Κι όμως, κινείται… η οικονομία

Κι όμως, κινείται… η οικονομία

Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ
Επ. καθηγητής ΕΚΠΑ,
Γραμμ. Αποκρατικοποιήσεων, ΔΣ ΤΑΝΕΟ


H ενδεδειγμένη οικονομική πολιτική στη μετά ΣΥΡΙΖΑ εποχή οφείλει να εξυπηρετεί δύο συμπληρωματικούς στόχους. Ο πρώτος αφορά την εξασφαλισμένη δημοσιονομικά ελάφρυνση της δημοσιονομικής κόπωσης, που τα τελευταία τρία χρόνια χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά και τη δυσαρέσκεια των πολιτών, και ο δεύτερος τη στήριξη των επενδύσεων μέσα από έξυπνες και χωρίς τυμπανοκρουσίες ρυθμιστικές παρεμβάσεις. Ας αναλύσουμε λοιπόν τι δικαιολογεί τη συγκεκριμένη στρατηγική και αν πράγματι διακρίνουμε κάτι να κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση.

Όταν η κρίση είχε πάρει διαστάσεις κατάρρευσης και οι επιλογές παλινδρομούσαν μεταξύ Μνημονίου και ανεξάρτητης οικονομικής πολιτικής, προσωπικά επέλεγα να στηρίξω την άποψη ότι το/τα Μνημόνιο/α αποτελούσαν την ορθότερη στρατηγική. Οι διαρθρωτικές αλλαγές που προτείνονταν σ’ αυτά ήταν επιβεβλημένες ακόμη και σε συνθήκες εκτός κρίσης, πόσω μάλλον σε περίοδο έντονης ανασφάλειας. Εκείνη την περίοδο η θέση πολλών, και συναδέλφων μάλιστα, ήταν ότι και να τα ψηφίσουμε, δεν θα τα εφαρμόσουμε. Άρα, ας επιλέξουμε, επιχειρηματολογούσαν, κάτι διαφορετικό.

Δεν υπολόγιζαν, δυστυχώς, ότι μία κρίση χρέους –ανάλογα με την τακτική της κυβέρνησης– άλλοτε έχει πεπερασμένη χρονική διάρκεια και άλλοτε χαρακτηρίζεται ως «κρίση χελώνας». Μια κρίση που σέρνεται (slow moving), σέρνοντας μαζί της και την οικονομία. Έτσι επιλέξαμε να δεχθούμε τα Μνημόνια, προσπαθώντας με κάθε τρόπο να αντιδράσουμε στην εφαρμογή τους. Ακόμη ζούμε το όνειρό μας. Μη αποδεχόμενοι ενεργά τους κανόνες πολιτικής των Μνημονίων, με δεδομένη την αναδιάρθρωση του χρέους (διάρκεια, επιτόκια, και «κούρεμα»), η οικονομία παρέμεινε ευάλωτη σε αυτοεξυπηρετούμενες κρίσεις και ασθενή ικανότητα να περάσει τον Ρουβίκωνα.

Η κλασική αρχή που διέπει τη σταθερότητα μιας οικονομίας χωρίς πτώχευση προϋποθέτει το πρωτογενές πλεόνασμα να καλύπτει τους τόκους του δημοσίου χρέους. Στην περίπτωση όμως που ο κίνδυνος για πτώχευση είναι μεγάλος, για παράδειγμα υψηλό χρέος, τότε η ανασφάλεια εξαφανίζεται μόνο αν το πρωτογενές πλεόνασμα δεν αγγίζει το όριο της δημοσιονομικής κόπωσης. Επιβάλλεται από τους πιστωτές το πλεόνασμα να ξεζουμίζει τη φορολογική βάση. Όταν τώρα η φορολογική βάση στηρίζεται στους μισθοσυντήρητους και στους φορολογικά συνεπείς, τα υπερβολικά πλεονάσματα που αγγίζουν την κόπωση των συγκεκριμένων φορολογουμένων αντί να βγάζουν τη χώρα από την περιοχή της ανασφάλειας και του μεταπτωχευτικού τραύματος, τη συντηρούν διασωληνωμένη.

Η προηγούμενη κυβέρνηση επέλεξε την εξής στρατηγική αποσωλήνωση. Επεδίωκε υπερβολικά λογιστικά πλεονάσματα και στη συνέχεια διένειμε κοινωνικό μέρισμα με στόχο η κατανάλωση να δημιουργήσει ανάπτυξη. Απέτυχε, αφού η ανάπτυξη δεν κατέγραψε τους επιδιωκόμενους στόχους της. Αιτία, η εσφαλμένη της θέση να θεωρεί ότι η οικονομία δεν ήταν στην περιοχή της δημοσιονομικής κόπωσης. Θεώρησε ότι το υποζύγιο αντέχει.

