψη από τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη, υπουργό τότε των Εξωτερικών, και τον πρεσβευτή Αλέξανδρο Ρίζο – Ραγκαβή, οι οποίοι έπεισαν τους συνέδρους να μην υπαχθεί μεγάλο μέρος της Μακεδονίας με αρχέγονο ελληνικό πληθυσμό στη Βουλγαρία. Η απελευθέρωση της Μακεδονίας, Ηπείρου και του υπολοίπου της Θεσσαλίας πραγματοποιήθηκε αργότερα με τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους.
Στην πρόσφατη Διάσκεψη για τη Λιβύη η Ελλάδα δεν συμμετείχε γιατί δεν κλήθηκε να συμμετάσχει, παρά το γεγονός ότι ως χώρα της περιοχής με συναφή ρόλο και συμφέροντα όχι μόνο δικαιολογούνταν αλλά και επιβαλλόταν η συμμετοχή της. Παρά τα διαβήματα σε διπλωματικό επίπεδο αλλά και δημόσιες δηλώσεις δυσαρέσκειας του υπουργού Εξωτερικών κ. Δένδια, η Ελλάδα τελικά δεν εκλήθη ούτε με ιδιότητα απλού παρατηρητή. Η επίσημη απάντηση από πλευράς του Βερολίνου ήταν ότι στη Διάσκεψη δεν θα συζητούνταν θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος, όπως το τουρκολιβυκό μνημόνιο κατανόησης, που δικαίως προκάλεσε τις ελληνικές αντιδράσεις. Δόθηκαν πάντως διαβεβαιώσεις ότι θα κληθεί να συμμετάσχει σε προσεχείς διαδικαστικές συναντήσεις.
Έντονες όμως είναι οι φήμες, που επιβεβαιώνονται και από διπλωματικές και άλλες πηγές, ότι η μη συμμετοχή της Ελλάδας οφείλεται σε έντονες πιέσεις αλλά και απειλές που ασκήθηκαν προς την πλευρά των οργανωτών από την Άγκυρα.
Γενική ήταν η εκτίμηση ότι τα αποτελέσματα της Διάσκεψης ήσαν πενιχρά. Η καγκελάριος κ. Μέρκελ επεδίωξε επισταμένως να προκαλέσει και να φιλοξενήσει τη Διάσκεψη, προφανώς, για να επιβεβαιώσει, προς το τέλος της πολιτικής της σταδιοδρομίας, τον ρόλο της ειρηνοποιού. Δεν φαίνεται όμως να είχε γίνει σωστή και κατάλληλη προετοιμασία. Οι δύο πρωταγωνιστές του λιβυκού δράματος, ο «πρωθυπουργός» Σάρατζ, που η επικράτεια στην οποία ασκεί εξουσία περιορίζεται σε μια μικρή περιοχή γύρω από την πρωτεύουσα, και ο μέγιστος αντίπαλός του στρατάρχης Χαφτάρ, που λίγες ημέρες νωρίτερα είχε επισκεφθεί επισήμως την Αθήνα και στην ουσία είναι κυρίαρχος της Λιβύης, ελέγχοντας τις πετρελαιοπηγές και τη διάθεση του πετρελαίου, δεν αντάλλαξαν κατά τη διάρκεια των εργασιών της Διάσκεψης ούτε μία λοξή ματιά! Το μέλλον της Λιβύης ενδιαφέρει την Ελλάδα από πολλές πλευρές.
Μας ενδιαφέρει πρωτίστως πολιτικά και γεωπολιτικά, επειδή μια παρατεινόμενη ρευστότητα και αντιπαλότητα μεταξύ των αντιμαχόμενων μερών επιδρά αρνητικά στη σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή της Κεντρικής και Ανατολικής Μεσογείου, με όλους τους συναφείς κινδύνους για την ειρήνη και την ασφάλεια των μεσογειακών και βορειοαφρικανικών χωρών. Αλλά και οικονομικώς επηρεάζονται τα ελληνικά συμφέροντα. Η Λιβύη είναι από τις πλουσιότερες πετρελαιοπαραγωγές χώρες στον κόσμο και η ελληνική εμπορική ναυτιλία συμμετέχει ενεργά στη μεταφορά του αργού πετρελαίου. Καθόλου αμελητέα και η πολιτιστική διάσταση. Η ελληνική ιστορική παράδοση είναι στενά συνδεμένη με τους λαούς της Βόρειας Αφρικής και τη Λιβύη.
