Π. Νεάρχου: Ευρωπαϊκή διπλωματική στήριξη στην Ελλάδα και την Κύπρο

Π. Νεάρχου: Ευρωπαϊκή διπλωματική στήριξη στην Ελλάδα και την Κύπρο


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Η Ευρωπαϊκή Σύνοδος Κορυφής της περασμένης Πέμπτης έληξε με έκφραση αλληλεγγύης από την Ευρωπαϊκή Ένωση προς τις χώρες-μέλη της, Ελλάδα και Κύπρο, σε σχέση με τη μεγάλη Τουρκική πρόκληση της υπογραφής Μνημονίου Συναντιλήψεως με την «κυβέρνηση» Αλ Σαράζ της Δυτικής Λιβύης για υποτιθέμενες θαλάσσιες ζώνες που υπάρχουν μεταξύ τους.

Στα Συμπεράσματα της Συνόδου αναφέρεται συγκεκριμένα ότι το Μνημόνιο που υπέγραψε η Άγκυρα με την «κυβέρνηση» Αλ Σαράζ, που βρίσκεται ουσιαστικά σε αποδρομή, «παραβιάζει κυριαρχικά δικαιώματα τρίτων κρατών, δεν συμμορφώνεται προς το δίκαιο της θάλασσας και δεν μπορεί να έχει νομικά δεσμευτικές συνέπειες για τρίτα κράτη».

Με βάση την Ευρωπαϊκή αυτή υποστήριξη, Ελλάδα και Κύπρος μπορούν να ζητήσουν να επιβληθούν κυρώσεις στην Άγκυρα. Το τι είδους κυρώσεις θα είναι αυτές και πόσο αποτελεσματικές θα είναι συνδέεται με τις πολιτικές και τα συμφέροντα των διαφόρων χωρών-μελών και ιδίως της μεγαλύτερης απ’ αυτές, της Γερμανίας, που έχει παραδοσιακά στενούς δεσμούς με την Άγκυρα και μεγάλα συμφέροντα στη χώρα αυτή.

Πρέπει, πάντως, να υπογραμμισθεί ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, τόσο ως συλλογικότητα όσο και ως καθεμιά χώρα-μέλος χωριστά, έχει επικυρώσει τη Διεθνή Σύμβαση για το Θαλάσσιο Δίκαιο και αυτή αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του συμβατικού νομικού κεκτημένου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Αυτό σημαίνει, με απλά λόγια, ότι αποτελεί και νομική υποχρέωση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως να ενεργεί υποχρεωτικά με βάση τη Διεθνή Σύμβαση για το Θαλάσσιο Δίκαιο. Ο σεβασμός της Συμβάσεως αυτής σημαίνει επίσης, σε πρακτικό επίπεδο, ότι μπορούν να ληφθούν μέτρα και να τεθούν απαγορεύσεις σε Ευρωπαϊκές εταιρείες και πρόσωπα που θα συνεργάζονταν σε παράνομες έρευνες και γεωτρήσεις στην ΑΟΖ της Ελλάδος και της Κύπρου.

Στο σημείο αυτό τίθεται ένα ερώτημα που αναδεικνύει τις ολέθριες συνέπειες που έχει η πολιτική των ανοικτών συνόρων στην παράνομη μετανάστευση, την οποία συνεχίζει, δυστυχώς, η σημερινή κυβέρνηση, παρά το γεγονός ότι η επέλαση των παρανόμων μεταναστών απειλεί πλέον άμεσα την εθνική ασφάλεια και την εθνική συνοχή της χώρας και οι σχέσεις με την Τουρκία, μετά το Τουρκο-Λιβυκό Μνημόνιο, έχουν φθάσει σε εκρηκτικό σημείο. Υποβάλλεται η ιδέα ότι δήθεν δεν μπορούν να ελεγχθούν τα σύνορα, ιδίως τα θαλάσσια, και ότι δεν υπάρχει εναλλακτική πολιτική στην πολιτική που ακολουθείται σήμερα.

