Η γενιά του καφενέ και η γενιά των SMS

Η γενιά του καφενέ και η γενιά των SMS

Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ
Επ. καθηγητής ΕΚΠΑ,
Γραμμ. Αποκρατικοποιήσεων, ΔΣ ΤΑΝΕΟ


Αφορμή για το σημερινό κείμενο, όπως προκύπτει και από τον τίτλο, είναι η δήλωση του πρωθυπουργού για την ικανοποιητική πορεία και την αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης, καθώς μέχρι το τέλος του χρόνου θα έχουν ψηφιστεί επιπλέον 30 νέα νομοσχέδια. Μία παρατήρηση και ένα ανέκδοτο. Η παρατήρηση γίνεται σε σχέση με τη θέση ότι η εκτελεστική εξουσία, δηλαδή η κυβέρνηση, υπάρχει για να εκτελεί τους νόμους και όχι για να τους εγκρίνει. Αυτό επιβεβαιώνει και η πρόσφατη συνταγματική μεταρρύθμιση, όπου άνοιξε η δυνατότητα προτάσεων νόμων από συγκεκριμένο αριθμό πολιτών.

Το ανέκδοτο, γνωστό σε πολλούς, αφορά τον λαγό και το λιοντάρι. Ο λαγός περιφέρεται στο δάσος και κο­μπορρημονεί χλευάζοντας το λιοντάρι. Το μαθαίνει το λιοντάρι και τον ρωτά εκνευρισμένο: «Τι είναι αυτά που μαθαίνω, λαγέ;». Και ο λαγός απαντά: «Ε… λέμε και καμία βλακεία για να περνά η ώρα». Αν θέλουμε να αξιολογήσουμε την εκτελεστική εξουσία, δεν την αξιολογούμε με τη νομοθετική της παραγωγή, αλλά με τα αποτελέσματα στην παραγωγή των εφαρμογών των νόμων που ψήφισε η Βουλή. Σήμερα, αύριο και στο παρελθόν.

Η γενιά μου είναι η γενιά-σάντουιτς. Ο πατέρας μου ήταν η γενιά του καφενείου και εμείς έχουμε παιδιά που ανήκουν στη γενιά των sms. Ο πατέρας μας πήγαινε και συζητούσε στο καφενείο, στον δικό του τότε χώρο κοινωνικής δικτύωσης, έχοντας διαβάσει εφημερίδα/ες. Στο καφενείο έκανε διάλογο με τους φίλους του για τα καθημερινά, σχολιάζοντας και επιχειρηματολογώντας και αντιμετωπίζοντας την κριτική των άλλων κατά πρόσωπο. Όλοι γνώριζαν τη θέση του και ο διάλογος ήταν με επιχειρήματα.

Τα παιδιά μας σήμερα επικοινωνούν σχεδόν για τα πάντα μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα. Σχεδόν με απλές φράσεις, με περιορισμένα επιχειρήματα και τις περισσότερες φορές αποφεύγουν ακόμη και να απαντήσουν. Η έκταση των εμπλεκομένων στoν διάλογο είναι όσο δεν υπάρχει δημόσιος αντίλογος, περιορίζεται στο στενό περιβάλλον των followers. Η επώνυμη θέση είναι τις περισσότερες φορές ανεύθυνη και τηλεγραφική και ο συνομιλητής συχνά ζει τον φόβο της αποκοπής του από το πλαίσιο των ακολούθων.

Η γενιά των γονιών μας αναγκαστικά είχε πολιτική προσωπικότητα. Έπρεπε να εκτεθεί στο κλειστό περιβάλλον του καφενείου με επιχειρήματα και πολύ γρήγορα όλοι γνώριζαν τις θέσεις τους για να κοινά. Στο καφενείο δεν μπορούσες να επιστρέψεις μία ημέρα μετά και να πεις, όπως ο λαγός, «ξέρετε, χθες είπα και μία κουταμάρα για να περάσουμε την ώρα μας».

Το ενδιαφέρον στοιχείο που διαφοροποιεί το χθες με το σήμερα είναι ότι, προϊόντος του χρόνου, οι υπεύθυνοι πολίτες έγιναν περίπου ανεύθυνοι. Ποιος, για παράδειγμα, ασχολείται με το τι γράφει ο κάθε κ. Πολάκης στο Twitter; Κι αν ασχολείται, πόσο σημασία έχει για την καθημερινότητα του έλληνα πολίτη; Τόση όση, συμπληρώνουμε, είχε το φωτομοντάζ του εαυτού του, που έκανε ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, ως άλλος Rambo.

Η ενασχόληση με τα κοινά μετεξελίχθηκε από υπεύθυνος διάλογος, έστω και στο καφενείο, σε ευφυολογήματα και τιτιβίσματα. Η αρχική κριτική μας λοιπόν, σε σχέση με τα κριτήρια αξιολόγησης, που συνδέθηκαν με την παραγωγή νομοθετικού έργου ή ακόμη καλύτερα με τον τρόπο που μεταβιβάζεται η πολιτική εξουσία από την κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα σε πολίτες στο πέρασμα του χρόνου, αποδυναμώθηκε διαμέσου των γενεών ιδεολογικά και συνέκλινε προς μη αντικειμενικά κριτήρια.

Ήταν μάλιστα τόσο αδιάφορη η διαδικασία επιλογής σε σχέση με την αποτελεσματικότητα των κρινόμενων, ώστε ορισμένες επιλογές, όταν αμφισβητήθηκαν, οι επιλέγοντες θεώρησαν σκόπιμο να δικαιολογηθούν με το επιχείρημα ότι αν αποτύχουν οι επιλογές τους θα τις αλλάξουν σε μικρό χρονικό διάστημα και θα αποχωρούν χωρίς αποζημίωση.

