Αρδέννες (1944) – Το τελευταίο στοίχημα του Χίτλερ

Αρδέννες (1944) – Το τελευταίο στοίχημα του Χίτλερ

Συγγραφέας
Antony Beevor
Μετάφραση
Πέτρος Τσαλπατούρος, Βαγγέλης Στεργιόπουλος


Η Μάχη των Αρδεννών ήταν εκείνη η πολεμική αναμέτρηση που επέφερε τελικά την καταστροφή της Βέρμαχτ.

Στις 16 Δεκεμβρίου του 1944, ο Χίτλερ «έπαιξε το τελευταίο του χαρτί» στα χιονισμένα δάση και φαράγγια των Αρδεννών. Πίστευε πως μια ταχεία γερμανική προέλαση μέχρι την Αμβέρσα θα κατόρθωνε να διασπάσει τις δυνάμεις των Συμμάχων και, ακολούθως, να υποχρεώσει τους Καναδούς και τους Βρετανούς να εγκαταλείψουν τον πόλεμο. Παρόλο που οι στρατηγοί του είχαν αμφιβολίες για την επιτυχή έκβαση της επιχείρησης, οι νεότεροι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί λαχταρούσαν να πιστέψουν πως τα σπίτια τους και οι οικογένειές τους μπορούσαν να γλιτώσουν από την εκδικητική μανία του Κόκκινου Στρατού, ο οποίος προσέγγιζε τη χώρα τους εξ ανατολών. Πολλοί Γερμανοί είχαν ενθουσιαστεί με την ιδέα μιας αντεπίθεσης. Η επίθεση στις Αρδέννες, στην οποία ενεπλάκησαν ένα εκατομμύριο και πλέον άνδρες, αποτέλεσε τη σημαντικότερη μάχη του πολέμου στη Δυτική Ευρώπη.

Οι Σύμμαχοι, που κατελήφθησαν εξαπίνης, βρέθηκαν ξαφνικά αντιμέτωποι με δυο τεθωρακισμένες στρατιές. Οι Βέλγοι πολίτες εγκατέλειψαν τα σπίτια τους επειδή φοβούνταν ευλόγως ενδεχόμενα αντίποινα από γερμανικής πλευράς. Επικράτησε πανικός ακόμη και στο Παρίσι. Πολλοί Αμερικανοί στρατιώτες τράπηκαν σε φυγή ή παραδόθηκαν, άλλοι, όμως, προέβαλαν ηρωική αντίσταση, δημιουργώντας έναν κυματοθραύστη που επιβράδυνε την προέλαση των γερμανικών δυνάμεων.

Ο δριμύς χειμώνας και η σφοδρότητα των συγκρούσεων διαμόρφωσαν ένα σκηνικό που θα μπορούσε να συγκριθεί με εκείνο στο Ανατολικό Μέτωπο. Έπειτα από τις μαζικές εκτελέσεις που διέπραξαν οι άνδρες των Waffen-SS, οι Αμερικανοί στρατηγοί έδωσαν το πράσινο φως για την εν ψυχρώ εκτέλεση Γερμανών αιχμαλώτων. Η Μάχη των Αρδεννών ήταν εκείνη η πολεμική αναμέτρηση που επέφερε τελικά την καταστροφή της Βέρμαχτ.

 

Απόσπασμα βιβλίου

Στις 05:20΄ το πρωί της 16ης Δεκεμβρίου, δέκα λεπτά πριν από την «Ώρα Μηδέν», το πυροβολικό της 6ης Στρατιάς Panzer του Sepp Dietrich άνοιξε πυρ. Οι περισσότεροι Αμερικανοί στρατιώτες –που γνώριζαν ότι οι πρώτες αχτίδες του ήλιου δεν επρόκειτο να φανούν στον ορίζοντα πριν από τις 08:30 και ήθελαν να αποφύγουν το τσουχτερό κρύο που επικρατούσε τη νύχτα στην περιοχή– αναπαύονταν μέσα σε αγροτόσπιτα, αχυρώνες και στάβλους. Το τοπίο στον συγκεκριμένο τομέα του μετώπου, νοτίως του Δάσους του Monschau, θύμιζε έντονα εκείνο του Hürtgen: μεγάλα δέντρα, βραχώδεις χαράδρες, ρυάκια, ελάχιστοι δρόμοι και μονοπάτια βυθισμένα στη λάσπη, που μετά βίας επέτρεπαν σε οποιοδήποτε όχημα να τα διαβεί.

