Γ. Ποταμιάνος: Tα αρνητικά επιτόκια απειλούν τις καταθέσεις

Γ. Ποταμιάνος: Tα αρνητικά επιτόκια απειλούν τις καταθέσεις


Του
ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ


Η πολιτική στον τραπεζικό τομέα αρχίζει να επιδεινώνει την κατάσταση του ιδιωτικού χρέους. Είναι γνωστό πως στην ποσοτική χαλάρωση (QE) οφείλονται τόσο τα θετικά μακροοικονομικά μεγέθη της προηγούμενης περιόδου στην Ευρωζώνη, όσο και η μείωση των επιτοκίων κάτω από το μηδέν. Τον περασμένο μήνα η ΕΚΤ μείωσε τα επιτόκια του ευρώ βαθύτερα, σε αρνητικό έδαφος και συγκεκριμένα στο -0,5%.

Προκειμένου να περιορίσει την επιβάρυνση που αυτό συνεπάγεται για τις ευρωπαϊκές τράπεζες, εξαιρεί μέρος των τραπεζικών κεφαλαίων στο αποθετήριο της ΕΚΤ από τη χρέωση και προβλέπει νέο σύστημα κλιμακωτών επιτοκίων.

Διαπιστώνοντας ότι τα εργαλεία της ΕΚΤ έχουν φθάσει στα όριά τους, ο απερχόμενος πρόεδρος της ΕΚΤ Μ. Ντράγκι απηύθυνε έκκληση στις κυβερνήσεις των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών να χρησιμοποιήσουν το δημοσιονομικό εργαλείο των δημοσίων επενδύσεων προκειμένου να θωρακίσουν το μέλλον της Ευρωζώνης.
Η προεδρία Ντράγκι προσπάθησε, με την ποσοτική χαλάρωση, να διατηρήσει το επίπεδο πληθωρισμού κοντά στο 2%. Από το 2014 «δημιούργησε» 2,6 τρισ. νέα ευρώ για την αγορά χρεογράφων. Οι αγορές αυτές οδήγησαν τις τιμές των χρηματοοικονομικών τίτλων στα ύψη. Παρ’ όλα αυτά, η ΕΚΤ απέτυχε να πραγματοποιήσει τον στόχο της και ο πληθωρισμός τρέχει κοντά στο 1%.

Η έκκληση Ντράγκι σηματοδοτεί την κρίση στην οποία βρίσκεται η ΕΚΤ. Η νομισματική πολιτική σήμερα αναγκάζεται να χρησιμοποιεί μη συμβατικές πολιτικές, ολοένα και περισσότερο για να πετύχει την αποστολή της και το κάνει για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα και με μεγαλύτερη ένταση. Αυτό ενισχύει τον κίνδυνο για παρενέργειες, παραδέχθηκε ο απερχόμενος πρόεδρος. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να εξασφαλισθεί η σταθερότητα των τιμών, όταν τα μη συμβατικά εργαλεία της προκαλούν μεγάλες παρενέργειες.

Η πιο σημαντική παρενέργεια της ποσοτικής χαλάρωσης είναι, βέβαια, η αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων. Η πολιτική Ντράγκι αυξάνει διαρκώς τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων και είναι γνωστό πως χρηματοοικονομικά προϊόντα ανήκουν κυρίως σε πλούσια κοινωνικά στρώματα. Εξάλλου το QE ωθεί προς τα πάνω τις τιμές των ακινήτων. Μελέτη της Τράπεζας της Αγγλίας υπολόγισε ότι το πρόγραμμά της αύξησε, μεταξύ 2008 και 2014, τον πλούτο των φτωχότερων νοικοκυριών κατά 3.000 λίρες και των πλουσιότερων κατά 350.000 λίρες.

Ιδιαίτερα αμφιλεγόμενες είναι οι αγορές εταιρικών ομολόγων. Αυτές πριμοδοτούν κατ’ εξοχήν πολύ μεγάλες επιχειρήσεις, που είναι σε θέση να εκδίδουν τέτοια ομόλογα. Ακόμη χειρότερο είναι το γεγονός πως οι αγορές αυτές είχαν ένα καταστροφικό περιβαλλοντικό αποτέλεσμα. Πρόσφατη ανάλυση («Le Monde», 21 Μαρτίου 2019) του προγράμματος αγοράς τίτλων της ΕΚΤ δείχνει πως το 63% των αγορών αφορούσε τίτλους εταιρειών της ανθρακοβιομηχανίας, κυρίως υδρογονάνθρακες και αυτοκινητοβιομηχανία.

Οι παρενέργειες της ποσοτικής χαλάρωσης δεν είναι εύκολα αντιληπτές από τους πολίτες, γιατί λειτουργεί μέσω των χρηματοπιστωτικών αγορών, επιτρέποντας στην κεντρική τράπεζα να αποφεύγει ξεκάθαρες διατυπώσεις πολιτικών επιλογών, χρησιμοποιώντας κρυπτογραφική γλώσσα.

Βέβαια, αυτή η πολιτική έχει και άμεσα α­ντιληπτές ανεπιθύμητες παρενέργειες, όπως τα χαμηλά επιτόκια καταθέσεων, τα οποία κο­ντεύουν να περάσουν σε αρνητικό πρόσημο, απειλώντας ακόμη και τον γερμανό αποταμιευτή. Έπειτα από μια παρατεταμένη περίοδο προβληματισμού γύρω από τους κινδύνους μιας τέτοιας κίνησης, οι γερμανικές τράπεζες αρχίζουν να επιβάλουν αρνητικά επιτόκια στις μεγάλες καταθέσεις. Προς το παρόν το έχουν αποτολμήσει μικρότερες τράπεζες, αλλά δείχνουν πρόθυμες να ακολουθήσουν οι δύο μεγαλύτερες τράπεζες της Γερμανίας, Deutsche Bank και Commerzbank.

Περισσότερες από 34 τράπεζες στην Ευρώπη μεταβιβάζουν το κόστος των αρνητικών επιτοκίων, προς το παρόν, στους πλούσιους πελάτες τους. Στην πλειονότητά τους, δεν επιβαρύνουν τους καταθέτες με λογαριασμούς μικρότερους των 100.000 ευρώ. Ανάμεσά τους και η δεύτερη συνεργατική τράπεζα της Γερμανίας Berliner Volksbank, που χρεώνει πλέον με επιτόκιο -0,5% όσους λογαριασμούς έχουν καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ. Έχει προηγηθεί η Deutsche Skatbank που επέβαλε ακριβώς την ίδια χρέωση σε λογαριασμούς άνω των 100.000 ευρώ.

Η στάση τους όμως αλλάζει, ύστερα από πέντε χρόνια αρνητικών επιτοκίων που επέβαλε η ΕΚΤ. Η πολιτική των αρνητικών επιτοκίων έχει πλήξει την κερδοφορία των τραπεζών, αλλά παράλληλα αυτές έχουν εξαντλήσει πολλούς από τους μηχανισμούς που διέθεταν για να εξισορροπήσουν τη μείωση των εσόδων τους κατά τη δεκαετή περίοδο επενδυτικής απραξίας.

Στη χώρα μας οι καταθέτες, εκτός του ότι σχεδόν δεν λαμβάνουν τόκους, επιβαρύνθηκαν από δεκάδες μικρές χρεώσεις ακόμη και για την παρακολούθηση της κίνησης του λογαριασμού τους. Ίσως μελλοντικά θα επιβαρυνθούν και για τη διατήρηση καταθέσεων χαμηλού ύψους, όπως άρχισε να γίνεται στην Ευρώπη.


Σχολιάστε εδώ