Το αφήγημα αυτό είναι παραπλανητικό. Δεν ήταν πάντα ανεξέλεγκτα τα σύνορα και αυτό είναι γνωστό στους πάντες. Χαλάρωσαν, σταδιακά, οι έλεγχοι, σε συνδυασμό με αντίστοιχες αλλαγές στη νομοθεσία. Ως αποκορύφωμα, ήρθε το ανεπιφύλακτο άνοιγμα των συνόρων, το 2015, ως αποτέλεσμα της ιδεοληπτικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, που εκφράσθηκε από τη γνωστή Τασία Χριστοδουλοπούλου και τους διαδόχους της.

Η πολιτική αυτή έχει προσχηματικά ως αναφορά την Ευρωπαϊκή Οδηγία για το Άσυλο. Η τελευταία συστήνει στις χώρες-μέλη να μην απωθούν στα σύνορά τους όσους προσέρχονται και υποβάλλουν αίτηση ασύλου, αλλά να τους υποδέχονται και να διερευνούν, διά της δικαστικής οδού, εάν δικαιούνται πράγματι, ως πρόσφυγες, άσυλο. Στην καταφατική περίπτωση, τους παρέχεται άσυλο. Στην αντίθετη περίπτωση, οι μη δικαιούχοι ασύλου επαναπροωθούνται στις χώρες τους ή στη χώρα από την οποίαν προήλθαν.

Από τη στιγμή όμως που δεν υπάρχει συμφωνημένη κοινή Ευρωπαϊκή πολιτική για τις συνέπειες που προκύπτουν από την εφαρμογή της Ευρωπαϊκής αυτής Οδηγίας, η Ελλάδα δεν μπορεί να σηκώσει στους ώμους της αυτό το πρόβλημα, το οποίο μπορεί να την καταστρέψει. Προφανώς, δεν αποτελεί επίσης λύση η Ευρωπαϊκή οικονομική βοήθεια για τη μόνιμη παραμονή όλων των εισερχομένων στην Ελλάδα. Πολύ περισσότερο όταν η γειτονική χώρα, που ελέγχει τις λεγόμενες μεταναστευτικές ροές, διεξάγει απροκάλυπτα έναν ασύμμετρο πόλεμο κατά της Ελλάδος και χρησιμοποιεί την παράνομη μετανάστευση ως γεωπολιτικό και διπλωματικό όπλο κατά της Ελλάδος και της Ευρώπης.

Πώς θα ζητήσει η Ελλάδα την επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία για το Τουρκο-Λιβυκό Μνημόνιο, όταν, με την πολιτική των ανοικτών συνόρων, αφήνει στα χέρια του Ερντογάν το όπλο της παράνομης μεταναστεύσεως; Ως γνωστόν, η Άγκυρα δεν ζητά μόνον με το όπλο αυτό πολλά δισεκατομμύρια ευρώ, αλλά, επιπλέον, αναβάθμιση της τελωνειακής ενώσεως με την Ευρωπαϊκή Ένωση και άρση της θεωρήσεως (βίζας) για όλους τους Τούρκους υπηκόους.

Το κλείσιμο των συνόρων είναι δυνατό και επιβεβλημένο. Επιβεβλημένη είναι και η επιστροφή των Ενόπλων Δυνάμεων στον έλεγχο των συνόρων. Η οποιαδήποτε συνοριοφυλακή, όταν θα έχει συγκροτηθεί ή θα έχει ενισχυθεί για να παίξει ουσιαστικό ρόλο, θα επικουρεί τις Ένοπλες Δυνάμεις στο έργο τους. Η ένταση και οι κίνδυνοι που υπάρχουν στις σχέσεις με την Τουρκία δεν επιτρέπουν ούτε πειραματισμούς ούτε, πολύ περισσότερο, ολιγωρία. Εάν είναι απαραίτητο, η Ελλάδα, μετά από κατάλληλη ενημέρωση των εταίρων της, δεν πρέπει να διστάσει να αναστείλει προσωρινά την προβληματική και ανεδαφική Ευρωπαϊκή Οδηγία για το Άσυλο, για λόγους εκτάκτου ανάγκης και εθνικής ασφάλειας.