Απόδειξη ότι και η πρωτεύουσα της χώρας εξακολουθεί να φέρει ελληνική ονομασία.
Το Λιβυκό συνδέθηκε, κάπως απρόσμενα, με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις εξαιτίας και των μηχανορραφιών του καθεστώτος Ερντογάν με την υπογραφή του τουρκολιβυκού μνημονίου κατανόησης, με το οποίο αμφισβητούνται ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα νοτίως της Κρήτης αλλά και των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου. Η Άγκυρα σαφώς αυθαιρετεί και τούτο αναγνωρίζεται από την ΕΕ, τις ΗΠΑ και άλλες χώρες. Οι περισσότερες όμως περιορίζονται σε φραστική καταδίκη, γεγονός που επιτρέπει στον Ερντογάν να συνεχίζει να προκαλεί και να απειλεί.
Όσοι μελετούν την πολιτική και διπλωματική ιστορία διαπιστώνουν ότι πολλοί πόλεμοι και συγκρούσεις ήταν συνέπειες ανοχών έναντι των παραβατών της διεθνούς έννομης τάξης. Η Άγκυρα έχει αναθαρρήσει μετά την εισβολή και την κατοχή τμήματος της Βορειοανατολικής Συρίας, που της εξασφαλίζει τον έλεγχο του Κουρδικού, ερμηνεύοντας τη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων ως αναγνώρισή της ως περιφερειακής δύναμης. Πόσες όμως χώρες της Μέσης Ανατολής, της Βορείου Αφρικής και των Βαλκανίων έχουν θετικές αναμνήσεις από την προκάτοχο της σημερινής Τουρκίας, την Οθωμανική Αυτοκρατορία, την οποία ο σημερινός τούρκος Πρόεδρος επιθυμεί να νεκραναστήσει; Η συνεργασία Ερντογάν – Σάρατζ, με την υπογραφή του μνημονίου κατανόησης, ικανοποιεί τις φιλοδοξίες του Ερντογάν, αλλά στερείται νομικής αξίας.
Σωστή η απειλή άσκησης βέτο από πλευράς της ελληνικής κυβέρνησης σε οποιαδήποτε μορφή συνδρομής της ΕΕ προς τη Λιβύη, αν δεν απαιτηθεί η ρητή, ουσιαστική και τυπική ακύρωση του τουρκολιβυκού πρωτοκόλλου οριοθέτησης των θαλασσίων περιοχών μεταξύ των δύο χωρών, που παραβιάζει κυριαρχικά ελληνικά δικαιώματα που προβλέπονται από το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας. Όλες όμως οι διπλωματικές μας κινήσεις πρέπει να μελετηθούν επισταμένως.
Το ίδιο ασφαλώς ισχύει και σε κάθε σκέψη ή προτροπές για προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης αν δεν μελετηθούν εις βάθος τόσο τα ουσιαστικά, όσο και τα τυπικά στοιχεία, που συνδέονται με τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου και των αιτημάτων της άλλης πλευράς. Στο μεταξύ, παράλληλα με την επίδειξη διπλωματικής δραστηριότητας τόσο σε πολιτικό όσο και σε υπηρεσιακό επίπεδο, διά των διπλωματικών αντιπροσωπειών μας, που τα τελευταία χρόνια έχουν αποδομηθεί σε ικανό βαθμό, πρέπει να δοθεί η δέουσα προσοχή σε όσα ευστόχως είπε κατά την ανάληψη των καθηκόντων του ο νέος Αρχηγός ΓΕΕΘΑ, στρατηγός Κωνσταντίνος Φλώρος. Να είμαστε έτοιμοι ακόμη και για ένοπλη σύγκρουση με την Τουρκία. Si vis pacem para bellum (Εάν θέλεις ειρήνη, παρασκεύαζε πόλεμο), έλεγαν οι Ρωμαίοι. Είναι δυνατόν να μιλάμε ακόμα για ΝΑΤΟ, όταν δύο μέλη βρίσκονται σε συνεχή αντιπαράθεση, ακόμα και με ενδεχόμενο ένοπλης σύγκρουσης;