Κρίναμε την παιδεία, κρίναμε την ηλικία και δεν κρίναμε τη βασική τους θέση ως προς τον τρόπο που θεωρούν ότι θα εξυπηρετήσουν τον σκοπό της κυβέρνησης στον χώρο αρμοδιότητάς τους. Προφανώς γιατί ξεχάσαμε να τους το πούμε.

Συγκριτικά, αν δούμε πώς λειτουργεί η ιδιωτική οικονομία, παρατηρούμε πως όταν επιλέγει αξιολογεί με συγκεκριμένους στόχους και όχι μόνο με σαφή κριτήρια. Ιδιαίτερα μάλιστα στα στελέχη ανώτερης βαθμίδας, ακόμη κι αν γνωρίζει το παρελθόν των υποψηφίων, προσπαθεί να αντιληφθεί τους στόχους του υποψηφίου, τη σχέση των στόχων του με τους στόχους της επιχείρησης, το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής και, τέλος, τις ευθύνες από την πιθανή απόκλιση στόχων και αποτελεσμάτων. Δεν καλύπτεται με τίποτα από το προφανές «αν δεν αποτύχει θα φύγει χωρίς αποζημίωση». Αν το στέλεχος δεν γνωρίζει από τη σύμβαση τον στόχο, ποσοτικά προσδιορισμένο, το προφανές ερώτημα είναι «πώς προκύπτει η αποτυχία;».

Θα μας έλεγε κάποιος ότι στην οικονομία τα πράγματα είναι απλά, αφού έχουμε το κριτήριο του κέρδους. Αν η επιχείρηση κάνει κέρδος το στέλεχος είναι καλό, δεν απολύεται. Πώς όμως αυτή η λογική συνδέεται με την πρόταση νόμων; Επειδή, δηλαδή, ο υπουργός καταθέτει νόμους που εγκρίνονται από την κυβερνητική πλειοψηφία, θεωρούμε ότι είναι και πετυχημένος; Εκτός κι αν η φράση του λαγού δικαιολογεί και την περίπτωση της ανάθεσης έργου στη δημόσια διοίκηση. Διότι αν το επιχείρημα είναι ορθό τότε και η αξιολόγηση ανατίθεται στα κοινωνικά δίκτυα, ανατρέπουμε την επιλογή. Εκτός κι αν μας επιτρέπουν τα δίκτυα να κάνουμε ότι ξεχάσαμε, περιμένοντας να περάσει η μπόρα. Συμπέρασμα: Το εφήμερο των σημερινών κοινωνικών δικτύων αντικατέστησε τη σοβαρότητα των διαλόγων των πελατών του καφενείου του παρελθόντος.

Επιδίωξη της πολιτικής ζωής του τόπου πρέπει να είναι η αξιολόγηση αποτελεσμάτων σε προκαθορισμένους στόχους. Είναι άνευ ουσίας η πολιτική ηγεσία του τόπου να εισηγείται νόμους και διοικητικές ρυθμίσεις, να αναθέτει την εκτέλεση αυτών των νόμων σε άτομα της επιλογής της και οι εντολές της να μην έχουν στοχοποιηθεί εξαρχής. Σημασία δεν έχει τι προβλήματα προσδοκούν ότι θα λύσουν με τον νόμο, σημασία δεν έχει το βιογραφικό εκείνου που ανέλαβε να εκτελέσει το έργο, σημασία έχει να γνωρίζει αυτός που ρυθμίζει ή αναθέτει τις επιδιώξεις του, για παράδειγμα πλεόνασμα 3,5%, και ο αρμόδια υπεύθυνος να αναλαμβάνει προσωπικά την ευθύνη επίτευξης του συ­γκεκριμένου στόχου. Είτε είναι πρωτογενές πλεόνασμα είτε ταχύτητα απόδοσης της δικαιοσύνης.

Η καθημερινότητα στην πολιτική και στη διοίκηση δεν είναι ακαδημαϊκή καριέρα, που αξιολογείται αντικειμενικά. Η καθημερινότητα στην πολιτική δεν είναι δημιουργία και τεχνολογική καινοτομία.

Στην πολιτική δεν σου ζητούν να ανακαλύψεις το φάρμακο του καρκίνου. Απλά απαιτούν να εφαρμόσεις τους νόμους, όπως και τα διευθυντικά στελέχη μιας επιχείρησης να διαχειριστούν άριστα τους παραγωγικούς πόρους ώστε να κάνουν τα μέγιστα κέρδη. Στον βαθμό λοιπόν που δεν υπάρχουν στόχοι, δεν υπάρχουν και περιθώρια για σοβαρή συζήτηση ως προς την επίτευξη των στόχων.

Διάλογος επιπέδου καφενείου δεν γίνεται. Γράφονται εφήμερα tweets και ανάλογα με το πολιτικό κόστος αυτών αντιδρούμε ανάλογα. Και μάλιστα άλλοτε απαντάμε λέγοντας ότι σε τελική ανάλυση σε τρεις μήνες θα υπήρχε αξιολόγηση χωρίς στοχοποίηση –αλήθεια, πώς επιτυγχάνεται αυτό;– ή απαντάμε με μακροσκελείς επιστολές που προσπαθούν να δικαιολογήσουν αδιάφορα μηνύματα ασήμαντων κριτών στα κοινωνικά δίκτυα.


Σχολιάστε εδώ