Οι προϋποθέσεις για να γίνει πειστική η ελληνική διπλωματία (Μέρος 2ο)
Του
ΜΑΚΗ ΑΝΔΡΟΝΟΠΟΥΛΟΥ
Το «θερμό επεισόδιο» μονόδρομος προς την τράπεζα των διαπραγματεύσεων;
Με το 61% των Ελλήνων να φοβάται «θερμό επεισόδιο», τη «Real News» με κεντρικό τίτλο «Ο Μακρόν φοβάται θερμό επεισόδιο» και την «Καθημερινή» να παρουσιάζει τα τέσσερα σενάρια για έναν «θερμό» Ιανουάριο, υποθέτουμε πως ο πρωθυπουργός, που δεν περίμενε πριν από λίγες μέρες «θερμό επεισόδιο», έχει αλλάξει γνώμη, καθώς τώρα το Μαξίμου θεωρεί πως «πιθανότερο είναι να γίνει κάτι, παρά να μη γίνει».
Από την τουρκική ρητορική είναι σαφές πως θέλουν να πάμε σε μια πολιτική διαπραγμάτευση, με όλα τα θέματα που θέτουν πάνω στο τραπέζι, κάτι που δεν μπορεί να κάνει καμία ελληνική κυβέρνηση.
Γι’ αυτό, το «θερμό επεισόδιο» μοιάζει μονόδρομος προς την τράπεζα των διαπραγματεύσεων. Το ερώτημα είναι «πότε πας στη διαπραγμάτευση;» ή, καλύτερα, «πώς πας, με τι όρους;». Για να προλάβεις το «θερμό επεισόδιο» πρέπει να ορίσεις τις προϋποθέσεις με τις οποίες πας σε διαπραγμάτευση και τι πράγματα μπορείς να διαπραγματευτείς.
Ο καθηγητής Θεόδωρος Καρυώτης, ο λεγόμενος και «πατέρας της ελληνικής ΑΟΖ» πρόσφατα με άρθρο του διατύπωσε οκτώ προτάσεις πολιτικής που έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα. Μεταξύ άλλων προτείνει ότι «η συζήτηση πρέπει να συμπεριλάβει όχι μόνο την υφαλοκρηπίδα αλλά και την ΑΟΖ» και τονίζει πως «η μερική επέκταση των χωρικών υδάτων στο Ιόνιο, ή η μερική οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών με την Αίγυπτο, που αναδεικνύουν το μη ρυθμιζόμενο ζήτημα, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως επιχείρημα υπέρ της ύπαρξης ‘‘ειδικών περιστάσεων’’ π.χ. στο Αιγαίο ή την Ανατολική Μεσόγειο».
Αν οι όροι της διαπραγμάτευσης πάνε να «φτιαχτούν» με το «θερμό επεισόδιο», το ερώτημα που τίθεται είναι «τι διαστάσεις, χωρικές και χρονικές, του δίνει κάθε πλευρά;». Μπορεί η τουρκική πλευρά να περιμένει μια αφορμή για να διευρύνει στρατιωτικά το επεισόδιο με την κατάληψη ενός νησιού. Αυτό το αφήνεις να εξελιχθεί ή το προλαβαίνεις με δικό σου, ευρύτερο κεραυνοβόλο πλήγμα;
Δεν είναι σκόπιμο να απαντηθούν από τον υπογράφοντα τέτοιου τύπου ερωτήματα, όμως είναι καλό να τίθενται, γιατί παρά τον διπλωματικό μαραθώνιο η κυβέρνηση δεν έχει πείσει πως αντιλαμβάνεται το βάθος της διαμάχης.
Τα πρόσωπα στην Ιστορία είναι μοιραία. Οι ηγέτες και αυτοί που παίρνουν τις αποφάσεις έχουν καταλυτική σημασία στις ιστορικές εξελίξεις, όπως άλλωστε και το momentum. O Ερντογάν είναι μεγάλος ηγέτης. Έχτισε την Τουρκία του G20, με ιδιοπαραγωγή του 70% του πολεμικού εξοπλισμού της, φτιάχνει μίνι αεροπλανοφόρο ειδικών αποστολών και προβάλλει την ισχύ της, τα επόμενα χρόνια θα φτιάξει δικό της επιθετικό αεροπλάνο κ.ο.κ. Έχτισε μια Τουρκία που φιλοδοξεί να αναστήσει, με μεταμοντέρνους έστω όρους, την Οθωμανική Αυτοκρατορία στη Μέση Ανατολή και γενικά να καταστεί ο προστάτης του σουνιτικού Ισλάμ. Έχτισε μια Τουρκία που μέσα στη δεκαετία ετοιμάζεται να επαναφέρει και τη θεωρία του παντουρκισμού στην Κεντρική Ασία (σ.σ.: Ήδη χρηματοδοτεί τζιχαντιστές Ιουγούρους).
