Ο λαϊκισμός στο σπίτι μας – Άνοδος σε πολλές ισχυρά θεμελιωμένες δημοκρατίες
Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ
Επ. καθηγητής ΕΚΠΑ,
Γραμμ. Αποκρατικοποιήσεων, ΔΣ ΤΑΝΕΟ
H άνοδος του λαϊκισμού σε πολλές ισχυρά θεμελιωμένες δημοκρατίες είναι αναμφίβολα ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα θέματα των πολιτικών εξελίξεων των τελευταίων χρόνων. Η εκλογή του Τραμπ, η ψήφος των Βρετανών στο δημοψήφισμα για το Brexit και τελικά η πολιτική επικράτηση του «Leave» δεν αποτελούν μοναδικά ή τυχαία φαινόμενα.
Ο λαϊκισμός υπό μορφή πολιτικής εκπροσώπησης διατρέχει ένα πλήθος χωρών και πολιτικών εκπροσωπήσεων της λαϊκής ετυμηγορίας στη Δυτική και Νότια Ευρώπη. Στη Γαλλία και τη Σουηδία εθνικιστικά κόμματα αποκτούν σοβαρή εκπροσώπηση. Κάτι αντίστοιχο παρατηρείται και στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, με κύριες εκπροσώπους την Πολωνία και την Ουγγαρία.
Στον αντίποδα, αριστερά κόμματα εμφανίζονται με ισχυρή εκπροσώπηση στις χώρες της Νότιας Ευρώπης, όπως στην Ελλάδα και την Ισπανία. Μια ιδιαίτερη περίπτωση όπως αυτή της Ιταλίας δεν διαφέρει σημαντικά. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι η βεβαιωμένη εμφάνιση όλων αυτών των κινημάτων έχει δημιουργήσει ένα ενδιαφέρον στοιχείο επιστημονικού διαλόγου και ως προς τα αίτια που δημιούργησαν αυτήν τη μεταστροφή και ως προς τη διάρκεια και την ισχύ τους στην πολιτική ζωή των κομμάτων που την εκπροσωπούν.
Στην Ευρωζώνη, η μεγάλη ύφεση του 2008 – 2009 ξεκίνησε ως μια χρηματοπιστωτική κρίση που έπληξε εξωγενώς (ΗΠΑ) τη Δυτική Ευρώπη και ακολουθήθηκε από την ύφεση της τριετίας 2011 – 2013, λόγω της κρίσης του δημοσίου χρέους. Ο κίνδυνος πτώχευσης χωρών της Ευρωζώνης και η συνεπακόλουθη «μόλυνση» των υπολοίπων έθεσε υπό αμφισβήτηση την ικανότητα των κυβερνήσεων να ξοδεύουν χωρίς δημοσιονομικό περιορισμό δάνεια και φόρους για να καλύψουν το κοινωνικό κράτος και τις αναδιανεμητικές του δυνατότητες.
Η συγκεκριμένη πειθαρχία, όσο κι αν κάποιες στιγμές αποτελεί ενδιαφέρον ιδεολογικό αντικείμενο στον κοινοβουλευτικό διάλογο μεταξύ του πρωθυπουργού και του κ. Τσακαλώτου, είναι γεγονός ότι εκτίναξε την αίσθηση αποτυχίας στους πολίτες ως προς την πρότερη πολιτική παροχών. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν οι αρχές οικονομικής πολιτικής επέβαλαν ακόμη πιο αυστηρές –έναντι του παρελθόντος– λύσεις (Μνημόνιο).
Στην ουσία, το κοινωνικό συμβόλαιο επλήγη βάναυσα. Το επίπεδο αξιοπιστίας ενός φιλελεύθερα δημοκρατικού ιστορικού συμβιβασμού ετέθη υπό κρίση. Η διαμάχη μεταξύ κομμουνισμού και φιλελεύθερης δημοκρατίας, αν και είχε εκλείψει μετά την πτώση του Τείχους, γέννησε λαϊκισμό και προς τα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος, καθώς η σύγκλιση μεταξύ σοσιαλιστών και φιλελευθέρων στην οικονομική πολιτική δεν εξασφαλιζόταν μέσω θεσμικών και διοικητικών προσαρμογών. Ο πραγματισμός και η επίκλησή του δεν εξασφάλιζε πλέον τους πολίτες των χωρών της Δύσης.