Οι διοικητές των γερμανικών μοιρών Πυροβολικού, που γνώριζαν ότι οι Αμερικανοί στρατιώτες προτιμούσαν να βρίσκουν κατάλυμα σε εσωτερικούς χώρους, είχαν δώσει εντολή στους άνδρες τους να στοχεύουν τα σπίτια. Από την άλλη πλευρά, οι Αμερικανοί στρατιώτες, που αναλάμβαναν σκοπιά, είχαν λάβει οδηγίες να μην βρίσκονται στις πόρτες των σπιτιών, αλλά σε κάποιο κοντινό όρυγμα, έτσι ώστε να μπορούν να παράσχουν κάλυψη σε περίπτωση αιφνίδιας εχθρικής επίθεσης. Εκείνο το πρωί, οι σκοποί είδαν τις λάμψεις από τις βολές των πυροβόλων να φωτίζουν τον ορίζοντα και έσπευσαν να ξυπνήσουν τους συμπολεμιστές τους· όμως τους πρόλαβαν οι απανωτές εκρήξεις των βλημάτων που άρχισαν να πέφτουν στην περιοχή και να σκορπούν τον πανικό: οι Αμερικανοί στρατιώτες έπεφταν ο ένας επάνω στον άλλο, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να απελευθερωθούν από τους υπνόσακούς τους και να αρπάξουν όπως όπως τις εξαρτήσεις, τα κράνη και τα όπλα τους.

Η περιοχή είχε πληγεί και στο παρελθόν από τα πυρά του γερμανικού Πυροβολικού, ποτέ όμως με τέτοια σφοδρότητα. Οι λίγοι άμαχοι, στους οποίους είχε επιτραπεί η παραμονή τόσο κοντά στο μέτωπο προκειμένου να φροντίζουν τα ζώα τους, αντίκριζαν με τρόμο τους αχυρώνες και τα σπίτια τους να παραδίδονται στις φλόγες έπειτα από κάθε έκρηξη. Ανήμποροι να θέσουν σε έλεγχο τη φωτιά, η οποία επεκτεινόταν ταχύτατα, πήραν τις οικογένειές τους και προσπάθησαν να διαφύγουν προς τα μετόπισθεν. Όμως, κάποιοι δεν κατάφεραν να ξεφύγουν από τον βομβαρδισμό. Στο μικρό χωριό Manderfeld, πέντε άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους – ανάμεσα σε αυτούς ήταν τρία μικρά παιδιά.


Φωτογραφικό υλικό


Είπαν για το βιβλίο 

Θα ικανοποιήσει και τον πιο απαιτητικό αναγνώστη για την αφηγηματική ζωντάνια και τη σαφήνεια με την οποία ο συγγραφέας παρουσιάζει τα γεγονότα στρατηγικής σημασίας και την ικανότητά του να αναβιώνει το πεδίο της μάχης, επιστρατεύοντας τις συγκλονιστικές περιγραφές και την παράθεση των λεγομένων των ίδιων των πρωταγωνιστών. Επίσης, ο Beevor κατορθώνει να πλέξει ένα αφηγηματικό δίχτυ μεταξύ των μαχών και του επιχειρησιακού σχεδιασμού, δείχνοντας πώς οι αποφάσεις των στρατηγών διαμορφώνουν –άλλοτε πολύ και άλλοτε καθόλου– τις συνθήκες στα πεδία των μαχών.
-The New York Times Book Review-