Χτίζει μια Τουρκία που δεν θα είναι απλά μια περιφερειακή δύναμη, αλλά μια πυρηνική δύναμη σε συνεργασία με το Πακιστάν, που θα πλασαριστεί στην πρώτη επτάδα οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος παγκοσμίως μέσα στα επόμενα 15 – 20 χρόνια. Όσοι πιστεύουν ότι ο «τρελός» έχει ιππεύσει την κάλαμο, απλώς χώνουν την κεφαλή τους στην άμμο. Ο Ερντογάν είναι ο μηχανοδηγός της τουρκικής ατμομηχανής του βαθέως τουρκικού κράτους, που από τη γέννησή του είχε αναθεωρητικό προσανατολισμό, όπως καταδείξαμε στο πρώτο μέρος του άρθρου.
Με αυτά τα δεδομένα, ο διπλωματικός μαραθώνιος της Αθήνας χωρίς αμφιβολία ήταν χρήσιμος, αλλά στενός και κοντός. Είναι σκόπιμο να διευρυνθεί το αντικείμενο. Να μη μείνει στις ελληνοτουρκικές και κυπριοτουρκικές διαφορές, αλλά να καλύψει όλο το επεκτατικό σχέδιο της Τουρκίας, που ξεπερνάει κατά πολύ την ανασύσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πρέπει να κατανοήσουν οι συνομιλητές μας τι φιλοδοξίες θα έχει μια πετρελαιοπαραγωγός Τουρκία.
Κατόπιν όλων αυτών, είναι προφανές ότι η ψυχραιμία του ελληνικού λαού απέναντι στην προκλητικότητα της Τουρκίας είναι αναγκαίο να ενισχυθεί με μια νέα, πειστική εθνική στρατηγική, καθώς τα ελλείμματα και οι υστερήσεις που διαπιστώνει στη διπλωματική και αμυντική δυνατότητα της χώρας δημιουργούν στον κοινωνικό παράγοντα επικίνδυνες αμφιβολίες και για τη δυνατότητα αποτελεσματικής αποτροπής. Αμφιβολίες που ενισχύονται από την κατάρρευση του στερεότυπου σωτηριολογικού ρόλου των συμμάχων (ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, ΕΕ). Μια δέσμη πολιτικής που θα μπορούσε να αυξήσει την εθνική αυτοπεποίθηση μπορεί να περιλαμβάνει:
1. Μια αποφασιστική ρητορική έναντι συμμάχων, εταίρων και φίλων, η οποία θα τονίζει πως η Ελλάδα θα χτυπήσει σε περίπτωση παραβίασης της εθνικής της κυριαρχίας. Οι ξένοι δεν πιστεύουν ότι θα το κάνουμε. Πρέπει να τους πείσουμε για την αποφασιστικότητά μας και να τους δώσουμε να καταλάβουν πως δεν θα είναι μια αντιπαράθεση 48 ωρών. Οι ξένοι πρέπει να φοβηθούν.
2. Η αποτρεπτική ισχύς της χώρας πρέπει να προσλάβει το ταχύτερο δυνατό, με έξυπνο και φθηνό τρόπο, τη διάσταση εκείνη που θα κάνει την Τουρκία να σκεφτεί πολύ καλά το κόστος μιας στρατιωτικής αντιπαράθεσης. Η ταχεία ανασυγκρότηση και ανάπτυξη της εθνικής πολεμικής βιομηχανίας θα έχει μεγάλα, πολλαπλασιαστικά οφέλη για την οικονομία γενικά. Επίσης, οι τριγωνικές σχέσεις Ελλάδας – Κύπρου με Αίγυπτο και Ισραήλ πρέπει να αναβαθμιστούν στον τομέα της ασφάλειας.
3. Η στρατηγική της ψυχραιμίας και του κατευνασμού γίνεται αντιληπτή από την Τουρκία ως αδυναμία, γεγονός που την αποθρασύνει και αυξάνει τις απαιτήσεις της. Συνεπώς, η ρητορική αυτή πρέπει να αλλάξει, διότι δημιουργεί κλίμα ηττοπάθειας και στην ελληνική κοινωνία. Η συμφωνία Ερντογάν – Αλ Σάρατζ ευνοεί την ανακήρυξη ΑΟΖ με Κύπρο και Αίγυπτο.
