Ο Νεοοθωμανισμός του Ερντογάν αφυπνίζει τις ελληνικές πολιτικές δυνάμεις και, με πάσα επιφύλαξη, τη Δύση

Ο Νεοοθωμανισμός του Ερντογάν αφυπνίζει τις ελληνικές πολιτικές δυνάμεις και, με πάσα επιφύλαξη, τη Δύση


Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.


Όσοι μελετούν –είτε επαγγελματικά είτε από δίψα για μάθηση– την ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τη στάση των Δυτικών έναντι των οθωμανών Τούρκων, διαπιστώνουν ότι οι ιστορικοί σχεδόν στο σύνολό τους συμπίπτουν στην εκτίμηση ότι η μακραίωνη διάρκειά της οφειλόταν, εκτός βέβαια των αναμφισβήτητων διοικητικών ικανοτήτων των ηγετών τους και των κρατικών λειτουργών, πολλοί εκ των οποίων ήταν εξισλαμισθέντες χριστιανοί, και στα ιδιαίτερα συμφέροντα και τη συνεργασία ορισμένων δυτικών χωρών με τον σουλτάνο.

Κοινή είναι, επίσης, η εκτίμηση ότι οσάκις οι Δυτικοί απειλήθηκαν από τους Οθωμανούς, συνένωσαν τις δυνάμεις τους και τους περιόρισαν στα Βαλκάνια και την Ανατολή. Παράδειγμα η Ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571, όταν οι ενωμένες ναυτικές δυνάμεις του παπικού κράτους, των Ενετών και των Ισπανών, στις οποίες υπηρετούσαν και πάρα πολλοί Έλληνες, κατεναυμάχησαν και ματαίωσαν οριστικά τα σχέδια του σουλτάνου να κατακτήσει την Ιταλία. Η δεύτερη αποφασιστική αναμέτρηση μεταξύ των Οθωμανών και των Δυτικών σημειώνεται με την πολιορκία της Βιέννης το 1683 (η πρώτη είχε συμβεί το 1529), που απέτυχε χάρη στη συνδυασμένη, αιφνιδιαστική επίθεση των Πολωνών και του Δούκα της Λωρραίνης.

Θα μπορούσε να προστεθεί και η Ναυμαχία του Ναυαρίνου, αλλά τα κίνητρα των συνασπισμένων δυνάμεων Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας ήταν διαφορετικά (διάσωση της ελληνικής απελευθερωτικής επανάστασης του 1821). Τα αλληλοσυγκρουόμενα οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα των Δυτικών συνετέλεσαν ώστε δυόμισι αιώνες μετά την πολιορκία της Βιέννης, με τη Συνθήκη της Λωζάννης του 1922, να περισωθεί η Τουρκία, διάδοχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στη σημερινή της εδαφική επικράτεια.

Το καθεστώς Ερντογάν φαίνεται πως επιθυμεί να αναστήσει το οθωμανικό παρελθόν, αλλά σε λάθος εποχή και με λάθος επιλογές. Θεωρητικός του Νεοοθωμανισμού θεωρείται ο πρώην υπουργός Εξωτερικών και ακαδημαϊκός Αχμέτ Νταβούτογλου, αλλά σε διαφορετική βάση. Πρώτον, έδινε έμφαση σε μηδενικά προβλήματα της Τουρκίας με τους γείτονες και τις όμορες χώρες, δεύτερον, τόνιζε τον ισλαμικό χαρακτήρα της Τουρκίας και, τρίτον, υποστήριζε τη διατήρηση καλών σχέσεων με τη Δύση και την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας.

Ο Ερντογάν, αφού εξελέγη Πρόεδρος της Δημοκρατίας, απέπεμψε τον Νταβούτογλου και ακολούθησε μια πολιτική ανάδειξης της Τουρκίας ως περιφερειακής δύναμης, στρεφόμενος εναντίον όλων των γύρω χωρών, της Δύσης και ιδιαίτερα της Ελλάδας. Ακολούθησε μια πολιτική αμφισβήτησης κυριαρχικών δικαιωμάτων Ελλάδας και Κύπρου στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, με αποκορύφωση την πρόσφατη υπογραφή μνημονίου κατανόησης με τη Λιβύη, με το οποίο καταγράφονται οι συντεταγμένες των θαλασσίων συνόρων, αγνοώντας πλήρως τα ελληνικά νησιά στην Ανατολική Μεσόγειο, τη Ρόδο και την Κρήτη.

