«Καλήν εσπέραν, άρχοντες»
Του
ΑΝΤΩΝΗ Π. ΑΡΓΥΡΟΥ
Δικηγόρου ΑΠ, Αν. Νομικού
Συμβούλου Πανεπιστημίου Αθηνών
Το χωριό μας είναι μικρό, είναι τα Σπαρτιά της Κεφαλλονιάς. Ας θυμηθούμε την παραμονή Χριστουγέννων του 1960 στο χωριό μου. Από το πρωί έριχνε βροχή και κρύο. Τα Χριστούγεννα ήταν η πιο αγαπημένη μας γιορτή όταν ήμασταν παιδιά. Εκείνες τις μέρες οι πόρτες άνοιγαν διάπλατα και όλοι, φτωχοί και πλούσιοι, κάτι είχαν να χαρούν.
Όλοι περίμεναν τον ταχυδρόμο με τα νέα και τα εμβάσματα από τους ξενιτεμένους και τους ναυτικούς του χωριού. Για μας η χαρά ήταν μεγάλη, γιατί τα γράμματα έφερναν και τους μποναμάδες μας. Όπως και να το κάνουμε, Χριστούγεννα χωρίς κάλαντα δεν γίνονται. «Άμα νειρόσαστε βόλτα, κάλλιο ντυθείτε, ποδεθείτε, θα χαλάσει ο Θεός τον κόσμο», είπε η νόνα (η γιαγιά) μου. Φορέσαμε τα χοντρά μας και βγήκαμε στους δρόμους. «Καλήν εσπέραν, άρχοντες». Στα σπίτια, μετά τα κάλαντα, τραγουδούσαμε και τα ακόλουθα: «Σ’ αυτό το σπίτι προήρθαμε πέτρα να μη ραΐσει και ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει» και μετά «κοίταξα στον ουρανό κι είδα σταυρό στη μέση κι απ’ όλα τα ονόματα το… μου αρέσει» (λέγαμε το όνομα του οικοδεσπότη).
Ζούσαμε τότε στην εποχή του ασπρόμαυρου, χωρίς τηλεόραση, χωρίς ηλεκτρισμό και ζεστό νερό, με λασπωμένους δρόμους, αλλά με πολλή ανθρώπινη ζεστασιά. Δεν είχαμε ηλεκτρισμό, ούτε χριστουγεννιάτικα δέντρα να στολίσουμε (πού λεφτά για τέτοιες πολυτέλειες εκείνη την εποχή), είχαμε όμως τη χαρά της γιορτής, να πούμε τα κάλαντα και να μας δώσουν για τον κόπο μας έναν κουραμπιέ ή ένα φράγκο (μία δραχμή). Η μουσική που συνόδευε την πανδαισία των καλάντων ήταν το τρίγωνο. Και αργά το απόγευμα της παραμονής των Χριστουγέννων, αφού μετρούσαμε την είσπραξη, την παραδίδαμε στη μάνα, που θα μας άφηνε λίγες δραχμές για τους βόλους που θα αγοράζαμε.
Το βραδάκι της παραμονής το σπίτι μοσχοβολούσε από τα φαγητά και τα γλυκίσματα που ετοιμάστηκαν από τη νόνα και τη μάνα κι έπειτα ακολουθούσε το υποχρεωτικό μπάνιο, με το νερό που ζεσταινόταν στην γκαζιέρα, που ήταν η απαραίτητη προετοιμασία, και είχε και τα σχετικά κλάματα από τη σαπουνάδα που έμπαινε στα παιδικά μας μάτια.
Κόντευε να ξημερώσει όταν ακούσαμε την πρώτη καμπάνα, η μάνα έσπευσε να μας φορέσει τα γιορτινά ρούχα και όλοι μαζί φύγαμε για να πάμε στην εκκλησία.
Σαν παιδιά έπρεπε οπωσδήποτε να μεταλάβουμε και μετά τη νυχτερινή λειτουργία να γυρίσουμε στο σπίτι και το μεσημέρι να κάτσουμε όλη η οικογένεια γύρω από το τραπέζι, να σερβίρει η μάνα το αρνάκι στον φούρνο με πατάτες και ο πατέρας να κόψει τελετουργικά το Χριστόψωμο. Πριν αρχίσει το σερβίρισμα έπρεπε να ψάλλουμε όλοι μαζί το «Χριστός γεννάται».
Αξέχαστα χρόνια αγάπης και θύμησης. Σήμερα θυμόμαστε με νοσταλγία τα μέρη που μεγαλώσαμε.
Έχουμε αλλάξει ζωή. Και σπίτια και έπιπλα. Με αφετηρία το παρελθόν, στάθηκα «στου χρόνου τον καθρέφτη» και γύρισα το ρολόι στο «τότε». Ήτανε νοσταλγική η ανάμνηση σ’ έναν χώρο αγάπης, στο σπίτι μου στο χωριό, με πόνο όμως για τα χρόνια που πέρασαν, τις ελπίδες που έσβησαν, τα χωριά που ερήμωσαν, τη Χριστουγεννιάτικη Λειτουργία, που δεν γίνεται τη νύχτα, αφού ο παπάς μας ιερουργεί πλέον στο άνω Θυσιαστήριο, λίγα παιδιά πλέον λένε τα κάλαντα, οι γονείς μας λείπουν οριστικά. Δάκρυα ανάμνησης και η ευχή:
«Χρόνια πολλά να χαίρεστε πάντα ευτυχισμένοι,
σωματικώς και ψυχικώς να είστε πλουτισμένοι».
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