Πώς οι Τούρκοι σκίζουν τις συνθήκες (Μέρος 1ο)

Πώς οι Τούρκοι σκίζουν τις συνθήκες (Μέρος 1ο)

Του
ΜΑΚΗ ΑΝΔΡΟΝΟΠΟΥΛΟΥ


Στην εποχή της μετα-αλήθειας τα λόγια έχουν μεγαλύτερη αξία από τα γεγονότα. Ο Ερντογάν, αντιπαρερχόμενος την αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων από το Κογκρέσο, έκανε λόγο για τη Γενοκτονία των Ινδιάνων και διέπραξε την ύβρη λέγοντας πως αν υποστεί η Τουρκία κυρώσεις, θα προχωρήσει στο κλείσιμο των βάσεων του Ιντσιρλίκ (αεροπορική και πυρηνικά ΗΠΑ) και του Κιούρετσικ (ραντάρ του ΝΑΤΟ).

Η αμερικανική στρατηγική αμηχανία εκφράστηκε από τον υπουργό Άμυνας των ΗΠΑ Μαρκ Έσπερ, που θα ρωτήσει τον τούρκο ομόλογό του για να μάθει εάν το εννοούσε. Για το αμερικανικό κύρος αυτά ίσως είναι πιο σοβαρά από τους S-400. Οι Ευρωπαίοι είναι πολύ σνομπ για να κάνουν πως άκουσαν αυτό που είπε ο Ερντογάν στην Ελβετία: «Εμείς οι Τούρκοι δεν είμαστε ξένοι, ξεκάθαρα δεν είμαστε ‘‘οι άλλοι’’ στην Ευρώπη, αντιθέτως είμαστε οικοδεσπότες στην Ευρώπη σήμερα, όπως συνέβαινε και σε όλη την Ιστορία».

Υπάρχει ισχυρή άποψη στην Ελλάδα, που υποστηρίζεται από πολλούς ακαδημαϊκούς και αναλυτές αλλά και πολιτικούς, σύμφωνα με την οποία ο βασικός λόγος των «τρελών» λόγων και ενεργειών του Ερντογάν στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο είναι ο έλεγχος του εσωτερικού του μετώπου και η διασφάλιση της εξουσίας του.

Στην άποψη αυτή στηρίζεται και η πολιτική της ψυχραιμίας και του κατευνασμού και στηρίζεται στην ψευδαίσθηση πως αν φτάσουμε σε πόλεμο, αυτός θα είναι μόνο 48 ωρών διότι θα επέμβουν οι σύμμαχοι για να σταματήσουν τους Τούρκους. Η άποψη αυτή είναι αστεία, όπως θα καταδείξουμε παρακάτω, απλώς τα «τρελά» του Ερντογάν εξυπηρετούν και την εσωτερική κατάσταση της Τουρκίας, η οποία διακατέχεται από το ομολογημένο δίλημμα: «Η Τουρκία είτε θα τριχοτομηθεί είτε θα γίνει αυτοκρατορία».

Η Τουρκία δεν είναι πλέον μια αναθεωρητική δύναμη, αλλά ένα νεο-ιμπεριαλιστικό κράτος, που αναζητά ζωτικό χώρο, όπως έκανε και η ναζιστική Γερμανία σε έναν κόσμο ρευστότητας. Εκμεταλλεύεται τους εσωτερικούς ανταγωνισμούς των μεγάλων και τη γενικότερη αφασία της Δύσης. Οι φιλοδοξίες της Τουρκίας θεωρητικοποιήθηκαν από τον Νταβούτογλου και υλοποιούνται από τον Ερντογάν. Συνεπώς, ακόμη κι αν ο Ερ­ντογάν για οιονδήποτε λόγο χάσει την εξουσία, τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει, όπως διδάσκει η εμπειρία των τελευταίων 100 περίπου ετών. Η ίδρυση κομμάτων από τους Νταβούτογλου και Μπαμπατζάν απλώς είναι μια προετοιμασία για ένα τέτοιο ενδεχόμενο.

