«Αθήνα, η πόλη των Φιλοσόφων»
Του
ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΠΑΡΚΟΥΛΑ
Οικονομολόγου, Αναλυτή οικονομικών,
γεωστρατηγικών εξελίξεων στη Μέση Ανατολή
Πηγή φωτός, σοφίας και αγάπης υπήρξε η πόλη των Αθηνών. Αρχής γενομένης από την κλασική περίοδο και ακολούθως στην ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή η Αθήνα διατηρούσε την αίγλη της σοφίας και της λαμπρότητας των εποχών.
Στην περίοδο της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και εν συνεχεία επί οθωμανικής περιόδου η Αθήνα ήταν μια πόλη γνωστή για το αρχαίο και λαμπρό παρελθόν της, αλλά στην τότε εποχή ήταν απλώς μια μικρή επαρχιακή πόλη των δύο τότε αυτοκρατοριών.
Η ανεξαρτησία του ελληνικού έθνους σηματοδότησε και την αναγέννησή της, μέσω της ανακήρυξής της ως πρωτεύουσας της Ελλάδος. Εδώ, στην Αθήνα, γεννήθηκε ο λαμπρός φιλόσοφος και διδάσκαλος Σωκράτης, ακολουθώντας ο μαθητής του και σοφός φιλόσοφος Πλάτων, ο δαιμόνιος Αριστοτέλης και ο κατοικών σ’ ένα πιθάρι Διογένης ο Κυνικός και πολλοί άλλοι. Άραγε, τι είναι φιλοσοφία; Είναι μια διαλεκτική συζήτηση μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων ή τρόπος ζωής; Η συνεχής παρατήρηση των συμβάντων και η επεξεργασία αυτών με στόχο τη διεξαγωγή ενός συμπεράσματος είναι φιλοσοφία.
Οι ακαδημίες που άνοιξαν, με προεξέχουσα την Ακαδημία του Πλάτωνα, έως το κλείσιμό της από τον Ιουστινιανό, προήγαγαν την υψηλή παίδευση και επιστήμη, ενώ αποτελούσε επίσης πόλο έλξης για πολλούς πολίτες του τότε γνωστού κόσμου. Μα, πρώτιστα οι διδάσκαλοι αυτοί, με προεξέχοντα τον Σωκράτη, απλώς δίδασκαν το εξής απλό και θεμελιώδες:
Κανείς δεν μπορεί να αλλάξει κανέναν, η μόνη εφικτή/δυνατή αλλαγή είναι η αλλαγή του εαυτού μας. Για να αλλάξεις τον κόσμο, πρώτα πρέπει να αλλάξεις εσύ. Ας πάρουμε επί παραδείγματι μία κοινωνία στην οποία ευρίσκονται τύραννοι, κληρικοί, αριστοκράτες, πλουτοκράτες, στρατιωτικοί ή ό,τι άλλο αυτοί οι άνθρωποι αποτελούν και ο καθένας απ’ αυτούς έχει τον δικό του τρόπο σκέψης, με βάση τον οποίο θέλει να αλλάξει την κοινωνία. Βλέπουμε τι μεγάλη σύγκρουση υπάρχει.
Προχωρώντας στην αυτογνωσία και στην αλλαγή του εαυτού μας θα διαπιστώσουμε ότι κανείς δεν θα αλλάξει κανέναν.
Προχωρώντας σ’ αυτό θα παρουσιασθεί, όπως μας είπαν οι φιλόσοφοί μας, η ευδαιμονία και η ειρήνη στις καρδιές των ανθρώπων.
Ερχόμενοι στη σημερινή Αθήνα και κατ’ επέκταση στην Ελλάδα, επικρατεί η συνήθης πολυγνωσία των Ελλήνων (από αρχαιοτάτων χρόνων), καθότι δεν ερευνούν και δεν ακούν παλαιά και καινούργια πράγματα τα οποία κρίνονται απαραίτητα τόσο για την εσωτερική ανάπτυξη του ατόμου, όσο και για την εξωτερική ανάπτυξη της χώρας.
Συνήθως επαφιέμεθα σε γνωστές λαϊκές εκφράσεις και θεωρούμε ότι τα γνωρίζουμε όλα και ποιος είναι ο άλλος που γνωρίζει αν όχι εμείς… Έτσι, ως δώρο σ’ αυτήν την «πολυγνωσία» μας δίνεται η διχόνοια και η εμφυλιοπολεμική διάθεση. Παράλληλα οι αρχαίοι ημών πρόγονοι δίδασκαν ότι και η γεωμετρία και συνάμα η αρμονική αρχιτεκτονική και δόμηση των κτιρίων προσφέρει άλλη ποιότητα στη ζωή μας. Ωστόσο, στη σημερινή πόλη των Αθηνών επικρατεί τόση σύγχυση και χάος όχι μόνον στη δόμηση των κτιρίων αλλά και στην εσωτερική δόμηση των ανθρώπων, πράγμα που δείχνει την έλλειψη μέτρου και την υιοθέτηση της υπερβολής.
