Δεν τρομάζουν κανέναν οι φοβέρες του Ερντογάν
Της ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ – ΛΑΜΠΡΑΚΗ
Επιτέλους, ο πελιδνός Σουλτάνος της απέναντι όχθης του Αιγαίου παραδέχθηκε ότι πέταξαν γύρω στους 1.500.000 ανθρώπους στη θάλασσα και επαίρεται γι’ αυτό, επειδή πιστεύει ότι έτσι τους θαυμάζουν παγκοσμίως. Τους πέταξαν, τους έσφαξαν, τους έκαψαν και τους Αρμένιους και τους Πόντιους, όχι πολεμώντας ως στρατιωτική δύναμη εναντίον μιας άλλης, αλλά σαν μια αγέλη άγριων θηρίων που βρήκαν μια εύκολη λεία να κατασπαράξουν. Έμπαιναν στα σπίτια των Αρμενίων και οι φωνές των γυναικών και των παιδιών έσκιζαν τον ουρανό. Έναν ουρανό θολό από τον καπνό των σπιτιών που καίγονταν. Αυτά τα ξέρω από πρώτο χέρι, μιας και οι ρίζες των γονιών μου βρίσκονται ακόμα εκεί.
«Γιαγκίν», φώναζε η γιαγιά μου και κοίταζαν να κρυφτούν στα υπόγεια, στα κελάρια, στα πατάρια των σπιτιών τους. Κι έπειτα, την αποφράδα εκείνη μέρα της καταστροφής της Σμύρνης, πήραν τα γυναικόπαιδα και αλυσόδεσαν τα παλικάρια στη σειρά για να παρακολουθούν τις βάρκες που προσπαθούσαν να φτάσουν στα συμμαχικά προδοτικά πλοία, που παιάνιζαν για να σκεπάσουν τον θρήνο μιας κοινωνίας που ήξερε να δημιουργεί και που σπαρταρούσε κάτω από το γιαταγάνι αυτών των λυσσαλέων εφίππων στρατιωτών. Όλη η θηριωδία στο μεγαλείο της.
Μου τα διηγούνταν ξανά και ξανά ο παππούς μου σαν ήμουν παιδί και τα γαλάζια του μάτια πλημμύριζαν δάκρυα. «Τρέχαμε να σωθούμε», μου έλεγε, «βρήκαμε μια αποθήκη και κλειστήκαμε μέσα. Όλοι άνδρες της ηλικίας μου, 25 – 30 χρόνων. Ακούγαμε απ’ έξω τα ποδοβολητά των αλόγων και το άγριο χλιμίντρισμά τους, αφηνιασμένα σαν αυτούς τους καβαλάρηδες. Όσοι μπήκαμε, μπήκαμε, όμως εκείνα τα ουρλιαχτά που άκουσα απ’ έναν χριστιανό ακόμα με ξυπνούν στον ύπνο μου.
‘‘Ανοίξτε’’, μου φώναζε. Δεν προλάβαμε, τον έπιασαν, του έδεσαν το ένα πόδι στο ένα άλογο και το άλλο σε ένα άλλο και χτυπώντας το καμτσίκι τους τον έσκισαν στα δύο σαν να ήταν από άχυρο, από ένα κομμάτι πανί. Το αίμα του ανακατεμένο με τις κραυγές του έγινε ο εφιάλτης μας. Αγκαλιαστήκαμε και κλαίγαμε για άλλη μια φορά, προδομένοι από τους καλούς μας συμμάχους, που αθέτησαν τις υποσχέσεις τους. Δεν είχαμε οργανωμένη αντίσταση για να τους λιανίσει, γιατί στην ουσία γιουρούκια ήταν, θολωμένα από το χασίς και τη θρησκευτική πλύση εγκεφάλου, ο Αλλάχ και μόνο ο Αλλάχ».
