
2020 – 2025: Η Ιστορία έχει ρυθμό – Του Ν. Γ. Χαριτάκη
Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ
Πρώην Επίκουρου Καθηγητή Οικονομικών του ΕΚΠΑ
[email protected]
Οι αριθμοί μιλάνε από μόνοι τους, και μαζί τους και ο ρυθμός της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας. Ποιο ήταν, αλήθεια, το τέμπο του ΑΕΠ και πώς χαρακτηρίζεται με μουσικούς όρους η εξέλιξη της πραγματικής οικονομίας στην 25ετία που διανύσαμε, χωρίς προκαταλήψεις; Και, ακόμη, σε ποια μελωδία θα όφειλε να στραφεί ο ρυθμός της Ιστορίας τα επόμενα χρόνια;
Η εθνική παραγωγή σε σταθερές τιμές του 2020, το ΑΕΠ δηλαδή της χώρας, ήταν το 2000, χρονιά που μπήκαμε στο ευρώ, 174 δισ. ευρώ. Η οικονομική ιστορία της χώρας είχε τον ρυθμό της και μαζί με τον ρυθμό καταγράφονταν και οι εξελίξεις. Σε όρους μουσικής, τα στοιχεία μας λένε ότι η οικονομία εξελίσσεται την πρώτη δεκαετία –2000 μέχρι 2009– σε ρυθμό allegro vivace, στα ελληνικά, γρήγορος και ζωηρός ρυθμός. Έτσι, μέχρι την παγκόσμια κρίση κατορθώνουμε και παράγουμε, από τα αρχικά 174 δισ., 237 δισ. ευρώ. Προσοχή, η αναφορά γίνεται σε όρους παραγωγής και όχι σε κατανάλωση και επενδύσεις. Μάλιστα, και σε σταθερές τιμές του 2020.
Στις απαρχές του 2010, η παγκόσμια κρίση περνάει στην Ευρωζώνη και ο ρυθμός της οικονομικής ανάπτυξης αλλάζει. Από τη στιγμή εκείνη και μέχρι το 2015, η αγέρωχη οικονομική πολιτική μας, η πολιτική της ανεξαρτησίας και του αντισυμβατισμού, διαμορφώνει έναν νέο ρυθμό. Και πάλι, με όρους μουσικής, θα το χαρακτηρίζαμε adagio. Προσπαθούμε να προσαρμοστούμε σε μια κανονικότητα, η οποία όμως παρεμποδίζεται από ασύμμετρες τονικές παρεμβάσεις.
Αμφισβήτηση συμφωνιών, καθυστέρηση και πιέσεις, αλλαγές κυβερνήσεων και επιλογή διαφορετικών τονικών χρωμάτων είναι μια απλή περιγραφή της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής, που προκύπτει από ένα πλήθος αντισυμβατικών επιλογών και από μια αέναη αντιπαλότητα. Όλα αυτά μέχρι τη στιγμή που η δεύτερη κυβέρνηση Τσίπρα αποφασίζει να συμπεριφερθεί με γλυκύτητα. Μακρόσυρτη μεν, αλλά, τουλάχιστον, συνεπή με τη λογική της απαιτούμενης συγχορδίας. Η ισορροπία στον ρυθμό επιτυγχάνεται και, αργά, αλλά σταθερά, αρχίζει να αποδίδει καρπούς. Στο τέλος του 2019 το πραγματικό ΑΕΠ επανέρχεται εκεί που ήταν το 2000. Τότε που η οικονομία περνούσε στην περίοδο της ανάπτυξης. Το 2019 είναι η χρονιά που φτάνουμε στην τελευταία περίοδο της συμφωνικής επιλογής. Το μουσικό τέμπο της περιόδου 2015 – 2019 μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα κλασικό largo. Αργό, μακρόσυρτο μοτίβο, χωρίς εκπλήξεις και χωρίς ιδιαίτερους τονισμούς. «Έτσι είναι, αν έτσι το θέλετε», λέει η οικονομία στις αγορές.
Η τελευταία περίοδος (2019 – 2025) φαίνεται να επιβραβεύει τον ρυθμό της επιλογής του συνθέτη ή την απόδοσή του από τον διευθυντή της ορχήστρας. Η Οικονομία πλέον αντιμετωπίζει την Ιστορία επιλέγοντας να συμπεριφερθεί ως μέλος μιας ομάδας που δεν αντιπαλεύει τις αναζητήσεις των ανεξαρτήτων μελών της (βλέπε άλλα μέλη της Ευρωζώνης), αλλά συμπορεύεται με το σύνολο.
Η ανάπτυξη επανέρχεται, και μάλιστα χωρίς την αρρυθμία που προκύπτει όταν ένα δυναμικό σύνολο της ορχήστρας, για παράδειγμα τα πνευστά, δημιουργούν έναν ήχο ικανό να στρεβλώσει την ηχητική συμμετρία. Η δυναμική της ανάπτυξης περνάει στον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος τη χρηματοδοτεί με ίδιους πόρους. Το Δημόσιο αντιλαμβάνεται ότι δεν έχει πλέον τον κυρίαρχο ρόλο, κάτι που κυριάρχησε στην αρχή της εικοσαετίας, και λειτουργεί ως μηχανισμός ατονικής υπόκρουσης.
Το τέλος του 2024 βρίσκει την οικονομία να έχει καλύψει τη μισή διαδρομή από το χαμηλότερο στο υψηλότερο επίπεδο παραγωγής. Έχοντας περάσει τα 201 δισ., από τα 174 δισ. του 2015, επιτρέπει στα ιδιωτικά κεφάλαια να δημιουργήσουν ικανοποιητική οικονομική ανάπτυξη, χρησιμοποιώντας ως βάση τον υποβαθμισμένο, σε απόδοση, πλουτοπαραγωγικό τομέα της χώρας. Τη γη. Πάντα υποβαθμισμένη αλλά και πάντα αποτελεσματική.