Η αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης είναι αλήθεια ότι σημειώθηκε με κάποια χρονική καθυστέρηση. Προφανώς εν αναμονή λήψης της επιστολής των δύο χωρών από τον ΓΓ του ΟΗΕ. Στο μεταξύ, ως σημαντικό γεγονός καταγράφεται η σύγκληση του Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΣΕΠ), στο οποίο συμμετέχουν οι εκπρόσωποι των κοινοβουλευτικών κομμάτων, με αντικείμενο συζήτησης την α­ντιμετώπιση των τουρκικών προκλήσεων.

Επανειλημμένα και από αυτήν τη στήλη έχω υποστηρίξει την ανάγκη ευρείας συναίνεσης μεταξύ των πολιτικών κομμάτων στα θέματα εξωτερικής πολιτικής, προς διαμόρφωση, κατά το δυνατόν, κοινών θέσεων και κοινής στάσης έναντι των τουρκικών απειλών και προκλήσεων στο Αιγαίο αλλά και των δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Λογικό είναι να υπάρχουν αντίθετες απόψεις ως προς την αντιμετώπιση των τουρκικών απειλών και προκλήσεων. Σημαντικό όμως είναι οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας να μεταφέρουν προς τα έξω το μήνυμα ότι σε θέματα εθνικής κυριαρχίας είμαστε όλοι ενωμένοι.

Από τις πρώτες αντιδράσεις των δυτικών χωρών και ιδιαίτερα της ΕΕ, σημειώνεται η αλληλεγγύη προς την Ελλάδα και η καταδίκη του τουρκολιβυκού μνημονίου συνεργασίας από τους υπουργούς Εξωτερικών, που συνήλθαν την περασμένη Τρίτη και Τετάρτη στις Βρυξέλλες, στα πλαίσια του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων. Σημαντικότερη όμως θα είναι η τοποθέτηση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ελπίζοντας να μην περιορισθεί σε απλή φραστική καταδίκη της συμπεριφοράς της Άγκυρας. Απογοητευτική θα χαρακτηρίζαμε τη στάση του ΓΓ του ΟΗΕ, ο εκπρόσωπος του οποίου περιορίσθηκε να δηλώσει αναρμοδιότητα επί της ουσίας του τουρκολιβυκού μνημονίου.

Όσον αφορά τις ΗΠΑ, περισσότερο τους ενδιαφέρει η τουρκορωσική συνεργασία και η αγορά των ρωσικών πυραύλων S-400 παρά η τουρκική παραβατικότητα και οι απειλές της Άγκυρας κατά ενός άλλου κράτους-μέλους του ΝΑΤΟ, την Ελλάδα, στην οποία διατηρούν σημαντικές στρατιωτικές βάσεις, τις οποίες διεύρυναν τελευταίως, χωρίς, όπως αποδεικνύεται, ανταλλάγματα.

Το καθεστώς Ερντογάν δεν αναμένεται να εγκαταλείψει τις προκλήσεις έναντι της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας, χωρίς να αποκλείεται και περαιτέρω ένταση, ακόμη και πρόκληση θερμού επεισοδίου. Το ενδεχόμενο αυτό επιτάσσει: α) Να μελετηθούν επισταμένως οι πιθανές προσεχείς τουρκικές κινήσεις. β) Να καταστήσουμε κοινωνούς των τουρκικών επιδιώξεων σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο όσες χώρες προβληματίζονται με τη συμπεριφορά της Άγκυρας, που θίγει και δικά τους ζωτικά συμφέροντα στην περιοχή (Ιταλία, Γαλλία, Ισραήλ και άλλες χώρες της περιοχής). γ) Να καθορίσουμε με σαφήνεια τις «κόκκινες γραμμές», πέραν των οποίων δεν θα ανε­χθούμε καμία πρόκληση. δ) Να αποκαταστήσουμε τη συνεργασία με τη Ρωσία, η διπλωματία της οποίας είμαι βέβαιος ότι δεν πρέπει να πολυπιστεύει στην τουρκορωσική λυκοφιλία.

Φωτό: telegraph.co.uk


Σχολιάστε εδώ