Η επικίνδυνη ακροδεξιά ατζέντα της κυβέρνησης

Η επικίνδυνη ακροδεξιά ατζέντα της κυβέρνησης


Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών


Η επίθεση της αστυνομίας στο σπίτι της οικογένειας Ινδαρέ ήταν απόρροια μιας ακόμη προσπάθειας αλλαγής της πολιτικής ατζέντας από την κυβέρνηση. Οι απογοητευτικές επιδόσεις τόσο στον χειρισμό των γεωπολιτικών εξελίξεων στο Αιγαίο όσο και στα θέματα της οικονομίας και ιδιαίτερα των τραπεζών αναζητούσαν επικοινωνιακό άλλοθι.

Επιστρατεύθηκε λοιπόν ό κ. Χρυσοχοΐδης και οι καταβροχθίζοντες υπερωρίες αξιωματικοί και άνδρες της ΕΛΑΣ για την εκκένωση κάποιου κατειλημμένου κτιρίου στο κέντρο της Αθήνας. Δυστυχώς για την οικογένεια, το κτίριο γειτνίαζε με το σπίτι τους.

Η επιλεγείσα εκκένωση ήταν από την αρχή ατυχής, αφού δεν έχουν περάσει ούτε δύο εβδομάδες από τον βίαιο ξυλοδαρμό και το ξεβράκωμα νέου στα Εξάρχεια από καμιά δεκαριά άνδρες των ΜΑΤ στην επέτειο της δολοφονίας Γρηγορόπουλου. Έγινε δε ατυχέστερη επειδή συνέπεσε με την εισήγηση της εισαγγελέως στη δίκη της Χρυσής Αυγής. Εισήγηση που αθωώνει όλη την ηγεσία αυτής της ε­γκληματικής οργάνωσης όχι μόνο για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα αλλά και για την επίθεση στους αφισοκολλητές του ΠΑΜΕ και στους αιγύπτιους ψαράδες στο Πέραμα. Έτσι, η πλαστική σφαίρα που χρησιμοποιήθηκε απέναντι στην κ. Ινδαρέ, τη μητέρα της οικογένειας, εξόργισε το σύνολο της κοινωνίας και ανάγκασε και το επίσημο πολιτικό σύστημα να την καταδικάσει.

Η συνέχεια είναι γνωστή, η αστυνομία και ο κ. Χρυσοχοΐδης προσπάθησαν να καλυφθούν πίσω από το γεγονός ότι την όλη επιχείρηση παρακολουθούσε εισαγγελέας. Έγιναν για μία ακόμη φορά καταγέλαστοι, αφού ακόμα και πρωτοετείς φοιτητές της Νομικής γνωρίζουν ότι η παραβίαση οικογενειακού ασύλου πραγματοποιείται σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις τέλεσης αξιόποινων πράξεων και όχι κατά την κρίση του όποιου εισαγγελέα.

Στη συνέχεια, για να δικαιολογήσουν την αυθαιρεσία τους, ισχυρίσθηκαν ψευδώς ότι τα παιδιά της οικογένειας σχετίζονταν με την κατάληψη. Είναι μια ακόμη ένδειξη για το πού έχει φτάσει η αστυνομική αυθαιρεσία επί Μητσοτάκη – Χρυσοχοΐδη και πόσο επικίνδυνα έχουν γίνει πλέον τα πράγματα για τους πολίτες και ιδιαίτερα για ευαίσθητες ομάδες, όπως οι πρόσφυγες και οι μετανάστες.

Το τελευταίο νομίζω ότι εκφράζει και το πολιτικό πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί. Η Νέα Δημοκρατία εδώ και αρκετό καιρό προσπαθεί να διατηρήσει και να διευρύνει την επιρροή της στα μέλη και τους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται οι κορόνες για επαναπροωθήσεις προσφύγων, οι αστυνομικές επεμβάσεις στα πανεπιστήμια, οι επιχειρήσεις τύπου «Νόμος και Τάξη» στα Εξάρχεια και οι διθύραμβοι περί της αστυνομίας και του ρόλου της από τα συστημικά Μέσα Ενημέρωσης.

Είναι μια ιστορικά καταδικασμένη πολιτική, που όσες φορές εφαρμόσθηκε έφερε τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Στη Γερμανία του Μεσοπολέμου πίσω από την πολιτική «Νόμος και Τάξη» αναβίωσε το ναζιστικό κόμμα, που είχε περιθωριοποιηθεί μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα της μπυραρίας το 1923. Κάτι αντίστοιχο επιχειρείται να γίνει με την επιχείρηση αθώωσης της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής, την ίδια ώρα που η ΕΛΑΣ του κ. Χρυσοχοΐδη μοιάζει να έχει απασφαλίσει από το καθημερινό λιβάνισμα των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, ιδιαίτερα των ηλεκτρονικών.

Η κυβέρνηση μοιάζει να αδιαφορεί για το εκρηκτικό μείγμα πολιτικής και επικοινωνίας που έχει δημιουργήσει. Δείχνει να ενδιαφέρεται περισσότερο για το περιεχόμενο του βραδινού δελτίου των τηλεοπτικών σταθμών από τις ζωές των πρωταγωνιστών αυτού του δελτίου. Η αδύναμη οικονομική και πολιτική της ατζέντα, που βασιζόταν στα ευχολόγια περί επενδύσεων και οικονομικής μεγέθυνσης, μαζί με το μη αναμενόμενο άδειασμα των «συμμάχων» στη Βόρεια Μακεδονία και το Αιγαίο την έχουν οδηγήσει στο να κρεμαστεί σχεδόν αποκλειστικά στην ακροδεξιά ατζέντα του δόγματος «Νόμος και Τάξη».

Όμως μια κυβέρνηση υπό τον νεοφιλελεύθερο κ. Μητσοτάκη, που προσπαθεί να καλύψει πολιτικά τον χώρο της Ακροδεξιάς, σε αυτές τις συνθήκες γίνεται διπλά επικίνδυνη για την κοινωνία. Από τη μία ενισχύει το κλίμα της αναβίωσης της Ακροδεξιάς αποποινικοποιώντας την ατζέντα της και από την άλλη επιτίθεται κατάφορα στα κοινωνικά, πολιτικά και συνδικαλιστικά δικαιώματα. Εναπόκειται στο λαϊκό κίνημα και τις αντιφασιστικές οργανώσεις να αναδείξουν την ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων, που είναι παράλληλα μάχη απέναντι στον ρατσισμό και τη φασιστική απειλή.

Φωτό: gazzetta.gr

ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