Οι επενδύσεις στην ιδιοκτησία και στη βελτίωση της αποδοτικότητας της γης αρχίζουν σταθερά να αποδίδουν. Η εισροή ξένων κεφαλαίων ενεργεί καταλυτικά. Τα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα διευρύνουν την παραγωγική βάση σε μια περίοδο που η αύξηση της απασχόλησης έχει ικανοποιητικά αποθέματα, ώστε να μην επηρεάζονται οι αμοιβές. Η δημοσιονομική προσαρμογή και σταθερότητα σε συνάρτηση με την καινοτομία στην αξιοποίηση των φορολογικών μηχανισμών βελτιώνει τα κίνητρα και την εσωτερική ανταγωνιστικότητα των κλάδων. Αποτέλεσμα, το δεύτερο μισό της τρίτης δεκαετίας του 2000 να δείχνει ότι διατηρεί ικανή ισχύ και βάσεις για μια ακόμη μεγαλύτερη και συνετή ανάπτυξη. Αρκεί και μόνο η Οικονομία να συνεχίσει να παρακολουθεί τον ήδη πετυχημένο ρυθμό της Ιστορίας.
Δεν είναι τυχαίο ότι την ίδια περίοδο που οι διεθνείς οίκοι αναγνωρίζουν την αξιοπιστία και την ανθεκτικότητα της πραγματικής οικονομίας, ο δημόσιος τομέας συρρικνώνεται, επιτρέποντας στον ιδιωτικό να κερδίσει έδαφος. Το δίπολο ιδιωτικό – δημόσιο αρχίζει να αναδεικνύει στοιχεία υγιούς ανταγωνισμού. Τυπικά παραδείγματα είναι η παιδεία και η υγεία, όπου οι επενδύσεις στην ποιότητα επαναφέρουν την αξιοπιστία του δημόσιου χώρου, αργά, αλλά σταθερά, σε συγκριτικά ανταγωνιστικά επίπεδα.
Οι πρώτες ενδείξεις για εξευρωπαϊσμό των θεσμών και των εφαρμογών των νόμων, αν και απέχουν αρκετά από να θεωρηθούν σύγχρονες, φαίνεται να ακολουθούν τη δυναμική εξέλιξη της οικονομίας. Η αμετάκλητη απόδοση της δικαιοσύνης, ο εκσυγχρονισμός της λειτουργίας της και η ισότητα στους όρους δικαίου μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής διαχείρισης των πόρων είναι τομείς και πλευρές της δημόσιας διοίκησης που ακολουθούν, δυστυχώς, με μεγάλη υστέρηση.
Η σημαντικότερη, όμως, υστέρηση παρατηρείται στην έκφραση του πολιτικού λόγου. Η αβεβαιότητα που δημιουργείται από τη μόνιμη αμφισβήτηση των μεταρρυθμίσεων συμπορεύεται με την αδράνεια του status quo στον πολιτικό διάλογο. Όταν αμφισβητούνται οι όποιες μεταρρυθμίσεις στο σύνολό τους, είναι αναμενόμενο τα όποια θετικά των αλλαγών να αποδυναμώνονται, αδρανοποιώντας σε έναν μεγάλο βαθμό την όποια θεσμική αναβάθμιση της κοινωνίας.
Αν στόχος μας είναι, όμως, η ενίσχυση της ευελιξίας και της ανάπτυξης της κοινωνίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, επιβάλλεται να ενισχύσουμε την πολιτική έκφραση αλλάζοντας τακτική. Ας αναρωτηθούμε και ας κατακρίνουμε πρακτικές, αναδεικνύοντας την πραγματικότητα σε όλα τα επίπεδα άσκησης της εξουσίας. Φορείς του Δημοσίου λειτουργούν χωρίς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου και πειθαρχικά. Πόσο ακόμη μπορούμε να τους ανεχόμαστε;
Τι νόημα έχουν οι εκθέσεις του Ελεγκτικού Συμβουλίου ως προς τη μη υλοποίηση των νόμων σε υπουργεία, δήμους και φορείς του Δημοσίου; Τι νόημα έχουν οι παρατηρήσεις των αρμοδίων υπουργών στους υφισταμένους τους, όταν αυτοί δεν αναλαμβάνουν τις θεσμοθετημένες υποχρεώσεις που απορρέουν από τις θέσεις που υπηρετούν; Τι νόημα έχουν οι θέσεις εξουσίας, όταν οι νόμοι δεν εφαρμόζονται ή δεν υπηρετούν τους πολίτες; Τι νόημα έχει η κοινοβουλευτική διαδικασία και ο κοινοβουλευτικός έλεγχος ακόμη και για τα ασήμαντα, πόσω μάλλον για τα σημαντικά, αν η ευθύνη και η κριτική καταλήξει είτε στην απρόσωπη κυβερνητική εξουσία είτε στον πρωθυπουργό; Γιατί μας ενοχλεί η ανάθεση των δημόσιων θέσεων σε κομματικά στελέχη, όταν εκ των πραγμάτων γνωρίζουμε ότι, ουσιαστικά, η τοποθέτηση δεν συνδέεται με ανάληψη πραγματικής ευθύνης;
Γιατί, σε τελική ανάλυση, η αντιπολίτευση θεωρεί ότι είναι πιο θεμελιώδες να ελέγχει και να σπαταλά φαιά ουσία στην κριτική της νομοπαρασκευαστικής διαδικασίας, όταν η εκάστοτε κυβέρνηση της χώρας χωλαίνει σε αυτό που της έχει ανατεθεί, στην άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας;

ΤΟ ΠΑΡΟΝ