Ποιος είναι αυτός ο θεός τους, που αντί να εξημερώνει αυτά τα στίφη των άγριων, τα πόρωνε. Γιατί; Οι Έλληνες μέχρι τα βάθη της Μικράς Ασίας τους πρόσφεραν πολιτισμό, αξίες, σοφία, τους έμαθαν το εμπόριο και τις συναλλαγές, που ζήλεψαν οι Γερμανοί κι έριξαν το δηλητήριο σ’ εκείνη την αγράμματη κοινωνία με προπαγάνδα, που μιλούσε για την εκμετάλλευση των Ελλήνων στα προϊόντα των τουρκικών τσιφλικιών. Έτσι, σιγά σιγά, δημιουργήθηκε ένα μίσος που τύφλωσε την άξεστη και απολίτιστη τουρκική πλευρά.
Ενισχύθηκε και μ’ εκείνο το τόσο σαθρό επιχείρημα, έπεσε πάνω σε χωριά και γειτονιές, σε πόλεις και βουνά, στους μέχρι προ λίγων χρόνων συμπολίτες τους, αυτούς με τους οποίους ζούσαν αρμονικά, μια συμμορία αγυρτών κατσαπλιάδων και ρήμαξε άοπλους πληθυσμούς. Εύκολη λεία μιας λεγεώνας ανθρωποφάγων. Τα έζησαν οι δικοί μου πρόγονοι, ακόμα κι οι γονείς μου, που ήρθαν κακήν κακώς, παιδιά τεσσάρων χρόνων. Ο ίδιος σπαραγμός και στον Πόντο και στην Αρμενία.
Για ποιο λοιπόν πράγμα βγαίνουν και προκαλούν αυτοί οι υπουργοί του, αχυράνθρωποι, που έχουν πάρει τα μυαλά τους αέρα. Κι αν αυτοί μας έριξαν στη θάλασσα, ας μην ξεχνούν ότι ύστερα από 400 χρόνια υποδούλωσης, μόνοι μας, αβοήθητοι, τους στείλαμε στον αγύριστο. Ένας Κανάρης ανατίναξε τη ναυαρχίδα του Σουλτάνου, που γλεντοκόπαγε με τα χανούμια. Μην ξεχνάνε τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας, μην ξεχνάνε αυτούς τους ανδρείους που έφτιαξαν τη Φιλική Εταιρεία και αντί να εξισλαμισθούν, ύστερα από τόσα χρόνια σκλαβιάς, δεν ξέχασαν ότι ήταν Χριστιανοί κι Έλληνες. Ένας Έλληνας, δέκα Τούρκοι.
Ας κάτσουν λοιπόν καλά. Οι Έλληνες δεν ξέχασαν τις χαμένες πατρίδες. Ο νους είναι πάντα στην Αγιά Σοφιά, στη Σμύρνη και το Αϊβαλί, στα Πριγκηπονήσια και τον Βόσπορο. Η ψυχή πετά πάνω από εκεί που οι δικοί μας δημιούργησαν, που τα σπίτια τους στέκουν ακόμα, που οι πόρτες τους μένουν ανοικτές, περιμένοντας τους νοικοκύρηδές τους. Δεν θα ξεχάσω τη θεία μου: Τη μέρα που φεύγαμε από το χωριό μας μ’ έστειλε η μάνα μου να πάω στο σπίτι, μην είχαμε ξεχάσει τίποτα. Ο φόβος με κυρίευσε, η γειτονιά μου νεκρή, τα σπίτια ορθάνοιχτα, βουβά, η ζωή φευγάτη πάνω σε ένα κάρο που πήγαινε προς τη θάλασσα.
Και εκεί για πρώτη φορά πέρασε σαν φωτογραφία η γη μας καταπράσινη, γεμάτη από αγριολούλουδα, τα αμπέλια μας, το σχολείο, οι γιορτές μας. Κι άρχισα να τρέχω σαν να με κυνηγούσαν μάγισσες.
Ας πάψει ο Ερντογάν να σπέρνει ανέμους γιατί θα θερίσει θύελλες, γιατί οι Έλληνες δεν ξεχνούν, δεν φοβούνται. Είναι λαός που αγαπά την ελευθερία και δεν περιμένει από κανέναν τίποτα. Είναι ευλογημένος λαός, που δεν πρόκειται να υποκύψει στις αστείες φοβέρες του.