Χρ. Μπότζιος για Προσφυγικό – Μεταναστευτικό: Πρωτίστως θέματα εξωτερικής πολιτικής, συλλογικής ευθύνης και συνεργασίας

Χρ. Μπότζιος για Προσφυγικό – Μεταναστευτικό: Πρωτίστως θέματα εξωτερικής πολιτικής, συλλογικής ευθύνης και συνεργασίας


Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.


Οι αθρόες εισροές προσφύγων και οικονομικών μεταναστών το τελευταίο τετράμηνο, που υπολογίζονται σε πάνω από είκοσι χιλιάδες και σχεδόν συμπίπτουν με τη σημειωθείσα κυβερνητική αλλαγή, επιβεβαιώνουν ότι η αντιμετώπιση του προβλήματος δεν είναι απλώς θέμα κυβερνητικής και πολιτικής αποφασιστικότητας ή επιχειρησιακής αποτελεσματικότητας των λιμενικών και άλλων συναφών ναυτικών δυνάμεων, επιφορτισμένων με τη διαφύλαξη των θαλασσίων συνόρων στο Αιγαίο.

Η αντίληψη ότι η α­ντιμετώπιση ήταν θέμα βούλησης των κρατικών αρχών εξηγεί και την υπαγωγή του υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, οι υπηρεσίες του οποίου λειτουργούν κυρίως κατασταλτικά, χωρίς, βέβαια, να παραβλέπεται και ο προληπτικός ρόλος σε πολλούς τομείς που αφορούν την κοινωνική προστασία.

Οι δυσκολίες παρε­μπόδισης και αποτροπής προσέγγισης λέμβων και πλοιαρίων σε ελληνικά εδάφη ανάγονται στην ίδια τη φύση των θαλασσίων συνόρων, που διαφέρουν ριζικά από τα χερσαία, τα οποία έχουν συγκεκριμένη χάραξη, με πολύ ευκολότερη δυνατότητα φύλαξης. Τα θαλάσσια είναι νοητές γραμμές, που δεν επιδέχονται τοποθέτηση εμποδίων ή άλλων συναφών μέσων για αποτροπή παραβίασής τους.

Τι θα μπορούσε όμως να συμβεί αν μία λέμβος, κατάφορτη με πρόσφυγες και οικονομικούς μετανάστες, που συνήθως ανάμεσά τους βρίσκονται και ανήλικα παιδιά, δεν υπακούσει στις προειδοποιήσεις των ακταιωρών μας και κατευθυνθεί προς τα νησιά του Αιγαίου; Θα τη βυθίσουν, όπως θα ήθελε ο ούγγρος πρωθυπουργός Όρμπαν και άλλοι ομοϊδεάτες του της ομάδας Visegrad; Ασφαλώς και τίθεται θέμα ελλιπούς συνεργασίας των τουρκικών λιμενικών αρχών, χωρίς να αποκλείεται και η ανοικτή ανοχή τους προς τους διακινητές.

Αναμφίβολα, η εισροή αυτού του μεγάλου αριθμού προσφύγων στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου δημιουργεί σοβαρά κοινωνικά προβλήματα στην καθημερινότητα των πολιτών τους, όπως και η μεταστέγαση ικανού αριθμού στην ενδοχώρα, με αντιδράσεις που σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στα πρόσφατα επεισόδια στα Διαβατά Θεσσαλονίκης, εγκυμονούν και κινδύνους από ενδεχόμενες αντιδράσεις φανατικών ισλαμιστών. Οι εμπειρίες των προηγούμενων ετών αλλά και οι πρόσφατες αποδεικνύουν πόσο δύσκολη είναι η αντιμετώπιση του Προσφυγικού μόνο από μία χώρα, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας.

Η μόνη και αποτελεσματική οδός είναι η συλλογική, σε επίπεδο ΕΕ, η οποία όμως έχει παραβλέψει σε μεγάλο βαθμό την οφειλόμενη αλληλεγγύη μεταξύ των μελών, που ρητώς προβλέπεται από το άρθρο 85 της Συνταγματικής Συνθήκης. Τις συνέπειες υφίστανται οι χώρες εισόδου, με πρώτη την Ελλάδα και ακολουθούν Ιταλία και λιγότερο η Ισπανία και η Μάλτα. Η ΕΕ δεν έχει επίσης τηρήσει τη δέουσα στάση έναντι της Τουρκίας, η οποία απειλεί συνεχώς ότι θα πλημμυρήσει την Ευρώπη με εκατομμύρια πρόσφυγες και οικονομικούς μετανάστες αν δεν λάβει τις συμφωνηθείσες οικονομικές ενισχύσεις ύψους 4 δισ. ευρώ – και μάλιστα απευθείας προς την κυβέρνηση και όχι μέσω των ΜΚΟ! Άλλωστε, το Πρωτόκολλο ή Επιστολή Συνεργασίας μεταξύ ΕΕ – Τουρκίας του 2016 είναι αμφιβόλου νομικής ισχύος και περισσότερο εμπίπτει στην κατηγορία των gentlemen’s agreements.