4. Η ελληνική διπλωματία πρέπει να παύσει να ακολουθεί καταϊδρωμένη τις τουρκικές προκλήσεις, που άλλωστε προαναγγέλλονται, και να διεθνοποιήσει το πρόβλημα Τουρκία, όχι μόνο στη βάση των προκλήσεών της έναντι του διεθνούς δικαίου και της αποσταθεροποίησης της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά έναντι του διεθνούς κινδύνου που προκαλεί και των αυτοκρατορικών επιδιώξεών της. Η απρόσμενη καταγγελία της τουρκικής προκλητικότητας από το Ριάντ πρέπει να λάβει ευρύτερη αραβική βάση, στη λογική της συγκρότησης ενός αραβικού αντιτουρκικού μετώπου, καθώς η Τουρκία επιδιώκει ξεδιάντροπα να αναλάβει τα ηνία του σουνιτικού Ισλάμ σε συνεργασία με το πυρηνικό Πακιστάν. Ο Ερντογάν, μετά τη σύνοδο του ΝΑΤΟ, εγκαινίασε στο Λονδίνο ένα τζαμί, όπου εκφώνησε λόγο μπροστά σε χιλιάδες Τούρκους και άλλους μουσουλμάνους, τονίζοντας την ισχύ της Τουρκίας, η οποία αναλαμβάνει να προστατεύσει τους απανταχού σουνίτες. Είναι σαφές ότι επιδιώκει να κερδίσει αυτόν τον ρόλο σε μια στρατηγική στόχευση της ανασύστασης του χαλιφάτου. Λίγες μέρες μετά ανακοινώθηκε το τουρκικό σχέδιο της συγκρότησης ισλαμικού στρατού κατά του Ισραήλ.
5. Η κίνηση στη Λιβύη και οι κοινές ναυτικές και αεροπορικές ασκήσεις Τουρκίας – Πακιστάν στην Ανατολική Μεσόγειο δεν πρέπει να αφήνουν αμφιβολίες στη Δύση, στη Ρωσία και στην Κίνα για τις ηγεμονικές βλέψεις της Τουρκίας, που συνίστανται στη δημιουργία ενός παγκόσμιου ανταγωνιστικού παίκτη. Η στρατηγική αυτή δεν αποτελεί κίνδυνο μόνο για την Ελλάδα, αλλά για ολόκληρη την Ευρώπη, τη Ρωσία αλλά και για την Κίνα, έναντι της οποίας ο Ερντογάν «παίζει» με τους μουσουλμανικούς τουρκογενείς πληθυσμούς της Δυτικής Κίνας αλλά και με τους τζιχαντιστές της Κεντρικής Ασίας, με βάση και την ξεχασμένη θεωρία του παντουρκισμού. Οι στρατηγικές αυτές βλέψεις της Τουρκίας, που φαίνεται ότι είναι σε εγκάρδια συνεννόηση με το πυρηνικό Πακιστάν, που ελέγχει και τους Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν, δεν μπορούν να αφήνουν αδιάφορη ούτε την Ινδία ούτε το Ιράν. Αυτά πρέπει να προβάλει η Ελλάδα στις διπλωματικές της επαφές, αλλάζοντας κυριολεκτικά την πίστα του γεωπολιτικού παιγνίου της Τουρκίας. Μια Τουρκία που θα αντλεί μεγάλα κεφάλαια από ενεργειακούς πόρους θα είναι ασυγκράτητη.
6. Στη συνάντηση που θα έχει ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης με τον αμερικανό Πρόεδρο Τραμπ στις 7 Ιανουαρίου, πέρα από τα παραπάνω, δεν φθάνει να ζητήσει μια καλή δήλωση, αλλά την άμεση έμπρακτη αποδέσμευση στρατηγικών όπλων προς την Ελλάδα, δεδομένης της τουρκικής απειλής προς τη Δύση. Ο Τραμπ πρέπει να καταλάβει πως η Ελλάδα είναι το έσχατο προπύργιο της Δύσης απέναντι σε έναν εν δυνάμει παγκόσμιο ανταγωνιστή. Μπορεί δε να θέσει ευθέως την ιδέα πως η Κάρπαθος μπορεί να υποδεχθεί τη βάση του Ιντσιρλίκ.
7. Το ΕΛΙΑΜΕΠ καλό θα ήταν να διοργανώσει στο Βερολίνο και σε μερικές άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, αλλά και στο Πεκίνο, ημερίδες για τις επιδιώξεις της Τουρκίας (νεοοθωμανισμός, υφαρπαγή ενεργειακών πόρων, ηγεσία του σουνιτικού Ισλάμ, παντουρκισμός στην Κεντρική Ασία, ισλαμικός στρατός, στρατιωτικές και πυρηνικές φιλοδοξίες κ.ο.κ.), ώστε να καταστεί ευκρινής ο αποσταθεροποιητικός ρόλος της και οι ιμπεριαλιστικές της φιλοδοξίες.
Η κατακλείδα σε μια τέτοια ανάλυση μπορεί να είναι το ερώτημα: Μήπως η Τουρκία μοχλεύει πόλεμο των πολιτισμών;