Παράλληλα, ο τρόπος με τον οποίο διαδραματίστηκε η εξέλιξη της οικονομικής κρίσης, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, έφερε στον διάλογο ισχυρά στοιχεία ενάντια στο «καθεστώς» και την καθεστηκυία τάξη, με επωδό την ευρωσκεπτικιστική τάση. Τη στιγμή που οι πολίτες του Νότου αντιστέκονταν στις πολιτικές της δημοσιονομικής πειθαρχίας, οι πολίτες του Βορρά αντιστέκονταν στις κυβερνήσεις τους σε πολιτικές στήριξης του Νότου με χρήματα των φορολογουμένων. Οι πολίτες ως σύνολο θεώρησαν ότι τα παραδοσιακά κόμματα «είχαν αποτύχει στην ευθύνη της εκπροσώπησής τους».
Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα μελέτες που εξετάζουν μακροχρόνια (1870 – 2014) τη στροφή στην εκπροσώπηση των λαών έπειτα από πτωχεύσεις καταγράφουν σημαντική στροφή των πολιτών προς ακροδεξιά ή αριστερά πολιτικά κόμματα. Στην ουσία λοιπόν σήμερα είναι σκόπιμο να αντιληφθούμε πως στις οικονομικές κρίσεις οι πεποιθήσεις των πολιτών προσαρμόζονται πέρα από την πραγματική αξία των εισοδημάτων και του πλούτου. Όταν η μεσαία τάξη αποσταθεροποιείται.
Σημασία στην ψήφο και στην πολιτική εκπροσώπηση –σε περιόδους κρίσης– δεν έχει μόνο η λογική αλλά και η πεποίθηση. Οι χειρισμοί της κυβέρνησης λοιπόν στο θέμα της ψήφου των αποδήμων καθώς και η δημόσια αναγνώριση του πρωθυπουργού προς την αξιωματική αντιπολίτευση στο θέμα των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, χωρίς να παραγνωρίζεται η πρότερη επιλογή της στην ανατροπή του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος, αναδεικνύουν πολιτική κατανόηση, αφού ενισχύουν τη λαϊκή αυτοκυριαρχία και ομοιογένεια στην πορεία της χώρας.
Οι μακροοικονομικές αλλά και πολιτικές συνθήκες που δημιούργησαν και στήριξαν τη στροφή προς τον λαϊκισμό σε όλες τις χώρες φαίνεται ότι προσδιορίστηκαν από τους εξής παράγοντες:
Α. Την επίπτωση της παγκοσμιοποίησης και κυρίως της Κίνας στις διεθνείς οικονομικές εξελίξεις. Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά. Από το 1988 μέχρι το 2010, δηλαδή μέσα σε 22 χρόνια, οι εισαγωγές των 15 ισχυρών χωρών της Ευρωζώνης από την Κίνα ως ποσοστό των συνολικών τους εισαγωγών εκτινάχθηκαν από το 0,2% στο 6% (30πλάσιο). Στην Αγγλία μάλιστα ξεπερνούν το 7,8%.
Β. Τις τεχνολογικές εξελίξεις με την εφαρμογή της πληροφορικής και τη ρομποτική. Ο παράγων αυτός, σε σχέση με τις ευκαιρίες που δημιουργούνται για τους εργαζόμενους, φαίνεται ότι έσπρωξε τμήματα του πληθυσμού, λόγω του φόβου της ανεργίας, στον λαϊκισμό. Αποτέλεσμα των εξελίξεων ήταν να εκφραστεί η ψήφος ως δυσαρέσκεια στα παραδοσιακά κόμματα, που στο παρελθόν δημιούργησαν προσδοκίες εξασφαλισμένης απασχόλησης.