Άλλο σοβαρό μειονέκτημα για τις χώρες εισόδου, που δεν είναι άλλες από τις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, είναι οι ετεροβαρείς δεσμεύσεις των Συμφωνιών Δουβλίνο Ι, ΙΙ και ΙΙΙ. Σύμφωνα με αυτές, οι χώρες εισόδου υποχρεούνται να εξετάζουν αυτές τα αιτήματα χορήγησης ασύλου, με αποτέλεσμα πρόσφυγες και οικονομικοί μετανάστες να αδυνατούν να μεταβούν στις χώρες που επιθυμούν ή να επιστρέφονται στις πρώτες αν κατορθώσουν να βρεθούν με οποιονδήποτε τρόπο σε άλλη κοινοτική χώρα. Διερωτάται κανείς πώς η Ελλάδα αλλά και η Ιταλία και η Ισπανία αποδέχθηκαν τέτοιες συμφωνίες, οι οποίες πασιφανώς είναι επιβαρυντικές για αυτές. Η επιχειρούμενη διόρθωση της συμφωνίας με νέα, τη Δουβλίνο IV, συναντάει πολλές δυσκολίες, καθώς οι περισσότερες κοινοτικές χώρες επιδεικνύουν επιφυλακτική έως αρνητική στάση.

Προφανώς στη λογική του «μακάριοι οι κατέχοντες». Επιπλέον, η αναλογική κατανομή των προσφύγων ουσιαστικά δεν εφαρμόζεται, ενώ συναντάει την απόλυτη άρνηση των χωρών της ομάδας Visegrad, οι οποίες από καιρό έχουν ορθώσει τείχη και συρματοπλέγματα κατά μήκος των συνόρων τους. Κάτω από αυτήν την πραγματικότητα οι χώρες εισόδου οφείλουν να συνεργαστούν στενότερα μεταξύ τους και να θέσουν επιτακτικά και με εμπεριστατωμένες θέσεις θέμα συλλογικής αντιμετώπισης του Προσφυγικού – Μεταναστευτικού, με δίκαιο επιμερισμό των βαρών και των υποχρεώσεων. Δεν μπορεί οι χώρες οι χώρες εισόδου να αναλάβουν όλο το βάρος και να καθίστανται φυλακές ψυχών. Προφανώς το έχουν ήδη επιχειρήσει, αλλά όχι πειστικά και συντονισμένα για να απαιτήσουν την οφειλόμενη αλληλεγγύη.

Η νέα ηγεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με πρόεδρο τη γερμανίδα Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, που προ ημερών έλαβε την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, όπως και τα άλλα μέλη της Επιτροπής, μεταξύ των οποίων και ο Έλληνας κ. Μαργαρίτης Σχοινάς, ο οποίος αναλαμβάνει σημαντικό χαρτοφυλάκιο, υποσχέθηκε να ενσκήψει σε όλα τα σοβαρά θέματα που απασχολούν την ΕΕ.

Το Προσφυγικό ασφαλώς και συμπεριλαμβάνεται σε αυτά. Οι χώρες εισόδου οφείλουν να το θέσουν επίσημα και συλλογικά. Ο πρωθυπουργός κ. Κυριάκος Μητσοτάκης πραγματοποίησε την περασμένη Δευτέρα μια επίσκεψη-«αστραπή» στην ιταλική πρωτεύουσα, όπου συνα­ντήθηκε με τον ιταλό ομόλογό του κ. Κό­ντε. Το γεγονός ότι τον συνόδευε ο αναπληρωτής υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής κ. Κουμουτσάκος είναι δηλωτικό ότι στις συνομιλίες θα εντάχθηκε και η συνεργασία και κοινή δράση για την α­ντιμετώπιση του Προσφυγικού.

Σκόπιμο θα ήταν να ενεργοποιηθεί και η συνεργασία μεταξύ των χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου, που ήταν πρωτοβουλία του πρώην πρωθυπουργού κ. Αλέξη Τσίπρα, με σκοπό να αποτελέσει άτυπο αντίβαρο στην ομάδα Visegrad, χωρίς, ασφαλώς, πνεύμα αντιπαράθεσης με τις χώρες που την απαρτίζουν, οι οποίες επιδεικνύουν ακραίες θέσεις και περιφρόνηση στην αρχή της αλληλεγγύης. Θα επαναλάβουμε και την πάγια θέση μας για ανάγκη ευρείας συναίνεσης μεταξύ των κοινοβουλευτικών κομμάτων, με συνα­ντήσεις και ανταλλαγή απόψεων και σε επίπεδο προέδρων, όπως εμφατικά τονίσθηκε και από το κύριο άρθρο του «Π» της περασμένης Κυριακής.


Σχολιάστε εδώ