Συνακόλουθο της μη ενασχόλησης των Ελλήνων με τη φιλοσοφία είναι και η θρησκευτική – πολιτιστική παρακμή όχι μόνο των Αθηνών αλλά και της Ελλάδος. Καταρχάς, δεν τηρείται ο ελάχιστος σεβασμός στα Θεία, όπως δεν τηρείται μια νέα και σωστή επανερμηνεία των λόγων και των γραφών. Ακολούθως, η προβολή κενών ουσιαστικά προτύπων και ιδεών στον πολιτιστικό-καλλιτεχνικό τομέα της Ελλάδος μας δείχνει ότι η χαμηλή πνευματική και ηθική παίδευση των Ελλήνων επιζητά χαμηλού επιπέδου πρότυπα και αξίες εις τον βωμόν του «ανήκομεν εις την Δύσιν» και της μη λογικής, έντονης επιθυμίας του εκδυτικισμού.
Αντιθέτως, γιατί δεν παρατηρείται στροφή εις τα πηγάς των παλαιοτέρων αδελφών μας, όπου θα μας βοηθήσουν για ένα καλύτερο αύριο;
Γιατί θέλουμε την ίδια κοινωνία και δεν κάνουμε το αποφασιστικό προσωπικό βήμα της αλλαγής, ώστε να βρεθούμε εις τους εβδόμους ουρανούς; Γιατί δεν προχωρούμε στην αναγέννηση των Αθηνών και κατ’ επέκταση της Ελλάδος, προβάλλοντας την πόλη των φιλοσόφων ως το κατ’ εξοχήν έμβλημα της αλήθειας και της επιστημονικής μεθόδου;
Ποια είναι η πολιτισμική και κοινωνική βάση που θα μπορέσει να προφυλάξει τον Ελληνισμό απ’ άλλους πολιτισμούς ή θρησκείες που ίσως θέσουν εν αμφιβόλω την ύπαρξή του εις στον μέλλοντα χρόνο και τον εγκλεισμό του εις αυτούς;
Πώς μπορούμε να είμαστε προσκολλημένοι σε παλαιά πρότυπα και ιδεολογίες, ενώ ο θαυμάσιος Ηράκλειτος δίδασκε ότι «τα πάντα ρει, μηδέποτε κατά τ’ αυτό μένειν», και αναλισκόμαστε όλο με το παρελθόν, παραβλέποντας και διαγράφοντας το μέλλον των νέων γενεών;
Ο Όμηρος μας δίδαξε μέσω της «Οδύσσειας» για τον ερχομό των Σειρήνων (πολιτικοί και θρησκευτικοί αρχηγοί), τα λωτοφάγεια εδέσματα, που μας σπρώχνουν στην αγκαλιά του Μορφέα και στη νήσο των Ονείρων (κίβδηλα πρότυπα), όπως και για τους μνηστήρες (ιδεολογίες, κουλτούρες, πολιτισμοί), οι οποίοι θέλουν να υφαρπάξουν την ελληνική ψυχή και συνάμα τον ελληνικό πολιτισμό.
Αλλά η κιβωτός του Ελληνισμού πρέπει να βρει την Ιθάκη της. Δεν πρέπει να πελαγοδρομήσουμε εις το νησί της ωραιοτάτης Καλυψούς και Κίρκεως (ωραίες υποσχέσεις και λόγια).
Πρέπει να βρούμε τον ούριο άνεμο και φως που θα μας επιτρέψει να γνωρίσουμε το «είναι» μας και να βοηθήσουμε την πατρίδα μας να πετάξει ωσάν ολόλευκη και ελευθέρα περιστερά εις τους ουρανούς. Η φιλοσοφία δίδαξε την αγάπη προς την αλήθεια και την ελευθερία, δύο έννοιες που χαρακτηρίζουν τους Έλληνες.
Παιδιά φωτός και αλήθειας είμαστε εμείς. Μας δίδαξε την ομόνοια ανάμεσα στο γένος των Ελλήνων και τα έπη του Ιάσονος με τους Αργοναύτες του δίδαξαν τον κοινό μας συντροφικό βίο και τη φιλία. Ξεπερνώντας τις Συμπληγάδες Πέτρες, φτάνοντας στην απόκτηση του χρυσόμαλλου δέρατος, το οποίον είναι το φως της αλήθειας.
Βρισκόμαστε σε σημείο κομβικής, όχι μόνο ιστορικής αλλά και κοινωνικοπολιτιστικής σημασίας. Ή θα πορευτούμε εις τα γνωστά μας μονοπάτια της διχόνοιας, του πολιτικού φανατισμού και του δυτικισμού ή θα στρέψουμε τα μάτια μας προς τη νέα οικοδόμηση του ανθρώπου, μπολιασμένου με την αυτογνωσία, την επίγνωση, την αγάπη και τη μη προκατάληψη έναντι πραγμάτων ή ανθρώπων. Εμείς επιλέγουμε, αλλά να είμαστε προετοιμασμένοι και ειλικρινείς για το τι θα αντιμετωπίσουμε, όποιον δρόμο και αν διαλέξουμε.
Να πέσουμε σαν τους τριακοσίους του Λεωνίδα εις την μάχην της υπερασπίσεως της αλήθειας, με θάρρος και τόλμη. Απαλλαγμένοι από τις «Κασσάνδρες» και τα φίδια και κάνοντας την αρχή, που είναι το ήμισυ του παντός, έχοντας στο μυαλό μας το ρητό του Σωκράτη: «Ένα ξέρω, ότι δεν ξέρω τίποτα».