Ν. Γ. Χαριτάκης: Οι αντοχές του νομικού μας συστήματος
Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ
Επ. καθηγητής ΕΚΠΑ,
Γραμμ. Αποκρατικοποιήσεων, ΔΣ ΤΑΝΕΟ
Προσεγγίζοντας την εκλογική αναμέτρηση, το κυρίαρχο θέμα της χρονιάς που πέρασε (2019), ο τίτλος του τελευταίου μου κειμένου το 2018 ήταν «Αλληλεγγύη – Αξιοπιστία – Αποτελεσματικότητα». Όπως έγραφα τότε, τα τρία «Α» της κοινωνικής συνοχής ήταν σκόπιμο να προσδιορίσουν και την ψήφο μας στην επερχόμενη πολιτική αναμέτρηση.
Προφανώς τότε (30/12) δεν γνωρίζαμε τη χρονική στιγμή της εκλογικής αναμέτρησης. Θεωρώντας λοιπόν ως καταληκτική ημερομηνία τον Οκτώβριο, είχαμε ως δεδομένο ότι δεν θα ήταν δυνατό να αξιολογήσουμε την επιτυχία ή αποτυχία της επιλογής μας. Η ετεροχρονισμένη εκλογική αναμέτρηση μάς ανέτρεψε τα δεδομένα.
Αν στόχος της επιλογής μας ήταν να προκύψει μια κυβέρνηση που θα ακολουθούσε τα τρία «Α», η μετεκλογική περίοδος που διέρρευσε μας δίνει την δυνατότητα να εξετάσουμε αν και κατά πόσο οι ενδείξεις της μέχρι σήμερα κυβερνητικής πολιτικής είναι συνεπείς ή όχι, με βάση τα τρία «Α», προς τις επιλογές του εκλογικού σώματος στις εκλογές.
Αλληλέγγυα κυβερνητική πολιτική χαρακτηρίζουμε εκείνη την πολιτική που κάμπτει τις αιχμές των κυβερνητικών επιλογών σε σχέση με την αντιπολίτευση. Στον βαθμό που οι επιλογές εκφράζουν την κυβερνητική πλειοψηφία, η επιλογή της αλληλεγγύης οδηγεί σε λιγότερο αιχμηρά αποτελέσματα, πάντοτε όμως υπό το πρίσμα του ότι οι επιλογές αποτυπώνουν την κυρίαρχη λογική.
Στον χρόνο που διέρρευσε, από τη συνταγματική μεταρρύθμιση και την ψήφο των αποδήμων μέχρι τα μεγάλα πολιτικά θέματα, όπως η μετανάστευση, η προστασία του πολίτη και το πανεπιστημιακό άσυλο, οι επιλογές διαμορφώθηκαν με έντονο το χαρακτηριστικό της κοινωνικής αλληλεγγύης. Ανάλογη ήταν και η ευαισθησία που καταγράφηκε στη στόχευση των οικονομικών παροχών, σε θέματα μείωσης της φορολογίας και συνετής διατήρησης των μη προϋπολογισμένων κοινωνικών παροχών. Η στόχευση των παροχών προς τις κοινωνικές ομάδες που προσδιόρισαν το εκλογικό αποτέλεσμα εξομαλύνθηκε με διεύρυνση του κοινωνικού μερίσματος από το εκ των πραγμάτων περιορισμένο πλεόνασμα.
Αξιόπιστη κυβερνητική πολιτική είναι εκείνη που αντανακλά σ’ έναν μεγάλο βαθμό τη σχέση λόγου και έργων. Στα οικονομικά βασική προϋπόθεση για την αξιοπιστία των επιλογών αποτελεί η ξεκάθαρη αποτύπωση των στοιχείων που περιγράφουν τη στιγμιαία πραγματικότητα. Είναι το γνωστό σε όλους «τι παραλάβαμε». Όσο πιο διαφανής είναι ο προσδιορισμός του σημείου εκκίνησης, τόσο ευκολότερα αξιολογείται η αξιοπιστία των ενεργειών.