Η κυβέρνηση επιλέγει να δοκιμάσει την ακριβώς αντίθετη πολιτική. Θεωρώντας ότι είμαστε στην περιοχή της κόπωσης, μειώνει τους φόρους και εξετάζει πώς θα αντιδράσουν τα πλεονάσματα. Αν υπάρξει ανάπτυξη χωρίς επιβάρυνση των πλεονασμάτων, η στρατηγική της δικαιώνεται. Αν, αντίθετα, η ανάπτυξη δεν προκύψει και τα πλεονάσματα περιοριστούν, το αδιέξοδο στην οικονομία θα είναι μεγάλο. Αναγκαία και ικανή συνθήκη είναι να πετύχουμε ανάπτυξη, ώστε τα έσοδα από την ανάπτυξη να καλύψουν το κενό των φορολογικών ελαφρύνσεων. Η κυβέρνηση αισιοδοξεί και δοκιμάζει τη δυναμική της οικονομίας.

Η ανάπτυξη όμως προκύπτει όχι μόνο από τις καταναλωτικές δαπάνες αλλά και από τις επενδύσεις. Στις σημερινές συνθήκες αναγκαία και ικανή συνθήκη για να πραγματοποιηθούν επενδύσεις είναι οι ισολογισμοί όχι μόνο του Δημοσίου αλλά και όλων των οικονομικών μονάδων να είναι αξιόπιστοι. Αναξιόπιστοι ισολογισμοί πολιτών και επιχειρήσεων, ανεύθυνοι καταλογισμοί απαιτήσεων και ποινών στρεβλώνουν ανεπανόρθωτα την επενδυτική στρατηγική των φορέων.

Κανείς δεν δεσμεύει πόρους και κεφάλαια σε αφερέγγυους ή υπό κρίση φερεγγυότητας οικονομικούς φορείς. Παροτρύνσεις και φιλοεπενδυτική πολιτική δεν καλύπτουν τους επενδυτές. Με προθέσεις δεν επιτυγχάνονται μακροχρόνιες δεσμεύσεις. Ας αντιληφθούμε ότι η οικονομία σήμερα είναι ένα τεράστιο start-up, που βρίσκεται σε σημείο αιχμής μεταξύ ανάπτυξης και επιστροφής σε υφεσιακά περιβάλλοντα.

Η επενδυτική άπνοια που κατέγραψαν τα στοιχεία στην περίοδο της προηγούμενης κυβέρνησης, σε συνδυασμό με την ανύπαρκτη παρέμβαση στους προσωπικούς και επιχειρηματικούς ισολογισμούς, οδηγούσε την κοινωνία σε μακροχρόνια στασιμότητα. Αν και δεν απαιτούντο δυναμικές διαρθρωτικές παρεμβάσεις, η Πολιτεία τις αγνόησε ή απλά έκανε πως δεν τις γνώριζε. Οι λύσεις, αν και είχαν υποδειχθεί, δεν επιλέγονταν όταν στην πράξη δεν είχαν και κανένα ιδιαίτερο ιδεολογικό αποτύπωμα.

Τους τελευταίους μήνες, κάτω από την επιφάνεια της καθημερινότητας, δρομολογούνται λύσεις που αθόρυβα διευκολύνουν εντυπωσιακά την επενδυτική δραστηριότητα. Όσο είναι λογικό να διεκδικούμε σε όρους αγοράς ένα μερίδιο στην οικονομική ανάπτυξη, άλλο τόσο κι είναι σκόπιμο να συντονίζουμε με απλές παρεμβάσεις την επενδυτική προσπάθεια, έξω από πεπαλαιωμένες λύσεις του τύπου επιδοτήσεων και χορηγιών.

Πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ μιλάει για περίπου 52 δισ. διαθέσιμες αποταμιεύσεις Ελλήνων που βρίσκονται εκτός εθνικού πιστωτικού συστήματος ή έχουν τοποθετηθεί σε χρεόγραφα και καταθέσεις ταμιευτηρίου στο εξωτερικό. Θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη, αν η απόδοση σε ελληνικά ιδιωτικά ομόλογα και καταθέσεις αντιμετωπιζόταν όπως εκείνη των αλλοδαπών επενδυτών. Ήταν προφανές ότι η φορολογική ανισότητα δεν ευνοούσε τη χρήση των συγκεκριμένων κεφαλαίων σε επενδύσεις ελληνικών χρεογράφων. Χωρίς μεγάλες ανακοινώσεις η διόρθωση έγινε και είναι ικανή να κινητοποιήσει επενδύσεις σημαντικού τμήματος αυτών των κεφαλαίων.