Ήδη από την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Νεότουρκοι με τον Κεμάλ Ατατούρκ ανέτρεψαν τη Συνθήκη των Σεβρών (1920) που υπέγραψε ο σουλτάνος Μεχμέτ ΣΤ’ και η οποία παρέδωσε την κυριαρχία της Μεσοποταμίας (Ιράκ), της Παλαιστίνης και της Υπεριορδανίας στη Βρετανία, ως προτεκτοράτα της Κοινωνίας των Εθνών, τη Συρία και τον Λίβανο στη Γαλλία, επίσης ως προτεκτοράτα, και την υπαγωγή της Ανατολίας στη σφαίρα επιρροής της Ιταλίας. Η Χετζάζ, τμήμα της σημερινής Σαουδικής Αραβίας, το Κουρδιστάν και η Αρμενία θα γίνο­νταν ανεξάρτητα κράτη. Στην ουσία όμως η συνθήκη αυτή ανατράπηκε από το κίνημα των Νεότουρκων του Κεμάλ Ατατούρκ.

Ακολούθησε η Συνθήκη της Λωζάννης (1923), που καθόρισε τα σύνορα της σύγχρονης Τουρκίας μετά την ήττα της Ελλάδας στη Μικρά Ασία και στην οποία προσαρτήθηκε η Ελληνοτουρκική Σύμβαση της Λωζάννης, που ρύθμισε την ανταλλαγή των πληθυσμών (εξαιρέθηκαν έλληνες ορθόδοξοι της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου).

Σημειωτέον ότι από τότε ο Ατατούρκ είχε εγείρει αξιώσεις για το Σαντζάκιο της Αλεξανδρέττας (Ισκεντερούν) που αποτελούσε μέρος της γαλλικής Συρίας και επιδίωκε την προσάρτησή του το 1935, όταν θα έληγε η εντολή της Κοινωνίας του Εθνών. Για να αποφύγει την αραβοποίησή του, ο Κεμάλ εφηύρε μια απίστευτη θεωρία για το «Θέμα του Χατάι» –κι αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για μας ως μέθοδος προώθησης του τουρκικού imperium–, υπονοώντας πως πρόκειται για την περιοχή των αρχαίων Χετταίων (προφανώς «προγόνων» των Τούρκων), που πρέπει να ανήκει στην Τουρκία. Με συστηματικούς εποικισμούς Τούρκων πέτυχε την αναγνώρισή του ως αυτόνομο κράτος ενσωματωμένο στη Συρία (1937). Κατόπιν δημοψηφίσματος προσάρτησε την περιοχή της Αλεξανδρέττας και την ενσωμάτωσε στην Τουρκία (1939).

Η Τουρκία, ως «επιτήδειος ουδέτερος», δεν πήρε μέρος στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ούτε στον αντιαποικιακό αγώνα της Κύπρου, την οποία είχε πουλήσει η οθωμανική Τουρκία στους Άγγλους το 1878 και ενσωματώθηκε στη Βρετανική Αυτοκρατορία την περίοδο 1923 – 1925. Οι Κύπριοι συμμετείχαν στην Εθνική Παλιγγενεσία του 1821, συμμετείχαν και στους δύο παγκοσμίους πολέμους και διεκδικούσαν από την αυγή του 20ού αιώνα την Ένωση με την Ελλάδα, όμως οι άθλιες βρετανικές σκοπιμότητες δεν το επέτρεψαν. Η αμερικανοκίνητη προδοσία της Κύπρου από τη χούντα στάθηκε αφορμή για την κατάληψη και κατοχή του βορείου τμήματος της νήσου από την Τουρκία.

Στο Αιγαίο ήδη από το 1973 η Τουρκία αρχίζει να αμφισβητεί τα κυριαρχικά μας δικαιώματα στην υφαλοκρηπίδα, τα όρια των χωρικών υδάτων και του ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου. Η διένεξη κατέληξε στη Διακήρυξη της Βέρνης (1976) μεταξύ των δύο χωρών, με την οποία δεσμεύτηκαν να συζητήσουν θέματα ελέγχου πτήσεων και οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας. Η κρίση ξέσπασε και πάλι όταν η Ελλάδα ανέθεσε τη διερεύνηση κοιτασμάτων πετρελαίου στη Θάσο, ενώ η Τουρκία επιχείρησε να κάνει το ίδιο κοντά στη Σαμοθράκη.