Γ. Τη μετακίνηση πληθυσμών, με την εκτός αλλά και εντός των συνόρων της Ευρώπης μετανάστευση. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, σύμφωνα με τα στοιχεία, καταγράφεται μια ιδιαίτερα μεγάλη εισροή μεταναστών στη Δυτική Ευρώπη σε συνδυασμό με τη μετακίνηση για ημιμόνιμη διαμονή. Ένα κομμάτι από την Ανατολική και Κεντρική και ένα άλλο, ιδιαίτερα μετά το 2010, από την Αφρική και την Κεντρική Ασία αλλάζει χώρα διαμονής. Μαζί με τους πρόσφυγες από τη Συρία το πρόβλημα αποκτά συστημικές διαστάσεις. Έτσι, αποτυγχάνοντας στη Δύση να θέσουμε έγκαιρα τα αναδιανεμητικά προβλήματα αντιμετώπισης των κοινωνικών διαταραχών, με μια πάσχουσα οικονομία, τονώνουμε τις λαϊκιστικές τάσεις.
Δ. Τις πολιτιστικές επιπτώσεις όλων των προηγουμένων. Οι εθνικιστές, καθώς και τα κόμματα που τους εκπροσωπούν, όπως και η πάγια θέση πολλών αριστερών κομμάτων υπέρ των ανοικτών συνόρων καταλήγουν σε πολιτικές μετακινήσεις υπέρ της εθνικότητας και της απειλής από τα νέα δεδομένα. Δεν είναι τυχαίο ότι ενώ στη χώρα μας ζουν και δουλεύουν εδώ και πολλές δεκαετίες από 600 χιλ. μέχρι 1,5 εκατ. αλλοδαποί εργαζόμενοι, τα τελευταία χρόνια καταγράφονται έντονα εθνικιστικά στοιχεία στο πολιτικό γίγνεσθαι.
Πώς επηρεάζουν οι εξελίξεις αυτές τη χώρα μας; Από τα μέχρι τώρα γνωστά συμπεράσματα, ο λαϊκισμός παγκοσμίως δεν φαίνεται ότι μπορεί να μακροημερεύσει. Είναι άλλο να παρατηρούμε μετακινήσεις ψηφοφόρων προς λαϊκιστικά κόμματα σε οριακά ποσοστά και άλλο σταθερές και μόνιμες μετακινήσεις, ικανές να θεμελιώσουν ισχυρή και μόνιμη εκπροσώπηση. Η χώρα μας άλλωστε έχει το προνόμιο, για πολλούς λόγους, να επηρεαστεί θετικά από την παγκοσμιοποίηση και την εισαγωγή των αυτοματισμών στη βιομηχανική παραγωγή.
Οι κλάδοι των υπηρεσιών που συνθέτουν την εγχώρια παραγωγή είναι το τελευταίο τμήμα του συνόλου που επηρεάζεται –αν επηρεάζεται σε απασχόληση– αρνητικά. Και η Ελλάδα είναι χώρα υπηρεσιών. Οι κινήσεις πληθυσμών είναι σκόπιμο να αντιμετωπιστούν με σοβαρότητα, αλληλέγγυα με τις άλλες χώρες της ΕΕ. Είναι ακόμη νωρίς, αλλά πολύ σύντομα το μεταναστευτικό ρεύμα θα είναι κυρίως από τη Βόρεια Ευρώπη προς τη χώρα μας (sun belt), με ιδιαίτερα θετικά για την παραγωγή αποτελέσματα.
Στο μόνο σημείο που η λαϊκιστική θεώρηση μπορεί να μας επηρεάσει αρνητικά είναι στο θέμα των πολιτιστικών εθνικιστικών διαφορών. Ευτυχώς, όμως, από την επανάσταση μέχρι σήμερα το εθνικιστικό στοιχείο παραμένει ισχυρό και γεωπολιτικά, διαπερνώντας γονιδιακά το σύνολο του εκλογικού σώματος. Αρκεί τα μη λαϊκιστικά κόμματα να το διαπλάσουν κατάλληλα. Και εκεί τα κόμματα της Αριστεράς μπορούν με την πολιτική τους να βοηθήσουν σημαντικά.