Οι γενικοί στόχοι κρίνονται ως αξιόπιστοι όταν οι ειδικοί τους συσχετίσουν με συγκεκριμένα ποσοτικά αποτελέσματα. Αξιόπιστη λοιπόν δημοσιονομική, πιστωτική και μεταρρυθμιστική πολιτική είναι αναγκαίο να στοχοποιηθεί με ακρίβεια χωρίς αποκλίσεις. Από τα Greek Statistics μέχρι τα υπερπλεονάσματα, η χώρα έχει άλλωστε πληρώσει ακριβά την αναξιοπιστία της.
Προστατεύοντας ως κόρη οφθαλμού την κυβερνητική αξιοπιστία, επιβάλλεται να στηρίζουν οι ποσοτικοί στόχοι της οικονομίας άμεσα την εθνική ανεξαρτησία στην άσκηση της πολιτικής. Αξιοπιστία στην κυβερνητική πολιτική επισφραγίζεται όταν οι ποσοτικοί στόχοι επιτυγχάνονται ο ένας μετά τον άλλον. Όπως προκύπτει λοιπόν από τα μέχρι στιγμής στοιχεία, οι στόχοι επιβεβαιώνονται και ως προς την ανάπτυξη και στην εκτέλεση του προϋπολογισμού και στη διαδικασία επίλυσης σημαντικών διαρθρωτικών αλλαγών σύμφωνα με τις κατευθύνσεις της Ευρωζώνης.
Αν και φαντάζει περίεργο, η αξιοπιστία κερδίζεται στις έγκαιρες εκθέσεις αξιολόγησης. Ένδειξη του πόσο αξιόπιστη ήταν η πολιτική που ακολουθήθηκε προκύπτει λοιπόν από την ταχύτητα αποδοχής της από τα θεσμικά όργανα της κοινότητας. Σε αντίθεση με το παρελθόν, οι όποιες καθυστερήσεις στις θεσμικές παρεμβάσεις προκύπτουν από λειτουργικές αδυναμίες της ΕΕ να παρακολουθήσει τους ρυθμούς της κυβέρνησης και όχι από την ίδια.
Η αξιολόγηση της κυβερνητικής αποτελεσματικότητας, σε αντίθεση με την ιδιωτική αποτελεσματικότητα, γίνεται σε σχέση με τους τρίτους – πολίτες και επιχειρήσεις, και όχι ανεξάρτητα. Για την κυβέρνηση η αποτελεσματικότητα δεν είναι αυτοσκοπός. Πολύ συχνά οι κυβερνήσεις αλλοιώνουν με παρεμβάσεις τους την αποτελεσματικότητα της κοινωνίας, επιλέγοντας να εξυπηρετήσουν σκοπούς όπως η κοινωνική ισότητα και η δικαιοσύνη στην κατανομή των πόρων. Γι’ αυτό και τα δύο πρώτα «Α» θεωρούνται ότι τις περισσότερες φορές στρεβλώνουν την αποτελεσματική λειτουργία της κυβέρνησης.
Γνωρίζοντας στα οικονομικά τη συγκεκριμένη αδυναμία αξιολόγησης της κυβερνητικής αποτελεσματικότητας, επιλέγουμε να ιεραρχήσουμε προτάσσοντας την αξιολόγηση των επιλογών της κυβέρνησης στη διευκόλυνση των επιλογών των ιδιωτών και σε δεύτερη φάση επιλέγοντας στρεβλωτικές διορθωτικές παρεμβάσεις. Κλασικό παράδειγμα ο επαναπροσδιορισμός των στόχων της ΔΕΗ και οι αλλαγές στο Μεταναστευτικό.