Επανερχόμενοι στο θέμα της διπλωματικής μάχης, σε σχέση με το Τουρκο-Λιβυκό Μνημόνιο, πρέπει να σημειώσουμε, ως πολύ σημαντική, τη δήλωση του Αμερικανού πρέσβεως κ. Πάιατ για τα δικαιώματα των νήσων (σε υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ), με βάση το διεθνές θαλάσσιο δίκαιο. Η δήλωση μπορεί να αφορά το αυτονόητο. Έχει όμως ιδιαίτερη σημασία, εάν λάβει κανείς υπ’ όψιν τις προσπάθειες του Αμερικανού Προέδρου να συντηρήσει τις σχέσεις με την Τουρκία, μέσα από μια αλλόκοτη προσωπική σχέση με τον Τούρκο Πρόεδρο.

Η αποτυχία της πολιτικής αυτής φαίνεται και από τη μεταστροφή των γερουσιαστών που στήριζαν τις παλινωδίες Τραμπ και η οποία επέτρεψε στη Γερουσία να εγκρίνει τελικά το ιστορικό ψήφισμα με το οποίο οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν την Αρμενική γενοκτονία, όπως επίσης το ψήφισμα για κυρώσεις κατά της Τουρκίας για το θέμα συστήματος S-400 και την εισβολή στη Συρία.

Πολύ σημαντική είναι επίσης η διπλωματική στήριξη που δόθηκε στην Ελλάδα, κατά πρώτο λόγο, από τη Γαλλία και, κατά δεύτερο λόγο, από την Ιταλία, χώρες που έχουν άμεση εμπλοκή και μεγάλα συμφέροντα στη Λιβύη και την Ανατολική Μεσόγειο. Πολύ σημαντικό γεγονός είναι επίσης η θέση που εξέφρασε η Ρωσική πλευρά, η οποία υπεστήριξε, ως θέμα αρχής, τον σεβασμό του διεθνούς δικαίου.

Η Άγκυρα καταβάλλει έντονες προσπάθειες να επηρεάσει τη θέση της Ρωσικής πλευράς, γνωρίζοντας ότι η Ρωσία είναι ένας από τους κύριους συμμάχους του στρατάρχη Χαφτάρ. Ο τελευταίος έχει ήδη εξαγγείλει επίθεση κατά της Τριπόλεως και του μικρού τμήματος (20% περίπου) που κατέχει ακόμη η «κυβέρνηση» Αλ Σαράζ, με τη βοήθεια των Τούρκων.

Η επίσκεψη του Προέδρου του Λιβυκού Κοινοβουλίου στην Αθήνα, όπως και ο διορισμός διπλωματικού απεσταλμένου για τη Λιβύη από το υπουργείο Εξωτερικών είναι σωστές κινήσεις. Το Λιβυκό Κοινοβούλιο παρενέβη στον ΟΗΕ και κατήγγειλε ως παράνομη τη «συμφωνία» Αλ Σαράζ – Ερντογάν. Οι κινήσεις όμως στο διπλωματικό μέτωπο δεν αρκούν ως απάντηση στην Τουρκική πρόκληση. Ακόμη και αν οι εξελίξεις στη Λιβύη οδηγήσουν σε κατάρρευση την Τουρκο-Λιβυκή «συμφωνία», αυτό δεν σημαίνει ότι η Άγκυρα θα αναδιπλωθεί από τις διεκδικήσεις της για τη λεγόμενη «Γαλάζια Πατρίδα» που φτάνει μέχρι νότια της Κρήτης.

Η Ελλάδα πρέπει να προχωρήσει γι’ αυτό σε ουσιαστικότερες και συγκεκριμένες συμμαχίες, οι οποίες, μαζί με το εθνικό δυναμικό, θα διαμορφώσουν όρους πραγματικής αποτροπής. Στο πνεύμα αυτό, είναι επιτακτική η άμεση ενίσχυση του αμυντικού δυναμικού της χώρας.


Σχολιάστε εδώ