Με παρέμβαση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ υπογράφηκε το Μνημόνιο Συναντίληψης (1987), με το οποίο τα δύο κράτη δεσμεύονταν να σεβαστούν αμοιβαία την εθνική κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα. Το 1994 η Ελλάδα υπογράφει τη Διεθνή Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, με την οποία αποκτά το δικαίωμα για μονομερή επέκταση των χωρικών της υδάτων από έξι σε δώδεκα ναυτικά μίλια. Η Τουρκία –που δεν υπέγραψε– ανακοινώνει ότι θεωρεί κάτι τέτοιο αιτία πολέμου (casus belli). Ακολούθησε το 1996 η κρίση των Ιμίων και η Συμφωνία της Μαδρίτης (1997), με την οποία τα δύο κράτη δεσμεύτηκαν να μη χρησιμοποιήσουν βία και να μην προβούν σε μονομερείς ενέργειες.

Πρόκειται για διακήρυξη αρχών, δηλαδή δεν πρόκειται για δεσμευτικό κείμενο, καθώς δεν αποτελεί διεθνή συνθήκη. Η Τουρκία δεν τήρησε τη συμφωνία και θεωρεί πως με αυτή η Ελλάδα αποδεχόταν πως έχει ζωτικά συμφέροντα στην υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου. Τον Δεκέμβριο του 1999 στη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Ελσίνκι επιτυγχάνεται η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, χωρίς να είναι απαραίτητη η προηγούμενη λύση του πολιτικού προβλήματος, ενώ ταυτόχρονα η Τουρκία πήρε τον τίτλο της υποψήφιας χώρας-μέλους, με τη δέσμευση για την παραπομπή όλων των εκκρεμών ελληνοτουρκικών διαφορών στο Δικαστήριο της Χάγης. Στην πράξη όμως η απόφαση του Ελσίνκι κινήθηκε σε τελείως διαφορετική κατεύθυνση από την προβλεπόμενη σε ό,τι αφορά τη λύση του Κυπριακού με αποτέλεσμα το περιβόητο Σχέδιο Ανάν, που απορρίφθηκε από τους Ελληνοκύπριους το 2004.

Η Τουρκία δεν σεβάστηκε ποτέ καμία συμφωνία και σε κάθε ευκαιρία αύξανε τις αξιώσεις της και την περιφρόνηση του διεθνούς δικαίου, ενώ ο Ερντογάν, εκμεταλλευόμενος το μπάχαλο που δημιούργησαν οι Αμερικανοί στο Ιράκ και τη Συρία, διατρανώνει πως η Συνθήκη της Λωζάννης πρέπει να αλλάξει. Το 2016 ξεκινά στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Βόρειο Ιράκ και στη Συρία, με τη γνωστή εισβολή και κατοχή συριακών εδαφών. Τώρα ζητά συνεκμετάλλευση των συριακών πετρελαίων για να χρηματοδοτήσει δήθεν τους οικισμούς στα Κατεχόμενα.

Θα ακολουθήσει η συμφωνία Ερντογάν – Αλ Σαράζ στη Λιβύη και η έμπρακτη αμφισβήτηση της ελληνικής ΑΟΖ από τη Ρόδο μέχρι τη Νότια Κρήτη, που υλοποιεί –μαζί με τις πετρελαϊκές έρευνες στην κυπριακή ΑΟΖ– το ιδεολόγημα της «Γαλάζιας Πατρίδας». Η τουρκική βουλιμία έλαβε τις διαστάσεις που έχει πάρει μετά την ανακάλυψη τεράστιων κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο. Υπενθυμίζεται ότι η συμφωνία με την ισλαμική κυβέρνηση της Τρίπολης έχει και στρατιωτικό σκέλος, που σημαίνει ότι σύντομα μπορεί να δούμε τουρκικά στρατεύματα στη Λιβύη, κάτι που η Αίγυπτος προειδοποίησε πως δεν θα ανεχθεί.

Η εξιστόρηση αυτή απαντά τόσο στη θεωρία ότι όλα αυτά τα κάνει ο Ερντογάν για εσωτερική κατανάλωση, όσο και στη θεωρία πως δεν θα τολμήσει να προκαλέσει «θερμό επεισόδιο» με την Ελλάδα. Αντίθετα, μάλλον αυτό επιδιώκει, να προκαλέσει την ελληνική στρατιωτική αντίδραση, για να τη χρησιμοποιήσει ως άλλοθι στρατιωτικά και διπλωματικά.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