Στον ηλεκτρισμό, όπως ακριβώς και στο Μεταναστευτικό, η στρατηγική προσδιορίστηκε πρώτα με βάση την αποτελεσματική διαχείριση των διαθέσιμων πόρων και στη συνέχεια την αξιόπιστη ή/και αλληλέγγυα λύση. Είχε γίνει απόλυτα κατανοητό στο εκλογικό σώμα ότι ήταν τουλάχιστον αδύνατον να βρεθούν λύσεις χωρίς αποφασιστική περιγραφή των προτεραιοτήτων. Για παράδειγμα, οι παρεμβάσεις στον περιορισμό της αξιοποίησης του λιγνίτη ενέχουν τον κίνδυνο να μην μπορεί η ΔΕΗ σε ειδικές συνθήκες να συντηρήσει ενεργειακά το δίκτυο. Κάτι αντίστοιχο ισχύει και με τους χώρους πρώτης υποδοχής, όπου ο κορεσμός του συστήματος διαχείρισης είναι μία πραγματικότητα, που και πάλι επιβάλλει ανάληψη κινδύνου στην κυβερνητική αποτελεσματικότητα.
Παρατηρώντας την κυβερνητική πολιτική στη μέχρι σήμερα πορεία, καταγράφουμε μια συντηρητική προσέγγιση στο θέμα της αποτελεσματικής διαχείρισης των επιλογών της. Επέλεξε να νομοθετήσει ένα πλήθος διαφορετικών ρυθμίσεων, που, αν και αναγκαίες, καθυστέρησαν την εφαρμογή πολλών εξ αυτών και ιδιαίτερα όσων θα είχαν τα πλέον ουσιαστικά αποτελέσματα.
Παράλληλα, πολλές από τις σοβαρές αλλαγές χάθηκαν στη λεπτομέρεια και στο πλήθος των μεταρρυθμίσεων. Για παράδειγμα, αλλαγές στο Φορολογικό και στις ευθύνες των μελών ΔΣ, αλλαγές στη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, φορολογικές ρυθμίσεις, κ.ά., που, αν και διαμορφώνουν έναν νέο χάρτη στην οικονομική ζωή της χώρας, είναι πολύ πιθανό να ξεχαστούν ή, διαφορετικά, να μην εφαρμοστούν τελικά. Γι’ αυτό και η αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης είναι ακόμη λοιπόν υπό κρίση.
Για τους οικονομολόγους το νομικό πλαίσιο αντιμετωπίζεται ως ένα σύνολο κινήτρων και αντικινήτρων στην κοινωνική ζωή των πολιτών. Δεχόμαστε ότι το κανονιστικό πλαίσιο προσδιορίζει πώς τα άτομα θα συμπεριφερθούν στην κοινωνία και πώς θα αντιληφθούν τη συμπεριφορά των άλλων προς εκείνα. Με την παραδοχή αυτή για το νομικό γίγνεσθαι αναλύονται τα κίνητρα που αναπτύσσονται, έτσι ώστε η κοινωνία να λειτουργεί αποτελεσματικά και δίκαια.
Επιλέγοντας η κυβέρνηση να δράσει ενεργά και όχι παθητικά προς την πλευρά της συνολικής οικονομικής αποτελεσματικότητας, ταράζει τα όρια και τις αντοχές του θεσμικού κατεστημένου. Συμπαραστάτες της είναι η ιδεολογική της πλατφόρμα και το θεσμικό γίγνεσθαι της ΕΕ. Ως προς το πρώτο υπάρχει αντιπαλότητα, ως προς το δεύτερο αλληλεγγύη. Οι επιλογές της ισχυροποιούνται, προφανώς, με δεδομένη την κοινοβουλευτική της αυτοδυναμία. Αλλά τίποτα δεν εμποδίζει την ανατροπή πολλών προσδοκιών από υπεραισιόδοξες προσδοκίες ή από ανασφαλείς καθυστερήσεις.
Ο καλύτερος οδηγός λοιπόν στη διαμόρφωση της πολιτικής της νέας χρονιάς απαιτεί δύο επιπρόσθετα «Α». Ανεκτικότητα και αντοχή. Με τις ευχές μου λοιπόν για ένα ακόμη περισσότερο ανεκτικό και με αντοχή 2020.