Ο βραβευμένος Ιστορικός Antony Beevor ερευνά εις βάθος τη Μάχη των Αρδεννών. Έτσι προσφέρει μια σφαιρική και ειλικρινή ματιά στη γερμανική επίθεση που διατάχθηκε από τον Χίτλερ ως αντίβαρο στην πλάστιγγα που έγερνε υπέρ των αντιπάλων του στη Δυτική Ευρώπη. Ο Beevor στηλιτεύει την υποκρισία και τις αδυναμίες των στρατηγών και καταδεικνύει τις θηριωδίες εις βάρος του άμαχου πληθυσμού… Ένα εγχειρίδιο απαραίτητο για όποιον θέλει να μάθει για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
-Kirkus Reviews- 

Όσοι επιθυμούν να κατανοήσουν την εξέλιξη της επίθεσης και τους λόγους της αποτυχίας της, θα ανακαλύψουν ότι πρόκειται για την πλέον πολύτιμη προσθήκη στη βιβλιογραφία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
-The Christian Science Monitor-

O Beevor φτιάχνει τον καμβά ενός κόσμου εξαντλημένου από τον πόλεμο… Οι περιγραφές του Beevor δημιουργούν στον αναγνώστη την αίσθηση ότι είδε τη μάχη από κοντά…
-The Boston Globe- 

Μια υποδειγματική καταγραφή της δυστυχίας και του τρόμου μιας αποτρόπαιης σύγκρουσης, κατά τη διάρκεια της οποίας περισσότεροι από ένα εκατομμύριο άνδρες πολέμησαν σε συνθήκες που θυμίζουν κατά πολύ εκείνες του Ανατολικού Μετώπου.
-The Australian-


Λίγα λόγια για τον συγγραφέα

Ο Antony Beevor σπούδασε στο Winchester και το Sandhurst. Ως μόνιμος Αξιωματικός της 11ης Ίλης Oυσάρων υπηρέτησε στη Γερμανία και την Aγγλία μέχρι που παραιτήθηκε από τον στρατό μετά από πέντε χρόνια υπηρεσίας.
Eίναι παντρεμένος με την Artemis Cooper, σε συνεργασία με την οποία έγραψε το Paris after the Liberation, 1944-1949. Kαι οι δύο έχουν ανακηρυχθεί Chevalier de l’ Ordre des Arts et des Lettres από τη Γαλλική Kυβέρνηση.
Στα έργα του περιλαμβάνονται τα: Κρήτη: Η Μάχη και η Αντίσταση (Βραβείο Runciman), Βερολίνο: Η Πτώση 1945 (Βραβείο Longman – History Today Trustees), Στάλινγκραντ (Βραβείο Samuel Johnson, Βραβείο Ιστορίας Wolfson και Βραβείο Λογοτεχνίας Hawthornden), Το μυστήριο της Όλγας Τσέχοβα, Ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος, 1936-1939 (Βραβείο La Vanguardia), D-Day: Η Απόβαση στη Νορμανδία (Βραβείο Henry Malherbe και Μετάλλιο RUSI Westminster) και Ένας Συγγραφέας στον Πόλεμο: Ο Βασίλι Γκρόσμαν με τον Κόκκινο Στρατό, 1941-1945.
Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε τριάντα γλώσσες και έχουν πουλήσει περισσότερα από έξι εκατομμύρια αντίτυπα.
Έχει διατελέσει πρόεδρος του Society of Authors, ενώ είναι επίτιμος διδάκτορας στα πανεπιστήμια του Kent, του Bath και της East Anglia και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Kent. Το 2014, στις Ηνωμένες Πολιτείες, του απονεμήθηκε το Βραβείο Λογοτεχνίας Pritzker για τη συνολική προσφορά του στη Στρατιωτική Ιστορία.
Ο Beevor ζει στην Αγγλία.


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΚΟΒΟΣΤΗ

Τίτλος Πρωτοτύπου: Ardennes 1944 (Hitler’s last gamble)
Κατηγορία: Ιστορία 1940-1949
ISBN: 978-960-446-111-0


Σχολιάστε εδώ