Πολύ σύντομα το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων φαίνεται να μετατρέπεται σε επενδυτική τράπεζα, αντιγράφοντας ανάλογους ευρωπαϊκούς θεσμούς, όπως της Γαλλίας. Απαιτείτο σε πρώτη φάση η λογιστική μεταφορά των υποχρεώσεων του Δημοσίου προς πιστωτές του, που μένουν ανεξόφλητες. Απλή διαχειριστική παρέμβαση, υπεραρκετή όμως για να ξεκινήσουν οι διαδικασίες.

Ο χειρισμός των ιδιωτικών απαιτήσεων από πτωχευμένους πελάτες για ισολογισμούς επιχειρήσεων σε λειτουργία χρόνιζε, με αποτέλεσμα πλήθος υγιών επιχειρήσεων να αποκλείονται από το τραπεζικό σύστημα, αφού οι ισολογισμοί τους ήταν υπό κρίση. Θεωρούσαν κέρδη τις απαιτήσεις που δεν επρόκειτο να εισπράξουν, μη μπορώντας να εκκαθαρίσουν νόμιμα τους ισολογισμούς τους. Ταυτόχρονα διεκδικούσαν επιστροφές ΦΠΑ από πωλήσεις που δεν είχαν εισπράξει. Η λύση δεν απαιτούσε αναγκαστικά απόφαση δικαστηρίου.

Ένας μεγάλος παραγωγικός κλάδος της χώρας, η φαρμακοβιομηχανία, αντιμετωπίζει πρόβλημα ρευστότητας από τη διαδικασία των επιστροφών, στις εκτός συμφωνίας εισπράξεις, από τη δημόσια δαπάνη για φάρμακα (clawback). Στην περίπτωση που δοθεί η άδεια ώστε τα συγκεκριμένα ποσά να επενδυθούν στην οικονομία, είναι δεδομένο ότι πλήθος μικρομεσαίων επιχειρήσεων θα βρει διέξοδο και νέες επενδυτικές ευκαιρίες.

Αργά αλλά σταθερά, η αγορά επιχειρηματικών ομολόγων διευρύνεται από τις οικονομικά εύρωστες επιχειρήσεις. Τραπεζικά δάνεια επιστρέφονται στις τράπεζες και οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις αναχρηματοδοτούνται με καλύτερους όρους. Η περιορισμένη εσωτερική αποταμίευση διευκολύνεται από την τεράστια διεθνή, με άμεσο αποτέλεσμα την ανατροφοδότηση πόρων σε χαμηλότερης αξιοπιστίας πελάτες. Δεν είναι τυχαίο ότι το επιτόκιο δανεισμού των συγκεκριμένων επιχειρήσεων κυμαίνεται από 2,5% μέχρι 7%, καλύπτοντας όλο το εύρος της αξιοπιστίας, αποτελώντας παράλληλα μια βάση αναφοράς.

Η κατάργηση του αντιαναπτυξιακού «νόμου Κατσέλη», η ανάπτυξη των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, η έμμεση ή άμεση ένταξη του Δημοσίου σ’ αυτούς και, τέλος, η νομοθετική ρύθμιση για μακροχρόνια λύση του θέματος των αυθαίρετων αποτελούν τη βάση για εξισορρόπηση της αγοράς ακινήτων. Στην περίπτωση μάλιστα που διευρυνθούν και τα κίνητρα για ανακατασκευή και βελτίωση των ακινήτων, μια λιμνάζουσα αλλά πολλά υποσχόμενη αγορά θα έρθει στην ισορροπία της.

Προφανώς και είναι αναγκαίο στο υψηλότερο κυβερνητικό επίπεδο δημόσια, να συντηρείται η πεποίθηση της φιλοεπενδυτικής στρατηγικής. Η οικονομία όμως δεν είναι ψυχολογία. Ιδιαίτερα μάλιστα στις επενδύσεις και στις μακροχρόνιες επιλογές είναι ουσιαστικά καθαρός ορθολογισμός. Ας το γνωρίζουμε και ας ασκούμε και την ανάλογη πολιτική.


Σχολιάστε εδώ